Την ίδια ώρα που οι φίλοι του στην εφηβεία έβγαιναν τις πρώτες τους βόλτες εκείνος προτιμούσε να μείνει στο σπίτι και με το χαρτζιλίκι του να αγοράσει ψάρια από το σούπερ μάρκετ για να τα φιλετάρει και στη συνέχεια να τα μαγειρέψει. Μικρός έλεγε ότι θέλει να γίνει δοκιμαστής φαγητών, τελικά τον κέρδισαν οι κουζίνες των καλύτερων εστιατορίων. Ο chef Σωτήρης Κοντιζάς μίλησε στην «Ε» για τους νέους μάγειρες και για τα τοπικά προϊόντα που οι Λαρισαίοι δεν έχουν εντάξει στην κουζίνες των καταστημάτων τους.
Για πρώτη φορά σε αίθουσα διδασκαλίας ως «καθηγητής», αν και κατά καιρούς περνούν από την κουζίνα του νέοι μάγειρες που μόλις τελείωσαν μια σχολή μαγειρικής και αναζητούν μια θέση εργασίας. Στους σπουδαστές του ΙΕΚ είπε ότι «αν έχετε καλές βάσεις, αγαπάτε αυτό που κάνετε, αν το θέλετε πραγματικά τότε θα τα καταφέρετε να μπείτε σε οποιοδήποτε εστιατόριο για δουλειά». Ο Σωτήρης Κοντιζάς λέει ότι «για να γίνει κάποιος καλός μάγειρας βάζει το κεφάλι κάτω, βρίσκει ένα καλό εστιατόριο στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό και προσπαθεί να μείνει σε αυτό για τουλάχιστον δύο χρόνια. Για να μάθει. Η γνώση είναι μέσα στις κουζίνες».
ΣΧΟΛΕΣ ΚΑΙ SHOW ΜΑΓΕΙΡΙΚΗΣ
Την ίδια ώρα που οι σχολές μαγειρικής είναι πολλές, τα show μαγειρικής ακόμα περισσότερα ο ίδιος θεωρεί ότι υπάρχει χώρος για τους καλούς. «Πάντα υπάρχει ζήτηση για τους καλούς. Για να μπει κάποιος σε μια κουζίνα θα πρέπει να είναι καλός άνθρωπος, να μη λέει ψέματα, να είναι ξύπνιος και να είναι σπίρτο. Για να γίνει κάποιος καλός μάγειρας θα πρέπει να ακούει, να είναι συνεπής, να είναι καθαρός», σημειώνει ενώ αποκαλύπτει τι είναι αυτό που ρωτάει κάποιον που ζητά να εργαστεί στην κουζίνα του. «Μια από τις ερωτήσεις που κάνω είναι αν έχει φάει στο εστιατόριο. Δεν γίνεται να μην ξέρει αν του αρέσει ή όχι το φαγητό που μαγειρεύει το εστιατόριο και να θέλει να εργαστεί σε αυτό. Κάποια στιγμή δεν έδωσα το βιογραφικό μου σε εστιατόριο που πήγα να ζητήσω δουλειά γιατί έφαγα και δεν μου άρεσε το φαγητό. Μπορεί να μην ήταν καλή η επιλογή του πιάτου, μπορεί εγώ να μην ήμουν καλά εκείνη την ημέρα αλλά δεν το μετάνιωσα από τη στιγμή που δεν μου άρεσε αυτό που έφαγα δεν θα μπορούσα και να το μαγειρέψω».
Δεν είναι από τους τύπους που σνομπάρουν τις ταβέρνες και τρώνε μόνο σε ακριβά εστιατόρια. Ίσα - ίσα που θεωρεί ότι το καλό μαγειρεμένο φαγητό μπορεί κάποιος να το βρει παντού «έχω φάει σε ταβέρνες στη Λάρισα που δεν τους φαινόταν και στο τέλος ρώτησα πώς φτιάχνουν τη σκορδαλιά ή τη μελιτζανοσαλάτα».
ΤΣΙΠΟΥΡΟ ΚΑΙ ΠΑΪΔΑΚΙΑ
Η κουβέντα έρχεται στην πόλη, μιας και ο ίδιος την επισκέπτεται συχνά λόγω της καταγωγής της συζύγου του. Το λέει ξεκάθαρα ότι «η Λάρισα έχει προϊόντα αλλά δεν έχει χαρακτήρα. Δεν έχει ταυτότητα. Τι σου μένει όταν φεύγεις από τη Λάρισα; Οτι έχει τα τσιπουράδικα και όλο αυτό το τελετουργικό γύρω από το τσίπουρο, που στην Αθήνα δεν υπάρχει και τις ταβέρνες με τα παϊδάκια, πράγμα που είναι πάρα πολύ ωραίο. Από την άλλη μεριά σε ό,τι αφορά στο υπόλοιπο κομμάτι της εστίασης δεν έχει χαρακτήρα. Προσπαθούν όλοι να σερβίρουν τα πάντα χωρίς να εξειδικεύεται κάποιος σε κάτι. ΠΟΛΟΣ ΕΛΞΗΣ
Είναι απαράδεκτο να είσαι στη Λάρισα και να έχουν κρεμόζο μπαλσάμικο, και παρμεζάνα και μπλου τσιζ και να μην έχουν τα τυριά της περιοχής. Είναι πόλος έλξης τουριστών η χρήση των τοπικών προϊόντων. Θα ερχόταν κόσμος αν γνώριζε ότι εδώ θα φάει κάστανα, τυριά, μήλα, συνταγές με όλα αυτά τα τοπικά προϊόντα. Το καλοκαίρι πέρασα από την Αγιά, τον Αγιόκαμπο, τη Μελιβοία. Γεμάτη η περιοχή από καστανοπερίβολα, πουθενά δεν σέρβιραν γλυκό κάστανο».
Μια από τις αγαπημένες του πάντως ταβέρνες όταν έρχεται στην πόλη είναι η ταβέρνα του Κώστα στη Χάλκη, για παϊδάκια πρόβεια και βραστό.
Της Ζωής Παρμάκη
Φωτ. Βασίλης Ντάμπλης