«Τον δικηγορικόν σύλλογον της Λάρισας συγκροτούσι δικηγόροι διακεκριμένοι, οίοι εισί των πρώτων φερόντων οι κ. κ. Αριστοτέλης Ιατρού, Λεωνίδας Αναγνώστου, Αθανάσιος Μανδαλόπουλος, Δημήτριος Γαλανίδης, Θεόδωρος Ιατρόπουλος. Η ευγλωτία του Αθανασίου Μανδαλοπούλου, η αδρά λογική του Αριστοτέλους Ιατρού, η του Λεωνίδα Αναγνώστου αυστηρά και ακριβοδικαία και εύστοχος κρίσις, η του νεαρού Δημητρίου Γαλανίδου ευσυνείδητος και κριτική εξονύχισις των εμπεπιστευμένων αυτώ υποθέσεων, η του Θ. Ιατροπούλου εύστροφος αντίληψις, αποτελούσιν εν συνόλω εγγύησιν περί εμβριθούς μελέτης και περί τελείας εκπληρώσεως του καθήκοντος. Τοιούτοι νομομαθείς τα μέγιστα συμβάλλουσιν εις την ακριβοδικαίαν εξερεύνησιν των διαφορών [2].
Ο εν Λαρίση βίος κατέστη ήδη πολυδάπανος και η αυτόθι διαμονή αποβαίνει επαχθής τω υπαλλήλω. Και ο άρτος βαρύτιμος, και το κρέας, και το βούτυρον, και οι ιχθύς οι θαλάσσιοι, και τα χορταρικά, και τα ωά [αυγά]. Τόπος δε η Λάρισα, εις ήν άλλοτε το κυνήγιονήν ευωνότατον [πωλούνταν σε πολύ προσιτές τιμές], την σήμερον ου μόνον βαρυτιμώτατον[πολύ ακριβό] εστίν, αλλά και δυσεύρετον, διότι, άπαν το κυνήγιον σχεδόν προπωλείται διά την αγοράν των Αθηνών. Επί παραδείγματι δε ο σκολόπαξ [μπεκάτσα], όστις εν έτει 1890 και εν έτει 1896 επωλείτο κατ’ ανώτατον όριον λεπτά πεντήκοντα, την σήμερον δεν ευρίσκεται ούτε και αν πληρωθή μιας δραχμής έκαστος!
Κατά την διαδρομήν από του Δικαστηρίου εις την κατοικίαν και από ταύτης εις τον περίπατον, εν μηνίΔεκεμβρίω του έτους 1905, προσεβλήθην υπό οξείας πνευμονίας, καθ’ ήν διετέλεσα, εν μεταιχμίω [μεταξύ] ζωής και θανάτου, επί οκτώ ημέρας. Κράσις ισχυρά, οργανισμός υγιής, επέμβασις ιατρική ταχεία και ορθή διάγνωσις έσωσάν με εκ βεβαίου θανάτου, αλλά συνεκλόνισαν την υγείαν, ώστε καθίστων δυσχερή την περαιτέραν τακτικήν εργασίαν. Μόλις δε κατά Μάρτιον μήνα του έτους 1906 ησθανόμην ικανάς τας εμάς δυνάμεις όπως εξέλθω του οίκου. Ότε κατά μήνα Απρίλιον, διορισθείς Πρόεδρος των Συνέδρων του Κακουργιοδικείου, κατελάμβανον την έδραν του Προέδρου, μετά κόπου έφερον εις πέρας το έργον, τούτο δε αυτό ησθανόμην και κατά τον επόμενον μήνα, διατελών αύθις ως Πρόεδρος των Συνέδρων. Τότε δ’ επειθόμην ασφαλώς πλέον ότι έπρεπε να αποχωρήσω της υπηρεσίας, ήτις δι’εμέ υπήρξε χείρων [χειρότερη] και μητρυιάς. Τη 31 Ιουλίου 1906 απεχωριζόμην της Λαρίσης, σκοπόν έχων αμετάτρεπτον, ίνα καθυποβάλω την περί αποχωρήσεως εκ την υπηρεσίας αίτησιν, καθό κεκτημένος και την τριακονταπενταετή δικαστικήν υπηρεσίαν, έχων δε συμπληρωμένον το εξηκοστόν έτος της ηλικίας.
Αξιομνημόνευτα θα διαμένωσιν ισοβίως τα εξής γεγονότα, άτινα ενέπεσαν κατά την εποχήν της υποβολής της περί αποχωρήσεως αιτήσεως. Ο υπουργός Δ. Βοτοκόπουλος [=Δημήτριος Βοτοκόπουλος, 1850-1934], μοιπαρίστα την έκπληξίν του διά τι απεφάσισα να αποχωρήσω της υπηρεσίας, εγώ, όστις παρέχω εγγύησιν τη υπηρεσία. Απεκρινόμην ότι η υπηρεσία εφάνημοι και επί της υπουργίας του χείρων και μητρυιάς. Εσίγα ο ανήρ. Έσπευσε να καθυποβάλη το Β. Διάταγμα της αποχωρήσεως, αποφασισθείσηςολομελεία του Αρείου Πάγου. Το Β. Διάταγμα, προσυπογεγραμμένον υπό του οικείου υπουργού Δ. Βοτοκοπούλου, εφείδετο δύο λέξεων [έλειπαν δύο λέξεις], όπως εκφράση την Βασιλικήν ευαρέσκειαν διά την μακράν υπηρεσίαν εις τον δικαστήν, όστις υπό του Υπουργού προ τινών ημερών επωνομάσθη «εγγύησις τη υπηρεσία». Υποθέτω ότι ο κ. Βοτοκόπουλος εκ λήθης [εκ παραδρομής] προέβη εις την παράλειψιν αυτήν. Ο δε Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου, ο κ. Δ. Τζιβανόπουλος [= Δημοσθένης Τζιβανόπουλος, 1838-1921], έλεγέμοι ότι κακώς πράττω να αποχωρήσω της υπηρεσίας, επιλαθόμενος [ξεχνώντας] ίσως ότι προ τινών ετών, εισάγων με ενώπιον του Αρείου Πάγου, συνερχομένου εν Ολομελεία, ίνα κριθώ μεταξύ πολλών άλλων, ένεκα δύο, αναξίων καν λόγου πειθαρχικών ποινών, αν έπρεπε να μείνω τη υπηρεσία, επρότεινε κατηγορηματικώς την εκ της υπηρεσίας αποχώρησιν. Αλλά η ολομέλεια του Αρείου Πάγου άλλως έκρινε και εθεώρει με διατηρητέον εν τη υπηρεσία.
Εν συμπεράσματι, δύναμαι ειπείν ασφαλώς ότι εν τη δημοσία υπηρεσία, εν ή διέτριψα επί συνεχή έτη πέντε προς τοις τριάκοντα, επορίσθην πολλά διδάγματα, επεσκέφθην πολλούς τόπους της Ελλάδος, εγνώρισα επιτοπίως ήθη και έθιμα, απεκόμισα εξ όλων αυτών πολλήν στωικότητα [καρτερικότητα], ήτις μοιδιήνοιξε τους οφθαλμούς [μου άνοιξε τα μάτια], ίνα ορθότερον κρίνω την κοινωνίαν και τους ιθύνοντας αυτήν. Ίνα πεισθώ ότι εν Ελλάδι ο λαός παν άλλο διδάσκεται ή την ηθικήν [εκτός από την ηθική], ότι οι πολιτευταί σχεδόν πάντες μεταχειρίζονται την απάτην ίνα προάγωνται, ότι ο λαλών και ασκών την αλήθεια παροράται [παραβλέπεται], ότι προάγεται ο καταχραστής, ότι η αρετή παραγκωνίζεται, ότι η θρησκεία δεν τιμάται. Ότι δε η Δικαιοσύνη, το βάθρον πάσης πολιτείας, διασαλεύεται πρόρριζα [ολοκληρωτικά] και παρ’ αυτών έτι των τεταγμένων ως ανωτάτων αυτής ιθυντήρων [αυτοί που διευθύνουν].
Ενταύθα λήγουσιν αι αναμνήσεις εκ των περιηγήσεων ανά την Ελλάδα επί σειράν ετών τριακονταπέντε. Αι αναμνήσεις αύται ώχοντοαπιούσαι [φεύγουν ανεπιστρεπτί] «sicutnubes, quasinaves, velutumbra» [όπως τα σύννεφα, όπως τα πλοία, σαν σκιά]. Την δε 8ην Οκτωβρίου του σωτηρίου έτους 1906 τάσσομαι εν τω καταλόγω των πολιτικών συνταξιούχων του Κράτους. Η ημέρα αύτη είναι των ευεργετίδων εις εμέ. Δύναμαι ήδη να ειπώ μετά παρρησίας, ότι πάντοτε, όση εμοί δύναμις, εξεπλήρωσα πιστώς το εμόν καθήκον. Δύναμαι να βεβαιώσω ότι πάντοτε σχεδόν ετέθην «εν καρός αίση» [ακολούθησα την μοίρα μου]. Δύναμαι δε να επαναλαμβάνω μετά βεβαιότητος ότι αχαρίστως προς εμέ προσηνέχθη η Πολιτεία».
Όπως ήδη αναφέρθηκε και στο Α’ μέρος του άρθρου, ο Κωνσταντίνος Δραγούμης μετά από τη συνταξιοδότησή του ασχολήθηκε με τη συγγραφή άρθρων και μελετών ποικίλου περιεχομένου που φιλοξενήθηκαν σε διάφορα φιλολογικά περιοδικά. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζουν οι «Περιηγήσεις ανά την Ελλάδα» που γράφτηκαν μεταξύ των ετών 1910-1911. Ο ίδιος απεβίωσε στην Αθήνα το 1926.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Κωνσταντίνος Δραγούμης, «Περιηγήσεις ανά την Ελλάδα», Αθήναι (Αθήνα), τ. 3 (1911), τχ. 3 (Μάρτιος 1911), σ. 3111-3117. Ειδικώς, σ. 3115-3117.
[2] Για την ιστορία του Δικηγορικού Συλλόγου της Λάρισας βλ. Αριστείδης Παπαχατζόπουλος [επιμ.], Συμβολή στην Ιστοριογραφία του Δικηγορικού Συλλόγου Λαρίσης. Τόμος Ι (1881-1940). Λάρισα: ΔΣΛ, 2016.
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου