Μετά από τη λήξη της προσωρινής τουρκικής κατοχής της Θεσσαλίας (1897-1898), ο Γεώργιος Γκουλιάμας αγόρασε ένα κτίριο που βρισκόταν στην αριστερή όχθη του Πηνειού (μετά την γέφυρα του Αλκαζάρ), το οποίο διαμόρφωσε σε θεατρική σκηνή και καφέ-σαντάν υπό την επωνυμία «Απόλλων». Όπως προαναφέρθηκε, τα επίσημα εγκαίνια του θεάτρου που ήταν δυναμικότητας 400 θεατών, πραγματοποιήθηκαν το Σάββατο 25 Ιουλίου 1898 με παράσταση που δόθηκε από τον ιταλικό θίασο του Ανδρέα Φορμεντίνη [1].
Και ενώ οι παραστάσεις ήταν σε εξέλιξη, ο δήμαρχος της Λάρισας και το Αδελφάτο του Δημοτικού Νοσοκομείου της πόλης (Κουτλιμπάνειο) πρότειναν στον Γκουλιάμα να παραχωρήσει (δωρεάν) το θέατρο ώστε να δοθούν δύο τουλάχιστον παραστάσεις (από ομάδα ερασιτεχνών ή από τον θίασο του Φορμεντίνη), οι εισπράξεις των οποίων θα διατίθεντο υπέρ «του ιερού σκοπού της αποκαταστάσεως του Δημοτικού Νοσοκομείου», το οποίο είχε ερημωθεί και λεηλατηθεί κατά τη διάρκεια της Τουρκικής κατοχής [2]. Οι παραστάσεις πραγματοποιήθηκαν από τον Ιταλικό θίασο, αλλά η προσέλευση του κόσμου δεν ήταν η αναμενόμενη.
Αυτό οφειλόταν κατά κύριο λόγο στην οικονομική δυσπραγία της εποχής που είχε θέσει φρένο στη διάθεση του λαρισαϊκού κοινού για διασκέδαση. Οι παραστάσεις στο άδειο από θεατές θέατρο «Απόλλων» συνεχίστηκαν μέχρι τον Οκτώβριο του ιδίου έτους, με αποτέλεσμα η επιχείρηση να δημιουργήσει μεγάλα χρέη. Ο Γεώργιος Γκουλιάμας αναζήτησε άλλους τρόπους για να την κρατήσει εν λειτουργία και μία ελπίδα «σωτηρίας» φάνηκε στο πρόσωπο της Κικίνας Ντε Γκαούτιο (Kikina de Gaoutio). Η φημισμένη Ιταλίδα αοιδός της οπερέτας και πρωταγωνίστρια του θιάσου Φορμεντίνη, δεν ακολούθησε τον θίασο στις περιοδείες του ανά τη Θεσσαλία και εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Λάρισα. Στις 11 Ιουνίου 1899 συμφώνησε με τον Γκουλιάμα να αναλάβει πλέον αυτή τη διεύθυνση του θεάτρου «Απόλλων». Ο τελευταίος εκμίσθωσε στην πρώτη όλο τον εξοπλισμό του θεάτρου (έπιπλα και μηχανήματα φωτισμού και ειδικών εφέ) για μία τριμηνία (από 13 Ιουνίου) αντί συνολικού τιμήματος 450 δρχ. [3]. Η Κινίνα Ντε Γκαούτιο όμως, διαχειρίστηκε το θέατρο ως καφέ-σαντάν με αμφιβόλου ποιότητος πρόγραμμα από «καλλιτέχνιδες» από τη Βοημία [4]. Επέβαλε τον νεωτερισμό του «Αγγαζέ» [5] και επικρίθηκε τόσο από τον Τύπο, όσο και από την αστική τάξη της πόλης που δεν «ενέκρινε» τις επιλογές της. Δύο σχεδόν μήνες αργότερα (αρχές Αυγούστου 1899) η Κικίνα Ντε Γκαούτιο εγκατέλειψε την επιχείρηση και αναχώρησε από τη Λάρισα. Στις 10 Αυγούστου ο Γεώργιος Γκουλιάμας πούλησε όλα τα έπιπλα (40 καναπέδες, 200 καρέκλες με τα μαξιλάρια τους, τραπέζια, Βιεννέζικους καθρέπτες), σερβίτσια, ναργιλέδες καθώς και όλα τα κιβώτια με τα αλκοολούχα ποτά (σαμπάνιες, κρασιά, μπύρες), στον Λαρισαίο καφεπώλη Γεώργιο Μπουχλέ. Το τίμημα της αγοραπωλησίας συμφωνήθηκε στις 2.000 δρχ., ένα αρκετά μεγάλο ποσό για την εποχή [6].
Το επόμενο έτος (1900) βρίσκουμε τον Γκουλιάμα να διευθύνει το εξοχικό κέντρο «Αλκαζάρ». Είχε προηγηθεί απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Λαρίσης με την οποία παραχωρήθηκε στον πανδοχέα Κωνσταντίνο Δήμου «το δικαίωμα της χρήσεως και εκμεταλλεύσεως του εξοχικού δημοτικού καφενείου Αλκαζάρ μετά της περιοχής του». Με εισηγητική έκθεση του νομάρχη της Λάρισας το δικαίωμα αυτό παραχωρήθηκε (υπεκμίσθωση) για δύο έτη (1900-1902) στον Γεώργιο Γκουλιάμα, αντί συνολικού διετούς μισθώματος 200 δρχ. [7].
Μετά τη λήξη της μισθώσεως ο Γκουλιάμας ενοικίασε ένα κατάστημα (καφενείο) που βρισκόταν στη συμβολή των οδών Αλεξάνδρας (σημ. Κύπρου) και Πανός (Κρεοπωλείων). Και ενώ φαινόταν ότι ο δαιμόνιος επιχειρηματίας βρήκε επιτέλους το «καταφύγιό» του, στις αρχές Αυγούστου του 1903 «και ενώ απήρχετο εις την οικίαν του μετά της συζύγου του, προσεβλήθη υπό συγκοπής της καρδίας και απεβίωσε». Μεταφέρθηκε υπό της «ολοφυρομένης» συζύγου και μερικών διαβατών στην κατοικία του, ενώ την επομένη πραγματοποιήθηκε η κηδεία του «εν συρροή κόσμου καθόσον ο μεταστάς ήτο από πολλών ετών γνωστότατος και δημοτικώτατος» [8].
Τον Απρίλιο του 1904 δημοσιεύθηκε στον τοπικό Τύπο, αγγελία για την πώληση της επιχείρησης του καφενείου μετά των επίπλων του [9]. Έκτοτε το όνομα του Γεωργίου Γκουλιάμα «χάθηκε» από την τοπική ιστοριογραφία και δεν έτυχε της αναγνώρισης που είχαν άλλοι επιχειρηματίες του κλάδου του.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 12 (26 Ιουλίου 1898).
[2]. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 10 (19 Ιουλίου 1898).
[3]. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Λάρισας (ΓΑΚ/ΑΝΛ), Συμβολαιογραφικό Αρχείο Αγαθάγγελου Ιωαννίδη, φκ. 063 [1898-1899], αρ. 23026 (11 Ιουνίου 1899).
[4]. «Δεν υπάρχει προεξέχουσα πόλις εν Θεσσαλία να μην έχη εν ή δύο Καφέ-Σαντάν, εις ά καθ’ εκάστην σχεδόν συμβαίνουσιν ρήξεις και διαπληκτισμοί και πάμπολλα απαρριθμούνται τα θύματα. Η εισβολή αύτη των εκ Βοημίας αυλητρίδων τούτων είναι νόσημα επιδημικόν επιπολάζον ανά πάσαν την Ελλάδα και δείται θεραπείας». Βλ. Λάρισσα (Λάρισα), φ. 6 (26 Νοεμβρίου 1884).
[5]. «Αυτό το «Αγγαζέ» είνε μία εφεύρεσις που έχει αποκλειστική πέρασι μόνον στην Ανατολή και είνε κατάλληλη για ανθρώπους πολύ κουτούς, όπως τα αναγνώσματα της «Διάπλασης των Παίδων» που είνε για πολύ μικρά και πολύ μεγάλα παιδιά. Σ’ αυτά τα καταστήματα συναγελάζονται διάφορες κουζινογενείς «καλλιτέχνιδες» που με τα υπό το πρόσχημα τραγουδιού ουρλιάσματά των, προσελκύουν τους κουτούς, οι οποίοι προσπαθούν να καταπείσουν τον εαυτόν τους ότι γλεντούν με το να ζαζεύουν λιπόσαρκες γυμνότητες, θέαμα που και Οττεντότους ακόμη θα έτρεπε εις φυγήν. Και οι θαμώνες των καταστημάτων αυτών είνε πάντοτε οι εκ των πέριξ επαρχιών καταπλέοντες, για τους οποίους η γυναίκα είνε ο απηγορευμένος καρπός. Οι δε καταστηματάρχαι για να εκμεταλλευτούν ευκολότερον την αδυναμίαν και την κουταμάρα των πελατών των εφευρήκαν τη φάμπρικα του «Αγγαζέ» του οποίου η εξήγησις είνε σατανικώς απλή: Στο πλάϊ του επαρχιώτη χουβαρδά, θρονιάζεται μία «αειθαλής μούμια», συνήθως Ευρωπαϊκής προελεύσεως η οποία σε ολίγη ώρα ρευστοποιεί το αρκετά σεβαστό περιεχόμενο του πορτοφολιού του «κατακτητού» της, εις χύμα υπόπτων υγρών, τας τιμάς των οποίων δεκαπλασιάζουν οι καταστηματάρχαι περιφρονώντας κάθε αστυνομική διατίμηση». Βλ. Εφημερίς των Βαλκανίων (Θεσσαλονίκη), φ. 554 (4 Μαρτίου 1920).
[6]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 064 [1899], αρ. 23241 (10 Αυγούστου 1899).
[7]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 068 [1900], αρ. 24502 (21 Απριλίου 1900).
[8]. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 299 (9 Αυγούστου 1903).
[9]. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 332 (3 Απριλίου 1904).
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου