Ελλείπουν πληροφορίες για το διάστημα που μεσολάβησε από το 1863 μέχρι τις 30 Απριλίου 1870 που διορίσθηκε δικηγόρος «παρ’ άπασι τοις εν Μεσολογγίω δικαστηρίοις» (ΦΕΚ 22/Α/26-6-1870). Εξάσκησε τη δικηγορία μέχρι τις 5 Αυγούστου 1872 και στη συνέχεια μετατέθηκε στον Πύργο της Ηλείας, διορισθείς κατόπιν εξετάσεων ως πρωτοδίκης στα δικαστήρια της πόλης (ΦΕΚ 40/Α/10-10-1872), ενώ δύο μήνες αργότερα (3 Οκτωβρίου 1872), του ανατέθηκαν καθήκοντα τακτικού ανακριτού (ΦΕΚ 4/Α/14-2-1873). Λίγους μήνες αργότερα (14 Μαρτίου 1873) μετατέθηκε ως πρωτοδίκης στα δικαστήρια της Κεφαλληνίας (ΦΕΚ 17/Α/26-5-1873) και στις 25 Ιουνίου διορίσθηκε τακτικός ανακριτής στο Πλημμελειοδικείο του νησιού (ΦΕΚ 46/Α/24-9-1873).
Επέστρεψε στην Ηλεία στις 25 Μαΐου 1874 (ΦΕΚ 36/Α/22-10-1874), αναλαμβάνοντας και πάλι καθήκοντα ανακριτού (ΦΕΚ 46/Α/29-12-1874). Στην Ηλεία παρέμεινε μέχρι τις 7 Νοεμβρίου 1874 μετατεθείς στα δικαστήρια της Λαμίας (ΦΕΚ 11/Α/24-2-1875). Δεν γνωρίζουμε τους λόγους των συχνών μεταθέσεών του ανά την Ελληνική επικράτεια, αλλά υποθέτουμε ότι η πολιτικά ταραγμένη εποχή δεν άφηνε περισσότερα περιθώρια επιλογών. Στις 22 Απριλίου 1875 μετατέθηκε εκ νέου στην Κυπαρισσία (ΦΕΚ 38/Α/12-6-1875), ενώ επέστρεψε στη Λαμία δύο μήνες αργότερα (12 Ιουνίου 1875), στη θέση του πρωτοδίκη Κωνσταντίνου Νικολόπουλου που είχε μετατεθεί στην Παρνασσίδα (ΦΕΚ 43/Α/29-6-1875).
Τα επόμενα χρόνια παρέμεινε στη Λαμία εκτός από ένα μικρό διάστημα που μετατέθηκε στην Άμφισσα, όπου παρέμεινε μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1877 [1]. Αγαπήθηκε από την κοινωνία της Λαμίας για την ακεραιότητα του χαρακτήρα του και την ευγενική συμπεριφορά του. Αυτός είναι και ο λόγος που οι κάτοικοι της πόλης δυσαρεστήθηκαν όταν ανακοινώθηκε η μετάθεσή του στη Χαλκίδα το 1878: «Υποθέτομεν ότι λόγοι υπηρεσίας επροκάλεσαν την εσπευσμένην ταύτην ενέργειαν του υπουργείου, άλλως δεν δικαιολογείται τοιαύτη απομάκρυνση υπαλλήλου εν τω μέσω του έτους» [2].
Τα επόμενα χρόνια τον συναντούμε ως πρωτοδίκη στην Αθήνα, στην οποία υπηρέτησε μέχρι το τέλος Μαρτίου του 1884. Στις 4 Απριλίου του ιδίου έτους, «με γνωμοδότησιν του προέδρου και του εισαγγελέως των εν Χαλκίδι πρωτοδικών και των εν Αθήναις εφετών» προήχθη σε Πρόεδρο των Πρωτοδικών και μετατέθηκε στη Λάρισα (ΦΕΚ 133/Α/6-4-1884). Η περίοδος που υπηρέτησε στην πόλη, όπως και αυτή των μεταγενέστερων ετών (μέχρι το 1893) που υπηρέτησε στη Χαλκίδα, στην Καρδίτσα και στα Τρίκαλα χαρακτηρίστηκε από τις διθυραμβικές κριτικές του Τύπου: «σπάνιος δικαστής, αυστηρός εν τη εκτελέσει του καθήκοντος αυτού, κοινωνικώτατος και εύχαρις πάντοτε εις τας ιδιωτικάς του σχέσεις» [3].
Τον Οκτώβριο του 1893 ο τότε πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης (1832-1896) τον έπεισε να παραιτηθεί από τον δικαστικό κλάδο για να αναλάβει τη θέση του Νομάρχη στη Λάρισα. «Αφίκετο ενταύθα ο υπό της παρούσης Κυβερνήσεως διορισθείς Νομάρχης του ημετέρου Νομού κ. Αθανάσιος Πρεβεδούρος, διατελέσαντος ενταύθα επί έτη προέδρου των Πρωτοδικών. Γνωστά επίσης εισίν εις τον τόπον αι αρεταί και τα περικοσμούντα τον άνδρα πλεονεκτήματα της ευθύτητος, συνέσεως, παιδείας και πείρας διά των οποίων διεκρίθη εν τω δικαστικώ σταδίω» [4].
Ευθύς αμέσως μετά από την εγκατάστασή του στη Λάρισα, πραγματοποίησε ένα ταξίδι στις πόλεις και τα χωριά της δικαιοδοσίας του, όπου διαπίστωσε τις απαράδεκτες συνθήκες που επικρατούσαν σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και ιδιαίτερα στην ακαταλληλότητα των περισσοτέρων σχολικών κτιρίων που έθεταν σε κίνδυνο την σωματική ακεραιότητα και την υγεία των μαθητών, των δασκάλων και των καθηγητών. Με επιστολή που απέστειλε στον τότε υπουργό επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Δημήτριο Καλλιφρονά, αιτήθηκε τα απαραίτητα κονδύλια για την μεταστέγαση των μαθητών σε άλλα κτίρια. Παρόλο που η Ελλάδα βρισκόταν υπό καθεστώς οικονομικής δυσπραγίας εκδόθηκαν διοικητικές διαταγές και πραγματοποιήθηκαν μειοδοτικές δημοπρασίες για την ενοικίαση κατάλληλων κτιρίων για την μετεγκατάσταση των σχολείων. Στα Γενικά Αρχεία του Κράτους (Αρχεία Νομού Λάρισας) φυλάσσονται δεκάδες συμβολαιογραφικά έγγραφα που αναφέρονται στο ζήτημα. Θα παραθέσουμε δύο περιπτώσεις: Η πρώτη αφορά στην ενοικίαση (για μία πενταετία) του νεόδμητου και λιθόκτιστου κτιρίου στην πλατεία των Αγίων Θεοδώρων στον Βόλο, που ανήκε στην πλήρη κυριότητα του εμποροκτηματία Αλέξανδρου Γ. Ξυνογαλόπουλου, όπου στεγάστηκε το Γ΄ Δημοτικό Σχολείο του Βόλου [5]. Η δεύτερη αφορά στην ενοικίαση της μεγάλης έπαυλης ιδιοκτησίας των εμπόρων αδελφών Κωνσταντίνου, Ιωάννη και Ευαγγέλου Γκλαβάνη από τον Βόλο που βρισκόταν στη συνοικία Ντάρκολι της Λάρισας και στην οποία στεγάστηκε το Διδασκαλείο της πόλης. Στην έπαυλη αυτή μέχρι τότε στεγάζονταν τα γραφεία της Εισαγγελίας Πρωτοδικών της Λάρισας [6].
Κατά τη διάρκεια της θητεία του στη Λάρισα, ο Αθανάσιος Πρεβεδούρος «συγκρούστηκε» με τον τότε δήμαρχο Αχιλλέα Αστεριάδη, ακυρώνοντας αποφάσεις της πλειοψηφίας του Δημοτικού Συμβουλίου ως επιζήμιες για τα οικονομικά συμφέροντα του Δήμου. Το ίδιο διάστημα επέβαλε στον δήμαρχο Λαρίσης «δύο ποινάς επιπλήξεως δι’ αμέλειαν περί την εκτέλεσιν των καθηκόντων του», ενώ αυτεπάγγελτες διώξεις ασκήθηκαν και από την Εισαγγελία Πρωτοδικών [7].
Η αντιπαράθεση με τον δήμαρχο της Λάρισας έλαβε τεράστιες διαστάσεις όταν «ιδίοις όμμασι» διαπίστωσε ότι σε μία γωνιά της πλατείας Θέμιδος (κεντρική πλατεία) βρισκόταν «απερριμένος και εκτεθειμένος εις τας επηρρείας της ατμοσφαίρας και εις την διασκέδασιν των αγυιοπαίδων» ένας ατμήλατος οδοστρωτήρας που είχε αγοραστεί με χρήματα του Ελληνικού Δημοσίου αντί 15.000 χρυσών φράγκων και «περί του οποίου ουδεμία υπό κανενός ελαμβάνετο φροντίς» [8].
Μετά την πτώση της Κυβέρνησης Τρικούπη (1895) «εγκαταλείφθη ασπλάχνως υπό των εκάστοτε κυβερνήσεων, διότι δεν ήξευρε να κολακεύη, ως μόνα δε συστατικά του εφόδια είχε την ικανότητα και την τιμήν». Προστάτης πολυμελούς οικογένειας εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Λαμία όπου απεβίωσε τον Μάιο του 1902 «προσβληθείς υπό αιφνιδίας νόσου» [9].
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Ευνομία (Λαμία), φ. 26 (10 Σεπτεμβρίου 1877).
[2]. Ευνομία (Λαμία), φ. 54 (2 Ιουνίου 1878)
[3]. Αναγέννησις (Τρίκαλα), φ. 404 (11 Μαΐου 1902)
[4]. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 210 (29 Νοεμβρίου 1893)
[5]. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Λάρισας, Συμβολαιογραφικό Αρχείο Ανδρέα Ροδόπουλου, φκ. 047 [1893-1894], αρ. 14600 (29 Νοεμβρίου 1893).
[6]. Αρχείο Ροδόπουλου, φκ. 048 [1894], αρ. 14851 (23 Μαρτίου 1894).
[7]. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 215 (16 Ιανουαρίου 1894).
[8]. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 245 (24 Ιουλίου 1894).
[9]. Αναγέννησις (Τρίκαλα), φ. 404 (11 Μαΐου 1902)
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου