Ο Σήφης Βοτζάκης επιμελείται το «Μικρόφωνο στα γήπεδα», μια εκπομπή που μετράει δεκαετίες και αναρίθμητους φίλους σε όλη τη χώρα. Για όσους δεν ασχολούνται με το είδος, είναι μια εκπομπή που γυρίζει όλα τα γήπεδα της Ελλάδας ανεξαρτήτου κατηγορίας και μεταφέρει σκορ, φάσεις, δηλώσεις, εμπειρίες…
«Αχ, η Λάρισα, τι ομάδα» λέει με αναστεναγμό όταν απαντάει στο προκαθορισμένο τηλεφωνικό ραντεβού. Μα πριν «ανοίξει» το κουτί των αναμνήσεων, τού ζητάμε να μας μιλήσει γι’ αυτή τη ραδιοφωνική ζωντανή ιστορία.
Εξηγεί πως στα 48 του μετράει κοντά 30 χρόνια στον χώρο. Γεννημένος στο Ρέθυμνο, βρέθηκε φαντάρος στη Ρόδο κάνοντας περιγραφές αγώνες του Διαγόρα. Από εκεί στην Αθήνα, στην εφημερίδα Μεσημβρινή, Αντ1 και μετά ΕΡΑ Σπορ. Το 1999 παίρνει τη σκυτάλη από τους Κώστα Μότση και Ηρακλή Κοτζιά και τους θυμάται με μεγάλο σεβασμό. Από τότε μέχρι και σήμερα η μπάσα φωνή του μοιράζει τα μικρόφωνα στα γήπεδα.
«Είμαι προφανώς η Νατάσσα Συρεγγέλα του αθλητικού ρεπορτάζ» λέει με χιούμορ και συμπληρώνει «Όπως όλοι γνωρίζουμε, ένα όνομα που έκανε τους υπότιτλους αλλά δεν γνωρίζαμε ποια ήταν, έτσι και με μένα συμβαίνει το ίδιο».
Και ξαφνικά μπαίνει στο Facebook και όλοι βλέπουν το πρόσωπό του. Μετράει 5.000 φίλους μέσα σε λίγες ημέρες «Γι’ αυτό το έκανα» λέει «για να δει και ο κόσμος ποιος είμαι». Από τότε όμως δεν προλαβαίνει να απαντάει στα μηνύματα των ακροατών του «το μεγαλύτερο κέρδος από τη μέχρι τώρα επαγγελματική μου πορεία είναι η τεράστια αγάπη του κόσμου» υπογραμμίζει.
Γι’ αυτό αποφασίζει να δημοσιεύει το φωτογραφικό του αρχείο από χαρτάκια που είναι πραγματικός θησαυρός για τους «φαν» του είδους.
«Ένας δημοσιογράφος του αθλητικού ρεπορτάζ που σέβεται τον εαυτό του και τον ακροατή ή τον αναγνώστη θα πρέπει να έχει αθλητικό υπόβαθρο. Παραστάσεις, γνώσεις και βάση δεδομένων. Αυτό λείπει από τη σύγχρονη δημοσιογραφία» και διευκρινίζει πως οι περισσότεροι νέοι δημοσιογράφοι βασίζονται δυστυχώς στο αρχείο του διαδικτύου.
Μα είναι και αυτό το ίντερνετ. Σάρωσε τις έως πρότινος παραδοσιακές ταχύτητες στην ενημέρωση «Μα το ράδιο αντέχει ακόμα. Περνάει δύσκολα γενικά, μα η εκπομπή έχει ένα πλεονέκτημα. Όταν μπαίνει γκολ το ακούς εκείνη την ώρα. Σε όποιο σημείο της Ελλάδας μπει και σε όποια κατηγορία κι αν είναι ο αγώνας».
Ακούγεται ρομαντικό και ενδιαφέρον. Κι έτσι πρέπει να είναι «Στο ραδιόφωνο δεν βαριέσαι ποτέ. Πόσο μάλιστα σε έναν τομέα που αγαπάς».
Λέει για αγάπη και εξηγεί πως είχε μεγάλη αγάπη στη γεωγραφία. «Την ποδοσφαιρική γεωγραφία όμως» εξηγεί, καθώς «Δεν θα ήξερα ποτέ το Τρονχάιμ για παράδειγμα αν δεν υπήρχε η Ρόζεμποργκ» και κάπως έτσι έμαθε όλη την Ευρώπη. Κάθε περιοχή στο μυαλό του αντιστοιχεί σε μία ομάδα. Αντρική σκέψη...
Κι όταν ακούς Λάρισα ρε Σήφη, τι σου έρχεται στο μυαλό; Τον ρωτάμε
«Η πρώτη λέξη είναι η μεγάλη ΑΕΛ που είναι έρωτας. Αγάπησα το ποδόσφαιρο από την ΕΑ Ρεθύμνου λόγω καταγωγής, μα από το 1982 έως και το 1988 ό,τι ομάδα και να ήσουν, αγαπούσες την ΑΕΛ». Θυμάται τη χρονιά του πρωταθλήματος και πίστεψε ότι ήταν η μεγάλη ευκαιρία του ελληνικού ποδοσφαίρου να αλλάξουν οι ισορροπίες. «Δυστυχώς όμως χάθηκε η ευκαιρία» υπογραμμίζει.
Τον αφήνεις να μιλάει για το τσαγανό του Βαλαώρα και τις μαγικές ενέργειες του Καραπιάλη και νομίζεις πως ακούς ραδιόφωνο και είσαι έτοιμος να πανηγυρίσεις. Σου λέει ιστορίες για τον Μητσιμπόνα, τον Γκαλίτσιο, τον Ανδρεούδη, τον Μαλουμίδη, τον Ζιώγα, τους Πολωνούς, τον φίλο του τον Τσιώλη, τους τερματοφύλακες Θεολόγη Παπαδόπουλο και Γιώργο Πλίτση και τσατίζεσαι όταν σκέφτεσαι τις καραβιές ξένων που αλλάζουν κάθε 4μηνο.
Αλλάζουμε γήπεδο και τον ρωτάμε αν υπάρχει χώρος για το κρατικό ραδιόφωνο και δη το αθλητικό με αφορμή την πρόσφατη περιπέτεια. Χαρακτηρίζει έγκλημα αυτό που είχε γίνει με το κλείσιμο της ΕΡΤ αλλά λέει με μια ντρίπλα «Είναι να σα να με ρωτάς αν υπάρχει χώρος στο ποδόσφαιρο για τη μεγάλη ΑΕΛ»…
Και κάπου εδώ αγαπητοί ακροατές άλλη μια εκπομπή έφτασε στο τέλος της.
Του Κώστα Γκιάστα