Δεν θα μου έκανε καθόλου εντύπωση το γεγονός – πολλοί ήρθαν τα τελευταία χρόνια άλλωστε στον τόπο μας ελέω οικονομικής κρίσης ή αναζητώντας έναν οικολογικό τρόπο ζωής, μακριά από τη βαβούρα της πόλης – μα με παραξένεψε όταν μου είπαν πως ο συγκεκριμένος έχει στήσει ένα εργαστήριο όπου κατασκευάζει χειροποίητες ηλεκτρικές κιθάρες από ξύλο… κεραυνοβολημένης καστανιάς.
«Πρέπει να μιλήσουμε» του είπα σε μια τυχαία συνάντησή μας. «Όποτε θες» μου απάντησε και το ραντεβού δεν άργησε να κλειστεί. Ανηφόρησα για τη Νιβόλιανη και μέσα από τα στενά δρομάκια της έφτασα στον χώρο του, σ’ ένα απλό, αλλά καταπληκτικό σπίτι, αναπαλαιωμένο με γούστο, με θέα απίστευτη το εύφορο «Δώτιο Πεδίο» και το καταγάλανο Αιγαίο Πέλαγος, δίπλα ακριβώς στο στούντιο ηχογράφησης του Θανάση Παπακωνσταντίνου, όπου ο γνωστός τραγουδοποιός προετοιμάζει αυτά που μετέπειτα τραγουδά όλη η Ελλάδα.
Αφού με ξενάγησε στους δύο ορόφους του κτιρίου, βρεθήκαμε γρήγορα και στην αίθουσα – εργαστήρι. Από τη μια πλευρά ακατέργαστη ξυλεία, από την άλλη, στον τοίχο, κρεμασμένες κιθάρες. Όχι πολλές, τρεις – τέσσερις ήταν, μα πανέμορφες, σωστά έργα τέχνης που η πρώτη σκέψη που σου δημιουργούσαν ήταν «αχ, να ‘παιρνα μία, όχι για παίξιμο, να την είχα μόνο για να στολίσω το σαλόνι μου».
«Μουσικός ή μάστορας;» τον ρωτάω και η απάντηση έρχεται αβίαστα. «Κι από τα δύο» μου λέει κι αρχίζει να μου εξιστορεί το πώς έφτασε και τι γυρεύει στο Μεγαλόβρυσο. «Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη το 1971. Την πρώτη μου κιθάρα μού την έκανε δώρο η γιαγιά μου κι έτσι άρχισα να ασχολούμαι με τη μουσική. Παράλληλα, δούλευα στο χυτήριο του πατέρα μου κι έτσι ασχολιόμουν και με το μέταλλο και με τα καλούπια που ήταν ξύλινα. Ακολουθώντας τ’ όνειρό μου, να γίνω παραγωγός μουσικών οργάνων, αποφάσισα να εγκαταλείψω την πόλη κι επέλεξα να εγκατασταθώ εδώ στον Κίσσαβο και να χρησιμοποιήσω τις γνώσεις μου πάνω στη μεταλλουργία και στο ξύλο δημιουργώντας ηλεκτρικές κιθάρες και ηλεκτρικά μπάσα».
Δεν προλαβαίνω να τον ρωτήσω «γιατί στον Κίσσαβο» και η αιτιολογία δόθηκε αμέσως. «Είναι ένα από τα ωραιότερα βουνά της πατρίδας μας και η ποικιλία σε δέντρα είναι απίστευτη» μου λέει και συνεχίζει «Σφενδάμια, σκλήθρα, ελιές, μαύρες μουριές, καστανιές. Όλα ξύλα που χρησιμοποιούνται στα όργανα, μα το αγαπημένο μου είναι η καστανιά και μάλιστα η κεραυνοβολημένη». «Είναι ιδιαίτερο ξύλο» μου εξηγεί. «Δεν μοιάζει με την υγιή. Έχει πολύ πιο ανοιχτό ήχο και πολύ καλή ακουστικότητα. Το κάψιμο του κεραυνού αλλάζει τη μοριακή του δομή και με την κατάλληλη χρονοβόρα επεξεργασία που ακολουθεί δίνει το επιθυμητό ακουστικό τέλειο αποτέλεσμα».
«Εντυπωσιακό» τον διακόπτω «μα απ’ ό,τι ξέρω» του λέω «εσύ έχεις κατοχυρώσει παγκόσμια πατέντα όχι για τη χρήση της κεραυνοβολημένης καστανιάς, αλλά για το μεταβλητό ηχείο που χρησιμοποιείς μέσα στην κιθάρα».
ΜΕΤΑΒΛΗΤΟ ΗΧΗΤΙΚΟ ΚΟΥΤΙ
«Ο στόχος μου, σαν οργανοποιός, ήταν να φτιάχνω τα δικά μου όργανα, με τις δικές μου ιδέες, με τις δικές μου καινοτομίες και σ’ αυτό το πλαίσιο ξεκίνησα να πειραματίζομαι με τα ξύλα, τους συνδυασμούς των ξύλων, τι ηλεκτρικά θα φοράνε πάνω, το πώς θα μεταβάλλω τον ήχο με φυσικό κι όχι με ψηφιακό τρόπο. Ως κιθαρίστας, ήθελα να συνδυάσω σ’ ένα όργανο τον ήχο ενός συμπαγούς σώματος και μιας ημικοίλης κιθάρας, αισθανόμενος την ανάγκη να φτιάξω ένα όργανο που να μπορεί να δώσει μια μεγάλη ποικιλία από τόνους. Η αναζήτησή μου αυτή, μετά από πολλή σκέψη και πειραματισμό, με οδήγησε στην ιδέα του μεταβλητού ηχητικού κουτιού, στην εξής ευρεσιτεχνία. Δημιούργησα έναν κενό χώρο στην επάνω πλευρά της κιθάρας, όπου ένα κομμάτι ξύλου με χειρολαβή μπορεί να κινηθεί προς τα μέσα και προς τα έξω με μηχανικό τρόπο. Στην κλειστή θέση η κιθάρα ενεργεί σαν μια μασίφ κιθάρα, solid body, με έναν σαφώς καθαρό ήχο καθώς μπορείς εύκολα να ακούσεις τον διαχωρισμό των σημείων ακόμη κι όταν παίζεις δυνατά και σκληρά. Η μετακίνηση της χειρολαβής αντίθετα, σταδιακά απελευθερώνει περισσότερο χώρο στο ηχητικό κιβώτιο φτάνοντας στο επίπεδο μιας ημιακουστικής κιθάρας, semi hollow, με φυσικό τρόπο, δίχως ψηφιακά μέσα».
Και το όνομα αυτής της κιθάρας; «Batraci» μου απαντά με περηφάνια και, ακουμπώντας τις χορδές της, αφήνει λίγες νότες να φύγουν στον αέρα και να χαϊδέψουν τ’ αυτιά μου επιβεβαιώνοντας αυτά τα περί άριστης ακουστικής που τόση ώρα μου ανέλυε.
Η κουβέντα συνεχίστηκε για σχέδια και στόχους. Μου είπε για τη συμμετοχή του πρόσφατα σε σχετική έκθεση στο Λονδίνο, στο «London International Guitar Show», όπου τα «βατράχια» του στήθηκαν δίπλα σε «ιερά τέρατα», όπως τα Gibson, Ibanez, Fender, μου είπε για άλλη μία στο Βερολίνο που θα ακολουθήσει, μου είπε για το ενδιαφέρον που υπάρχει από κιθαρίστες ιδίως ξένων συγκροτημάτων, μου μίλησε για την οικογένειά του, τη σύζυγο, τα δύο παιδιά του, που αυτή τη στιγμή σπουδάζουν στη Θεσσαλονίκη, για τους συνεργάτες του εδώ στη Λάρισα, τον Νίκο Αρβανιτίδη και τον Νίκο Γιαβρόπουλο, για την εξαιρετική τους δουλειά και την άψογη συνεργασία ώστε να υλοποιηθεί αυτό το μοναδικό όργανο, για τους ανθρώπους του Τμήματος Τεχνολογίας Ξύλου κι Επίπλου του ΤΕΙ Καρδίτσας, για τις χρήσιμες συμβουλές τους και την προθυμία τους, όπως λόγου χάρη του καθηγητή κ. Νταλού, να τον βοηθήσουν με τις γνώσεις τους στο μέτρο του δυνατού.
Η επίσκεψη στο εργαστήρι πέρασε ευχάριστα συνομιλώντας, κι αποχώρησα γεμάτος με όμορφα συναισθήματα. Ο Θεόφιλος ώρες μπορεί να σου αραδιάζει ιστορίες για τις κιθάρες του και την κατασκευή τους. Είναι ωραίος τύπος κιόλας. Φαίνεται να τα ‘χει βρει με τον εαυτό του εκεί πλάι στη φύση. Εγώ θα του ευχηθώ γρήγορα να βρει και την καταξίωση στον δρόμο που διάλεξε, και τ’ όνειρό του που κάποτε ακολούθησε, να συνεχίσει να τον εμπνέει γι’ ακόμη καλύτερες δημιουργίες…
ΑΓΙΑ (Γραφείο «Ε»)
Του Νίκου Γουργιώτη