Σύμφωνα με το ταξιδιωτικό χρονικό του Θεμιστοκλή Νικολαΐδη Φιλαδελφέως [1], ο πρώην καθηγητής της γαλλικής γλώσσας στην Αθήνα Λ. Ηλιάδης Βεζάνος εκμίσθωσε στις αρχές του 1889 την προαναφερθείσα διαλυμένη μονή μετατρέποντας τα κελιά σε «σκωληκοτροφεία». Η Στεφανία Φαβρ, χήρα ήδη από το 1886, δεν έλαβε μέρος στη δημοπρασία που διενεργήθηκε, διαψεύδοντας παλαιότερους ερευνητές που υπέθεταν (ελλείψει σχετικών πηγών) ότι τα περιουσιακά στοιχεία της μονής πέρασαν μετά από αυτήν την ημερομηνία στην κυριότητά της.
Το παραπάνω γεγονός δεν επιβεβαιώνεται όμως από τα πρακτικά των συνεδριάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου του τότε δήμου Δωτίου (πρόεδρος ο Ε. Δ. Ευθυμιάδης και δήμαρχος ο Φ. Σαμσαρέλος). Σύμφωνα με τα πρακτικά, τον Μάρτιο του 1889, διενεργήθηκε δημοπρασία για την πενταετή εκμίσθωση του Μονιδρίου της Θεοτόκου. Τελευταίοι πλειοδότες αναδείχθηκαν οι αδελφοί Πασχαλίδη με την εγγύηση του Ευθυμίου Βατζιά αντί του ποσού των 1.761 δρχ. ετησίως [2]. Επειδή όμως ο Θεμιστοκλής Φιλαδελφεύς ήταν από τους πιο αξιόπιστους συγγραφείς της εποχής, υποψιαζόμαστε ότι οι αδελφοί Πασχαλίδη υπενοικίασαν τη μονή στον Βεζάνο.
Γιατί όμως οι Φαβρ δεν πλειοδότησαν στην παραπάνω δημοπρασία του 1889; Το 1886 βρέθηκε πνιγμένος στον Πηνειό ο Ευγένιος Φαβρ. Πολλοί υπέθεσαν ότι αυτοκτόνησε εξ αιτίας πιθανής ερωτικής σχέσης που διατηρούσε η σύζυγός του Στεφανία με τον επιστάτη και διαχειριστή των κτημάτων τους, τον Κάρολο Βιανέλλι. Καμία όμως αρχειακή πηγή δεν επιβεβαιώνει αυτόν τον ισχυρισμό. Όπως συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις οι φήμες πολλές φορές υπερισχύουν της αλήθειας και μεταφέρονται στις επόμενες γενιές ως αδιαμφισβήτητα γεγονότα. Τουναντίον, η πιο πιθανή αιτία για την αυτοκτονία του ήταν τα συσσωρευμένα χρέη που δημιούργησαν οι επιχειρήσεις του, ιδίως μετά από την επανάσταση του 1878. Η χήρα πλέον Στεφανία δεν είχε τα απαραίτητα κεφάλαια για να συντηρήσει τον μύθο της. Η «πλούσια Γαλλίδα μαντάμα», όπως την αποκαλούσαν οι κάτοικοι της τότε επαρχίας της Αγυιάς, περιέπεσε σε οικονομικό μαρασμό, γεγονός που την ανάγκασε να ζητήσει αναδρομικά από τον Δήμο μικροποσά που οφείλονταν στον σύζυγό της ήδη από το 1877. Από ένα έγγραφο που κατάθεσε η ίδια στον Δήμο Αγυιάς τον Νοέμβριο του 1886 (λίγες μέρες μετά από τον θάνατο του συζύγου της), πληροφορούμαστε ότι αιτήθηκε το ποσό των 53,80 δρχ. «λόγω καταβληθέντων τον Αύγουστο του 1877 υπό του παρ’ αυτής κληρονομηθέντος συζύγου της Ευγενίου Φάβρου διά λογαριασμόν και τη εντολή του Δήμου Αγυιάς». Μετά από ομόφωνη απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου επιστράφηκε στην Στεφανία Φαβρ το ποσό των 48,80 δρχ. [3].
