«Κατά τον μήνα Μάρτιον του έτους 1890 μετετέθην εκ Λαρίσης εις το Εφετείον Αθηνών χηρευούσης θέσεως Εφέτου, ως εκ του προβιβασμού ενός των Εφετών εις την θέσιν του Αρεοπαγίτου. Τονίζω δε την μετάθεσιν ταύτην, καθόσον η Κυβέρνησις του Χαριλάου Τρικούπη ήτις τότε προΐστατο των κοινών, κατά κανόνα απαράβατον δεν μετέθετε δικαστήν επί μία ολόκληρον διετίαν, εκτός αν μη, εχήρευεν η θέσις είτε διά προβιβασμού, είτε διά θανάτου».
Δεύτερη περίοδος: 1895-1897
«Η διαδεξαμένη την Κυβέρνησιν αυτήν Κυβέρνησις υπό τον Πρωθυπουργόν Θ. Π. Δηλιγιάννην μη αποβλέπουσα εις άλλον λόγον ή απλώς και μόνον εις ικανοποίησιν φίλων προσώπων μετέθετεν εκ του Εφετείου Αθηνών πεντάδα Εφετών εις τα διάφορα Εφετεία του Κράτους, εμέ δε ετοποθέτησεν εις το Εφετείον Λαρίσης εις ό μετέβην κατά μήνα Δεκέμβριον του έτους 1895. Πρόεδρος του Εφετείου Λαρίσης ήν τότε ο Βασίλειος Χ. Παμπούκης, Εφέται δε ο Αριστείδης Νικολαΐδης, Λάμπρος Ροϊλός και Αναστάσιος Ιω. Σουλτάνης. Ο Πρόεδρος του Εφετείου, υπό έποψιν μορφώσεως και αγχινοίας [ευστροφίας] τέλειος επιστήμων, ατυχώς τέλεον [πλήρως] εστερείτο ικανότητος διοικητικής – τουναντίον υπό φιλαυτίας [εγωισμού] υπερμέτρου κατείχετο και αντί να συνέχη την των δικαστών σύμπνοιαν, προκάλει την διχόνοιαν. – Ραθύμως εργαζόμενος, απέφευγε να προεδρεύη του Δικαστηρίου και ούτω ανεπλήρου αυτόν ο αρχαιότερος κατά το διάταγμα του διορισμού του Εφέτης και ούτος ήμην εγώ ο γράφων τας περιηγήσεις ταύτας. Αλλά η αποχή του Προέδρου από της εργασίας ήν η αφορμή παραπόνων εκ μέρους των δικαζομένων και των δικηγόρων και εκ μέρους των δικαστών επ’ ίσης, καθ’ όσον επεβαρύνοντο δι’ εργασίας μείζονος. Η εκ μέρους εμού υπόδειξις του ατόπου, ό επήρχετο εις την εργασίαν του Δικαστηρίου, ουδεμιάς ετύγχανε προσοχής και ούτω οι συνάδελφοι φανερώς πλέον εξεφράζοντο εναντίον του Προέδρου, όστις όμως μετ’ ού πολλούς μήνας μετετέθη εις το Εφετείον των Αθηνών, βραβευόμενος ούτω επί τη ραθυμία[τεμπελιά] […].
Ο Θεμιστοκλής Βλάχος διεδέχετο εν Λαρίση ως Πρόεδρος των Εφετών τον Β. Χ. Παμπούκην. Δεν δύναμαι να χαρακτηρίσω τον Θ. Βλάχον, δικαστήν μέτριον και εστερημένον αυτοβουλήσεως. Εχειροτονήθη, ως ειπείν, εις την θέσιν του Προέδρου Εφετών υπό της υπηρεσιακής Κυβενήσεως του Κυρίου Κωνσταντίνου Κωνσταντοπούλου, ίνα πληρωθή χηρεύουσα θέσις. Ομολογώ δε ότι αδυνατώ, εγώ τουλάχιστον, να νοήσω τίνες λόγοι έπειθον την Κυβέρνησιν να προαγάγη τοιούτον δικαστήν εις τοιαύτην θέσιν.
Περί τα τέλη του έτους 1896 η Ελλάς παρεσκευάζετο προς πόλεμον εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η Λάρισα επί τω Πηνειώ ήν το κέντρον της δράσεως, ως εκ της θέσεώς της, της γεωγραφικής. Δραστηριότητα δε ενήργει και η «Εθνική Εταιρεία», ήτις παρέσυρε την Κυβέρνησιν του Θ. Π. Δηλιγιάννη εις την απονενοημένην εκείνην πράξιν. Άπασαι αι καταβαλλόμεναι προσπάθειαι παρά της Διοικητικής αρχής, όπως μη οργανώνονται σώματα και ομάδες πολεμιστών, σκοπουσών[που είχαν ως σκοπό] την παρενόχλησιν της ομόρου επικρατείας. Άπασαι αύται αι προσπάθειαι εξουδετερούντο υπό των μελών της Εθνικής Εταιρείας εχούσης μέλη εντίμους αστούς και εγκρίτους στρατιωτικούς. Και εις εμέ επροτάθη ίνα καταταχθώ εις την τάξιν των μελών της Εθνικής Εταιρείας, αλλά εγώ ηρνήθην, τούτο μεν διότι εθεώρησα ότι το αξίωμα του δικαστικού είναι ασυμβίβαστον προς άλλην τινά θέσιν, ήκιστα [με κανέναν τρόπο] δε εις μέλος Εταιρείας μυστικής, τούτο δε διότι και τον σκοπόν της Εταιρείας ταύτης έκρινα ως απροσδιόνυσον[ασυμβίβαστο] εις τα συμφέροντα τη Πατρίδι.
Η άρνησις αύτη απήρεσκε τη Εθνική Εταιρεία, τοσούτω δε μάλλον, καθ’ όσον πολλοί των σημαινόντων Μακεδόνων συνεβουλεύοντο εμέ περί της θέσεώς των και φυσικώταταεγνώριζον οι της Εθνικής Εταιρείας ότι εγώ δεν ηδυνάμην να συμβουλεύσω άντικρυς άλλα των όσων εγώ εφρόνουν. Τούτου ένεκεν διενήργησαν εν Αθήναις την εις άλλον τόπον μετάθεσίν μου, ήτις επραγματοποιήθη κατά το πρώτον δεκαήμερον του μηνός Ιανουαρίου του έτους 1897. Και διά να επιτευχθή η μετάθεσις αύτη υπεστήριζον ότι εγώ διήγειρον τους εν Λαρίση και τοις περιχώροις Μακεδόνας, ίνα μετάσχωσι των συμμοριών των κατά της Τουρκίας οργανουμένων. Η μέθοδος αύτη, Μακιαβελική, απέβη ωφέλιμος εις τον σκοπόν των και ούτω μετετέθην εις Πάτρας, ευχόμενος ολοψύχως την ευόδωσιν του Εθνικού έργου των οργανωτών της απελευθερώσεως από του ζυγού του τυράννου των αλυτρώτων αδελφών Μακεδόνων και Ηπειρωτών.
Διετέλουν Πρόεδρος του Δικαστηρίου των Συνέδρων της Συνόδου του μηνός Ιανουαρίου 1897, ότε εδημοσιεύθη εν τη Εφημερίδι της Κυβερνήσεως το Β. Διάταγμα της μεταθέσεώς μου εις Πάτρας και ο Εισαγγελεύς παρ’ Εφέταις, κατανοών ότι η κοινοποίησιςεμοί του Διατάγματος της μεταθέσεως ήθελεν αποβή επιζήμιος κατά την κρίσιν του, εις τας μελλούσας να εκδικασθώσι δίκας εις το Κακουργιοδικείον, ανέβαλεν επί είκοσιν ημέρας, ως εδικαιούτο υπό του νόμου, την κοινοποίησιν της μεταθέσεώς μου, ίνα εν τούτω τω μεταξύ αποπερατωθή η εκδίκασις των εν τω πινακίω του Δικαστηρίου των Κακουργιοδικών εκκρεμών δικών. Διά τας τελευταίας πέντε ημέρας της συνόδου είχεν προσδιορισθή προς εκδίκασιν μία σπουδαιοτάτη δίκη, εις υποστήριξιν της οποίας είχονκλητευθή περί τους εκατόν μάρτυρας της κατηγορίας, πολλοί των πολιτικώς εναγόντων και πάμπολλοι της υπερασπίσεως […]. Της δίκης ταύτης αιτία εγένετο συμπλοκή γενομένη υπό των περιοίκων της λίμνης Βοιβηίδος (Κάρλα) εριζόντων περί την καλλιέργειαν της κοίτης ταύτης, αποξηρανθείσης της λίμνης […].
Τη 7 Φεβρουαρίου 1897 επέβαινον του Σιδηροδρόμου Λαρίσης-Βώλου, εγκαταλείπων την Θετταλίαν, προς μετάβασίν μου εις την νέαν εν Πάτραις θέσιν μου. Η αμαξοστοιχία εβράδυνε να εκκινήση, καθόσον οι υπάλληλοι ασχολούνται προς εκφόρτωσιν της κανονιοστοιχίας της πεδινής της υπό την διοίκησιν του λοχαγού του πυροβολικού βασιλόπαιδος Νικολάου. Της κανονιοστοιχίας ταύτης είς των αξιωματικών ήν ο Παύλος Μ. Μελάς. Έπαλλεν η καρδία υπό συγκινήσεως πατριωτικής και υπό αισθημάτων φόβου μήτοι αι πομπώδεις αύται προετοιμασίαι ήσαν κόνις επί των ομμάτων [στάχτη στα μάτια] ριπτομένη παρά των εχόντων το συμφέρον διαβουκολήσεως[παραπλάνηση με απατηλές υποσχέσεις] του πολλού κοινού. Και οι φόβοι απέβησαν όπως εφανταζόμην […]. Οπισθοχώρησεν ολόκληρος στρατιά ηγουμένου αυτής του αρχιστρατήγου Διαδόχου του Θρόνου Κωνσταντίνου, του τεταγμένου ίνα οδηγήση αυτήν εις τα πεδία του θριάμβου και της δόξης».
(Συνεχίζεται)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Κωνσταντίνος Δραγούμης, «Περιηγήσεις ανά την Ελλάδα», Αθήναι (Αθήνα), τ. 3 (1910), τχ. 11-12 (Νοέμβριος – Δεκέμβριος), σ. 2868-2875. Ειδικώς, σ. 2868-2871.
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου