Ο παππούς του Κωνσταντίνου Κουτσουμπλή, με το ίδιο ονοματεπώνυμο, προφανώς ούτε θα φανταζόταν ερχόμενος να μείνει στην Ανθούπολη της Λάρισας ως σιδηροδρομικός πριν από πολλά χρόνια, πως ένα από τα εγγόνια του θα έμενε πάνω στις ράγες μιας μάλλον ξεχασμένης παράδοσης. Ξεχασμένης είπαμε; Περιμένετε λιγάκι…
Σπούδασε ναυπηγός στο Πολυτεχνείο και έπειτα έκανε μεταπτυχιακό στην Ολλανδία. Εδώ και χρόνια εργάζεται σε ναυτιλιακή εταιρεία. Δευτέρα με Παρασκευή ολημερίς. Μα σαν πιάσει το Σαββάτο μεταμορφώνεται. Πιάνει τις καλοδουλεμένες του φιγούρες, στήνει τα μερακλίδικα σκηνικά του και ξεκινάει πίσω από τη λάμπα.
Στα 34 του χρόνια ίσως να είναι ο μοναδικός καραγκιοζοπαίχτης με μεταπτυχιακό στην Ελλάδα.
«Οι δικοί μου λένε πως είμαι ευτυχισμένος». Το ίδιο εισπράξαμε κι εμείς καθώς έχει τη δυνατότητα μέσα από τη δουλειά του να χρησιμοποιεί τις γνώσεις του, από την εκπαίδευση και μέσα από το θέατρο σκιών εκφράζει προσωπικά στοιχεία του εαυτού του «Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο καραγκιόζης σαν πρόσωπο είναι το alter ego του καραγκιοζοπαίχτη. Άρα ουσιαστικά εγώ μέσα από τον καραγκιόζη περνάω τον εαυτό μου και έχω όλους τους άλλους ήρωες που είναι συμβολικοί να συνδιαλέγομαι μαζί τους. Οπότε είμαι ευτυχισμένος και ευχαριστημένος».
Την επόμενη Κυριακή θα βρεθεί στον γειτονικό Βόλο (lab art), για να δώσει δύο παραστάσεις. Η μια είναι το καρναβάλι του Καραγκιόζη. Όμως η άλλη, η βραδινή, είναι μια παράσταση διαφορετική. Για ενήλικους με τίτλο «ο Καραγκιόζης και το φονικό εργαλείο» και όπως το πάρει κανείς «Χωρίς να γίνεσαι χυδαίος αλλά μόνο με ωραία σάτιρα» προλαβαίνει να ξεκαθαρίσει.
«Το βασικό συστατικό του θεάτρου είναι ο λόγος. Το θέατρο σκιών όμως βασίζεται στον αυτοσχεδιασμό. Υπάρχει ένας καμβάς στο μυαλό μας και μέσα από αυτόν οδηγούμε την παράσταση. Το πώς όμως θα φτάσουμε από το ένα στάδιο στο άλλο, δηλαδή από την αρχή στη μέση και στο τέλος έχει σχέση με το εκάστοτε κοινό» εξηγεί «Υπάρχει διαδραστικότητα είτε είναι παιδικό, είτε οικογενειακό είτε ενήλικο χτίζεις μέσα από τις διάφορες ατάκες και τον λόγο την παράστασή σου».
Η αρχή σύμφωνα με τον ίδιο είναι πολύ σημαντική γιατί «παρατηρείς το κοινό σου και το ψυχολογείς. Μετά βλέπεις τα βέλη που έχεις στη φαρέτρα σου και τα πετάς κατά τη διάρκεια της παράστασης για να κρατήσεις το κοινό σου». Τα βέλη τώρα μπορεί να είναι διαχρονικά αστεία, μπορεί να είναι και επίκαιρα «οτιδήποτε, ακόμα και μια ατάκα, απορία, παρεξήγηση μπορείς να την περάσεις στην παράστασή σου και να εντάξεις ακόμα και ένα πρόσωπο από το κοινό στην παράσταση».
Μοιάζει κλισέ ερώτηση για έναν καραγκιοζοπαίχτη το πώς βρίσκει έδαφος στη σύγχρονη εποχή η τέχνη, όμως δεν την αποφεύγουμε «Υπάρχει τρομερή απήχηση από τα παιδιά και από τους γονείς τους, παρότι στη σύγχρονη εποχή που βασίζεται στην ταχύτητα, καλώς ή κακώς το θέατρο και το θέατρο σκιών είναι ένα στατικό θέαμα. Όσες φιγούρες και να δείξεις, όσο ωραία σκηνικά και να έχεις δεν παύει να είναι θέατρο που είναι στατικό. Παρ’ όλα αυτά τα μάτια των θεατών προσηλώνονται σ’ αυτό το φωτισμένο πανί του καραγκιόζη. Κι εμείς προσπαθούμε με εφέ να τραβήξουμε την προσοχή του παιδιού όμως μέσα από τον λόγο προσπαθούμε να πείσουμε και τον γονιό ότι αυτό το θέαμα αξίζει».
Ο Κωνσταντίνος Κουτσουμπλής κατάφερε μέσα από μία μόνιμη στέγη να βρίσκει θετική ανταπόκριση. Στήνει τον μπερντέ του κάθε Σάββατο, στην κεντρική σκηνή του Θεάτρου «104» στην Αθήνα.
Και τη Δευτέρα το πρωί, πάλι πίσω στα ναυτιλιακά.
Έτσι γλεντάει εκείνος τη δική του ζωή. Με τούτα που ονειρεύτηκε και τον γεμίζουν.
Έι ώπα, ώπα, ώπα που θα ’λεγε και ο ήρωας…
Του Κώστα Γκιάστα