Παρακάτω παρουσιάζουμε ένα νέο στοιχείο που ενισχύει την άποψη ότι η Στεφανία Φαβρ είχε περιέλθει σε οικονομικό αδιέξοδο μετά τον θάνατο του συζύγου της. Το Κοινοτικό Συμβούλιο της Αθανάτης (Μελίβοιας) κατέθεσε ψήφισμα στο Δημοτικό Συμβούλιο της Αγυιάς (1 Φεβρουαρίου 1887) με το οποίο ζητούσε την άδεια του Δήμου για να εγείρει αγωγή εξώσεως εις βάρος της ενοικιάστριας Στεφανίας Φαβρ για καθυστερούμενα μισθώματα της κοινοτικής μονής Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος. Ως πληρεξούσιοι δικηγόροι της Κοινότητας διορίσθηκαν οι δικηγόροι Λαρίσης Αθανάσιος Μανδαλόπουλος, Νικόλαος Καραστεργίου και Ευστάθιος Ιατρίδης. Το Πρωτοδικείο Λαρίσης δικαίωσε την Κοινότητα αλλά η Στεφανία Φαβρ κατέθεσε έφεση κατά της απόφασης με αποτέλεσμα το Δημοτικό Συμβούλιο της Αγυιάς να αποφασίσει την παράσταση στο Εφετείο Λαρίσης διά των προαναφερθέντων πληρεξουσίων δικηγόρων (8 Ιανουαρίου 1888) [4]. Ίσως αναρωτηθεί κανείς, γιατί η Κοινότητα της Αθανάτης ανέθεσε μία απλή αγωγή εξώσεως σε τρεις φημισμένους και ακριβοπληρωμένους δικηγόρους της Λάρισας; Το πρόβλημα ήταν βαθύτερο, καθώς η Κοινότητα είχε εμπλακεί σε δικαστικούς αγώνες με το Δημόσιο που διεκδικούσε τις προαναφερθείσες κοινοτικές εκτάσεις της μονής, γεγονός που ίσως γνώριζε η Στεφανία Φαβρ περιπλέκοντας ακόμα περισσότερο την υπόθεση.
Παρόλα τα οικονομικά προβλήματα η Στεφανία Φαβρ «προστάτευε» έως έναν βαθμό τη δημόσια εικόνα της που είχε δημιουργήσει τα προηγούμενα χρόνια. Το όνομά της εξακολουθούσε να ακούγεται με σεβασμό από τους κατοίκους της Ρετσάνης που δεν γνώριζαν τα προσωπικά της προβλήματα. Γράφει ο Θεμιστοκλής Ν. Φιλαδελφεύς που την επισκέφθηκε στις 15 Μαΐου 1889: «Πλησίον του μοναστηρίου της Κοιμήσεως κατοικεί από δεκαπενταετίας [1874] η MadameFavre. Είναι ήδη μεσήλιξ, εύχαρις δε και περιποιητική, τόσας δε υπηρεσίας παρέσχεν εις τους κατοίκους, ελεήμων ούσα και φιλάνθρωπος και μάλιστα επί της τουρκοκρατίας, ότε χρησιμοποιούσα την γαλλικήν αυτής εθνικότητα έσωσε πολλούς από τους όνυχας των απανθρώπων τυράννων, ώστε το όνομά της φέρεται μετ’ αγάπης και σεβασμού ανά τα στόματα όλων. Ότε εισήλθον εις το σαλόνι της εξεπλάγην ευρεθείς εντός κομψοτάτης παρισιανής αιθούσης, όπου ουδέν ελλείπει των δυναμένων ν’ αναπαύσωσι το σώμα και να τέρψωσι το βλέμμα, υπάρχει και κλειδοκύμβαλον [πιάνο] ακόμη εις αυτήν την ερημίαν! Ωραία δε είναι και τα τριαντάφυλλα του κήπου της και οι ίασμοι [γιασεμιά] και ο μικρός πήδαξ [συντριβάνι] και οι θρίδακες [μαρούλια] τους οποίους καλλιεργεί ο monsieur Charles [= Κάρολος Βιανέλλι], Ιταλός την καταγωγήναλλ’ έλλην την καρδία και τα ήθη, αρχαίος δε υπάλληλος του ανδρός της, πιστός δε και αφωσιωμένος, εξακολουθών μετά τον θάνατον του συζύγου να διευθύνη τας υποθέσεις και να προστατεύη τα συμφέροντα της απομονωθείσης χήρας. Η madame Favre έχει τόσω ευρύχωρον οικίαν, ώστε θα έπραττεν έργον αληθώς φιλάνθρωπον και φιλόμουσον παρέχουσα τινά δωμάτια υπ’ ενοίκιον εις τους επιθυμούντας αλλά μη τολμώντας διά την έλλειψιν καταλύματος, να επισκεφθώσι την γοητευτικήνεκείνην τοποθεσίαν» [5].
(συνεχίζεται)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Θ. Ν. Φιλαδελφεύς, «Εκδρομή εις Θεσσαλίαν», Εστία (Αθήνα), τ. 28 (Ιούλιος – Δεκέμβριος 1889), σ. 8-10, 20-22 και 38-39.
[2]. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Τοπικό Αρχείο Αγιάς (ΓΑΚ/ΤΑΑ), Αρχείο Δήμου Δωτίου, φκ. 002 [1887-1893], Πρακτικά Δημοτικού Συμβουλίου Δήμου Δωτίου, Συνεδρίαση της 31ης Μαρτίου 1889.
[3]. ΓΑΚ/ΤΑΑ, Αρχείο Δήμου Δωτίου, φκ. 001 [1883-1887], Πρακτικά Δημοτικού Συμβουλίου, Συνεδρίαση της 9ης Νοεμβρίου 1886.
[4]. ΓΑΚ/ΤΑΑ, Αρχείο Δήμου Δωτίου, φκ. 002 [1887-1893], Πρακτικά Δημοτικού Συμβουλίου, Συνεδριάσεις της 1ης Φεβρουαρίου 1887 και της 8ης Ιανουαρίου 1888.
[5]. Θ. Ν. Φιλαδελφεύς, ό.π., σ. 21.
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου