Αριστούχος διδάκτορας της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι και επιστρέφοντας στην Ελλάδα ακολούθησε τον δικαστικό κλάδο. Νυμφευμένος με την Αικατερίνη Βαλσαμάκη, υπηρέτησε τη Θέμιδα σε πολλές πόλεις της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδος. Μετά από την απελευθέρωση της Θεσσαλίας διορίσθηκε αρχικά στο Πρωτοδικείο των Τρικάλων (Αύγουστος 1885) και μετέπειτα στο αντίστοιχο του Βόλου (Νοέμβριος 1885). Στο τελευταίο παρέμεινε επί εξάμηνο μετατεθείς εκ νέου στην Αθήνα (Μάιος 1886).
Το 1888 προήχθη σε εφέτη και μετατέθηκε στο Εφετείο Λαρίσης, στο οποίο παρέμεινε μέχρι τον Μάρτιο του 1890. Στη συνέχεια μετατέθηκε στο Εφετείο της Αθήνας. Για λόγους κομματικούς η κυβέρνηση Θ. Δελιγιάννη «έφερε» στην πρωτεύουσα πέντε εφέτες «φιλικώς διακείμενους» προς την κυβέρνηση και μετέθεσε ισάριθμους στην επαρχία. Ο Κωνσταντίνος Δραγούμης ήταν ένας από αυτούς που μετατέθηκε το 1895 για δεύτερη φορά στη Λάρισα. Τον Ιανουάριο του 1897 κατηγορήθηκε από τα ανώτατα κλιμάκια της δικαιοσύνης ότι «διήγειρε τους εν Λαρίση και τοις περιχώροις Μακεδόνας ίνα μετέσχωσι των συμμοριών των κατά της Τουρκίας οργανουμένων». Οι κατηγορίες αυτές οι οποίες προφανώς έβρισκαν ερείσματα στην καταγωγή της οικογένειάς του, τον «οδήγησαν» στο Εφετείο της Πάτρας. Αναχωρώντας από τον σιδηροδρομικό σταθμό της Λάρισας για το λιμάνι του Βόλου (7 Φεβρουαρίου 1897), ο Κωνσταντίνος Δραγούμης συναντήθηκε με τον Παύλο Μελά που μόλις είχε αφιχθεί μαζί με άλλους αξιωματικούς υπό τη διοίκηση του λοχαγού του Πυροβολικού βασιλόπαιδα Νικολάου.
Στις αρχές του 20ού αιώνα οι μεταθέσεις του διαδέχονταν η μία την άλλη: Λευκάδα (Ιανουάριος 1900), Μεσολόγγι (Μάιος 1900), Πάτρα (Ιούνιος 1901), Κέρκυρα (Απρίλιος 1903) και Πάτρα (Οκτώβριος 1903). Τον Αύγουστο του 1904 μετατέθηκε για τρίτη φορά στη Λάρισα όπου υπηρέτησε μέχρι τις 31 Ιουλίου 1906. Συνταξιοδοτήθηκε λίγους μήνες αργότερα (8 Οκτωβρίου 1906). Έκτοτε και μέχρι τον θάνατό του (1926) ασχολήθηκε με τη συγγραφή άρθρων και μελετών ποικίλου περιεχομένου που φιλοξενήθηκαν σε διάφορα φιλολογικά περιοδικά. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζει μία ιδιαίτερα εκτενής μελέτη με τίτλο «Περιηγήσεις ανά την Ελλάδα», η οποία δημοσιεύθηκε το 1910–1911 (σε συνέχειες) στο περιοδικό «Αθήναι» (παράρτημα της εφημερίδας «Αθήναι») που εξέδιδε ο Γεώργιος Πώπ (1872-1946). Στη μελέτη αυτή, που αποτελεί στην ουσία μία καταγραφή της προσωπικής και υπηρεσιακής του διαδρομής μεταξύ των ετών 1871–1906, ο Κωνσταντίνος Δραγούμης μάς παρέχει πληροφορίες για τις πόλεις που υπηρέτησε και τους ανθρώπους που συναναστράφηκε, διανθισμένες με σημειώσεις αρχαιολογικού, λαογραφικού, θρησκευτικού και εθνολογικού ενδιαφέροντος.
Οι σημειώσεις του από τη διαμονή του στη Λάρισα και τη θητεία του στο Εφετείο της πόλης καλύπτουν τρεις περιόδους. Διατηρήσαμε τη γλωσσική υφή του κειμένου παραθέτοντας σε αγκύλες μερικές επεξηγηματικές σημειώσεις.
Πρώτη περίοδος: 1888-1890 [3]
«Αναλαβών τα καθήκοντα του Εφέτου εν Λαρίση, συνηντώμην μετά του Προέδρου του Εφετείου Παναγιώτη Μενελάου και των Εφετών Αντωνίου Βασιλείου, Σπυρίδωνος Αραβαντινού [4] και Κωνσταντίνου Παρασκευαΐδου [5]. Ο κ. Μενέλαος επιμελής δικαστής και φιλόπονος εστερείτο όμως διοικητικής ικανότητος και ήγετο και εφέρετο υπό των συναδέλφων. Ο Αντώνιος Βασιλείου ήν αγχίνους [εύστροφος], ουκ οίδα δε τινί λόγω η γνώμη αυτού η δικαστική συνήθως δεν επεκράτη. Ο Σπυρίδων Αραβαντινός και ευφυής και φιλόπονος, συνδεδεμένος ων με τον τόπον διά πολλών εκ μακροχρονίου διαμονής σχηματισθεισών σχέσεων, παρείχεν αφορμάς δισταγμών τοις δικαζομένοις περί του έργου, ενώ ο Κωνσταντίνος Παρασκευαΐδης ευθύτατος, επιμελέστατος, μη έχων κρίσιν, ειργάζετο επιπολαίως. Ο διευθύνων την Εισαγγελίαν των Εφετών αντεισαγγελεύς Χαράλαμπος Σοφιανός περί πολλά ενδιατρίβων [ασχολούμενος] άσχετα τω έργω, ύποπτος συχνάκις απέβαινε τη τε κοινωνία και του Δικαστηρίου. Αύτη τότε η όψις του προσωπικού του Εφετείου Λαρίσης. Οίκημα συνεδριάσεων ήν σεσαθρωμένον τι οίκημα, ανήκον ποτέ Ιουδαίω και ό ιδιοκτησία εγένετο τότε βουλευτού της Επαρχίας Λαρίσης της επί του Πηνειού.
Διορίζομαι πρόεδρος του δικαστηρίου των Συνέδρων της Συνόδου του μηνός Μαρτίου 1888. Αι πρώται εισαχθείσαι δίκαι εξεδικάσθησαν ακριβοδικαίως, μία δε μόνη των δικών, ήτις αδύνατον απέβαινε να κριθή ορθώς, ήν η επί φόνω εκ προμελέτης του Βλαχόμπεη. Η ενεργηθείσα ανάκρισις εν Τρικκάλοις ήν τόσον ατελής, μεροληπτική και επιπόλαιος, ώστε οι ένορκοι, ευρεθέντες ενώπιον αμφιβολιών, απεφάνθησαν ότι οι κατηγορούμενοι δεν διέπραξαν την εις αυτούς αποδοθείσαν πράξιν. Η δίκη αυτή παρέσχε μοι αφορμήν ίνα δημοσιεύσω λεπτομερείας περί της ενεργηθείσης ανακρίσεως και να επιστήσω την σοβαράν των αρμοδίων προσοχήν [6].
(συνεχίζεται)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[ ]. Τα άλλα αδέλφια του ήταν: 1) η Ελένη (σύζυγος του Π. Α. Γεωργαντά), 2) ο Μάρκος, 3) ο Εμμανουήλ (1859-1917) ο οποίος σπούδασε στη Χαϊδελβέργη και εργάστηκε ως τμηματάρχης στο Υπουργείο των Οικονομικών. Ήταν νυμφευμένος με την Αικατερίνη Ψύχα. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός», 4) ο Δημήτριος (1855-1941) που σπούδασε νομικά στην Αθήνα και το Παρίσι και ασχολήθηκε με τον τραπεζικό τομέα. Ήταν νυμφευμένος με την Ιουλία Πασπάτη – Σκυλίτση (1858-1937). Φωτογραφικά και άλλα τεκμήρια των προαναφερθέντων φυλάσσονται στην Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών (Γεννάδειος Βιβλιοθήκη): Αρχείο Οικογένειας Στέφανου και Ελίζας Δραγούμη, αρ. GR GL DF 026, φκ. 6.
[2]. Ο αδελφός του Νικόλαος Μ. Δραγούμης ήταν ο πατέρας του νομικού Στέφανου Δραγούμη (1842-1923), ο οποίος διετέλεσε πρωθυπουργός της Ελλάδος (1910).
[3]. Κωνσταντίνος Δραγούμης, «Περιηγήσεις ανά την Ελλάδα», Αθήναι (Αθήνα), τ. 3 (1910), τχ. 10 (Οκτώβριος 1910), σ. 2794-2799. Ειδικώς, σ. 2794-2795.
[4]. Βλ. Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου, «Σπυρίδων Αραβαντινός (1843–1906): Εφέτης της Λάρισας και Υπουργός Δικαιοσύνης», Ελευθερία (Λάρισα), φ. 33250 (27 Νοεμβρίου 2016).
[5]. Βλ. Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου, «Κωνσταντίνος Παρασκευαΐδης (1840-1903): Ο «εκκεντρικός» και «ιδιόρρυθμος» Εφέτης της Λάρισας», Ελευθερία (Λάρισα), φ. 32526 (26 Οκτωβρίου 2014).
[6]. Σε πολυσέλιδη αναφορά του από τη Λάρισα (20 Ιουνίου 1888), ο Δραγούμης στηλιτεύει εκτός των άλλων και τις προσωπικές και επαγγελματικές σχέσεις των ενόρκων με τους κατηγορούμενους: «Εις την Λάρισσαν οι κατοικούντες ένορκοι απησχολημένοι όντες και συνδεδεμένοι σχέσεσι και υποχρεώσεσι τοις δικαζομένοις είτε τοις εαυτών συγγενέσι δεν δύνανται ως δει να δικάζωσιν». Βλ. Κωνσταντίνος Δραγούμης, «Εργασίαι Κακουργιοδικείου Λαρίσης της Α΄ Τακτικής Συνόδου του έτους 1888», στο: Σ. Κ. Μπαλάνος [επιμ.], Εφημερίς της Ελληνικής και Γαλλικής Νομολογίας, Αθήνησιν: εκ του τυπογραφείου Αλεξάνδρου Παπαγεωργίου, 1888, τ. Ζ΄, τχ. ΙΑ΄, σ. 584-588. Ειδικώς, σ. 585.
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου