Ο πατέρας της φρόντισε να λάβει την καλύτερη δυνατή μόρφωση, προσκαλώντας στη Ρωσία φημισμένους Ευρωπαίους παιδαγωγούς της εποχής. Σε ηλικία 21 ετών (4 Δεκεμβρίου 1884) παντρεύτηκε τον Michel Katkoff, γραμματέα της Ρωσικής πρεσβείας στη Λισσαβώνα, ο οποίος απεβίωσε στις 21 Νοεμβρίου 1892. Στις 22 Ιουλίου 1895 παντρεύτηκε (για δεύτερη φορά) στο Λονδίνο τον Βρετανό διπλωμάτη Sir Edwin Henry Egerton (1841-1916), ο οποίος είχε τοποθετηθεί από το 1892 στην Αθήνα ως επιτετραμμένος υπουργός (πρέσβης) της Μεγάλης Βρετανίας. Από τον δεύτερο γάμο της απέκτησε έναν γιο, τον John Frederick Egerton, ο οποίος γεννήθηκε στην Κηφισιά (Αθήνα) στις 29 Ιουλίου 1896 και απεβίωσε στη Γαλλία κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (3 Απριλίου 1916).
Κατά τη διάρκεια του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, η λαίδη Έγερτον σύστησε με δικά της κεφάλαια σταθμούς συσσιτίων και δωρεάν ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης για τους Θεσσαλούς πρόσφυγες στη Χαλκίδα, στο Ξηροχώριο, στον Αλμυρό και στη Λάρισα. Στην τελευταία ορίσθηκε ως ιατρός ο νεαρός Κωνσταντίνος Βλάχος, ο οποίος (μετά από παρέμβαση της Έγερτον) αμειβόταν από την πρεσβεία της Μεγάλης Βρετανίας στην Αθήνα [1]. Εκατοντάδες όμως πρόσφυγες κατέφυγαν στην Αθήνα, οι περιουσίες των οποίων είχαν εγκαταλειφθεί στο έλεος των Οθωμανών. Παρά τις συνεχείς υποσχέσεις της Πολιτείας κανένα ουσιαστικό μέτρο δεν λήφθηκε για την ανακούφισή τους και μόνον διάφορες οργανώσεις της πρωτεύουσας προσπάθησαν να λύσουν το πρόβλημα. Μία ομάδα κυριών της Αθηναϊκής κοινωνίας ανέλαβε να προσφέρει απασχόληση σε νεαρές προσφυγοπούλες συστήνοντας μια επιτροπή και ενοικιάζοντας ένα κτίριο για τη διδασκαλία και την παραγωγή κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων (υφάσματα, χαλιά, κεντήματα και δαντέλες). Στη σχολή θα εκπαιδεύονταν οι μαθήτριες στην τέχνη της υφαντικής και θα αμείβονταν μετά από την πώληση των προϊόντων τους.
Για τη σχολή αυτή επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον η λαίδη Έγερτον. Η ίδια ως άριστη γνώστης του αντικειμένου, προσφέρθηκε να συνδράμει στο έργο της με δικά της κεφάλαια και δεν άργησε να εκλεγεί πρόεδρος της εφορευτικής επιτροπής της. Η σχολή μετονομάστηκε σε «Βασιλική Σχολή Χειροτεχνίας» και τελούσε υπό την προστασία των βασιλικών οίκων της Μεγάλης Βρετανίας και της Ελλάδος. Η Σχολή (όπως και ένα ιδιαίτερο τμήμα της που ονομάστηκε «Θεσσαλική Σχολή κεντήματος») στεγάστηκε σε ένα καινούριο κτίριο που αναγέρθηκε σε οικόπεδο που προσφέρθηκε ως δωρεά από τη Γαλλίδα κόμισα Λουίζα Ριανκούρ [Louise Riencourt] (1846-1941). Αρχικά ως σχεδιάστρια προσλήφθηκε η απόφοιτος του Βασιλικού Κολλεγίου Καλών Τεχνών του Λονδίνου, Louisa Frances Pesel (1870-1947) η οποία από το 1903 έως το 1907 ανέλαβε τη γενική διεύθυνση της σχολής [2].
Στις 23 Μαΐου 1898 πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα η πρώτη έκθεση των υφαντών και κεντημάτων που δημιούργησαν οι προσφυγοπούλες από τη Θεσσαλία. Στην έκθεση παρουσιάστηκαν πάνω από 70 προϊόντα, τα οποία πουλήθηκαν σε πολύ υψηλές τιμές για λογαριασμό των κατασκευαστών τους. Αυτός ήταν και ο λόγος που η λαίδη Έγερτον μετά το τέλος της έκθεσης προχώρησε στη σύσταση παραρτημάτων της σχολής (με δικές της δαπάνες), στη Λάρισα και στον Τύρναβο [3]. Το παράρτημα της Λάρισας στεγάστηκε πλησίον του Αστυνομικού τμήματος και ως διευθύντρια ορίστηκε η Ελένη Σταματοπούλου, ενώ ως δασκάλα χειροτεχνίας η Αικατερίνη Γαριδάκη. Τα επίσημα εγκαίνιά του πραγματοποιήθηκαν στις 17 Ιουνίου 1898 «παρισταμένου πολλού πλήθους και των μαθητριών. Εψάλη αγιασμός και δέησις υπέρ ευωδόσεως του εργαστηρίου και της ευημερίας της κ. Έγερτων, ήτις τόσον μητρικώς προσηνέχθη εις τα κοράσια των προσφύγων Θεσσαλών και κατά την εν Αθήναις διαμονήν και κατά την ενταύθα παλιννόστησιν αυτών» [4]. Στα τέλη του Οκτωβρίου 1898 η λαίδη Έγερτον επισκέφθηκε τη Λάρισα και τον Τύρναβο, συνοδευόμενη από τον υποπρόξενο της Γαλλίας στον Βόλο. «Μετά διήμερον παραμονήν ανεχώρησεν αποκομίσασα αρίστας εντυπώσεις διά τας παρατηρηθείσας εν τοις ανωτέρω εργαστηρίοις προόδους» [5]. Μαζί της παρέλαβε και τα μέχρι τότε κατασκευασθέντα κεντήματα τα οποία πωλήθηκαν στην Αθήνα [6]. Σύμφωνα όμως με τα δημοσιεύματα του θεσσαλικού Τύπου η συμπεριφορά της διευθύντριας Σταματοπούλου απέναντι στις μαθήτριες-εργαζόμενες είχε αρχίσει να γίνεται «προβληματική». Πολλές μαθήτριες έφυγαν από τη Σχολή αναζητώντας εργασία στο «Μέγα Υφαντουργικόν Κατάστημα» του Γεωργίου Πατσάλη που άρχισε να λειτουργεί τον Νοέμβριο του ιδίου έτους (1898) στην οδό Ακροπόλεως στη Λάρισα [7]. Το εργαστήριο της λαίδης Έγερτον ανέστειλε τις εργασίες του και διάφορα είδη του (κλινοσκεπάσματα, πετσέτες κ.λπ) μοιράστηκαν δωρεάν στους απόρους της πόλης [8]. Την ίδια τύχη είχε λίγο αργότερα και το εργαστήριο του Τυρνάβου.
Το 1903 η λαίδη Όλγα Έγερτον αναχώρησε από την Ελλάδα, αφού ο σύζυγός της διορίσθηκε πρεσβευτής στη Μαδρίτη. Όμως λίγο πριν αναχωρήσει, χρηματοδότησε την ίδρυση μίας Οικοκυρικής Σχολής στη μονή του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου στις Κορακιές Ακρωτηρίου (Χανιά Κρήτης). Η σχολή ονομάστηκε «Οικοκυρική Σχολή της Λαίδης Έγερτον» και σ' αυτήν εκπαιδεύτηκαν μέχρι το 1941 εκατοντάδες κορίτσια από όλη την Κρήτη.
Κατά την περίοδο του μεσοπολέμου η λαίδη Όλγα Έγερτον ασχολήθηκε με την υψηλή ραπτική. Αρχικά ίδρυσε έναν οίκο μόδας στο Λονδίνο, ενώ μετά το 1919 συνεργάστηκε με τον Παρισινό οίκο μόδας Paul Caret αναλαμβάνοντας τη γενική διεύθυνση σχεδιασμού και μάρκετινγκ της εταιρείας. Οι δημιουργίες της «φορέθηκαν» από την Ευρωπαϊκή αριστοκρατία και έγινε γνωστή και πέραν του Ατλαντικού. Λίγο πριν από την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου εγκαταστάθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου και απεβίωσε στις 3 Ιανουαρίου 1947 σε ηλικία 84 ετών.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 31 (7 Νοεμβρίου 1898).
[2]. Anna Bowman Dodd, «The Royal School of Embroideries in Athens», The Century Illustrated Monthly Magazine (Μάιος 1906), σ. 120-126. Η προαναφερθείσα ήταν Αμερικανίδα δημοσιογράφος και συγγραφέας ταξιδιωτικών κειμένων.
[3]. Το παράρτημα του Τυρνάβου διέκοψε για λίγες εβδομάδες τη λειτουργία του ελλείψει μαθητριών. Τον Οκτώβριο του 1898 επανέλαβε τις εργασίες του. Βλ. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 30 (31 Οκτωβρίου 1898).
[4]. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 2 (21 Ιουνίου 1898).
[5]. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 31 (7 Νοεμβρίου 1898).
[6]. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 33 (21 Νοεμβρίου 1898).
[7]. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 32 (14 Νοεμβρίου 1898).
[8]. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 34 (28 Νοεμβρίου 1898). Η σχολή των Αθηνών παρέμεινε κλειστή το διάστημα 1914-1918. Επανέλαβε αργότερα τις εργασίες της αλλά μετά από λίγο διάστημα ανέστειλε οριστικά τη λειτουργία της.
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου