Δύο χρόνια αργότερα (1921) ιδρύθηκε το υποκατάστημα στον Πειραιά (με διευθυντή τον Α. Οικονομίδη) στο οποίο πραγματοποιούνταν οι εισαγωγές αποικιακών προϊόντων (ζάχαρη, καφές, ρύζι, πιπέρι, τσάι, μυρωδικά) τα οποία στη συνέχεια προωθούνταν στο εσωτερικό της ελληνικής επικράτειας. Παράλληλα από το κατάστημα αυτό, πραγματοποιούνταν οι εξαγωγές των προαναφερθέντων προϊόντων προς τις αγορές της Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης. Για τον σκοπό αυτό ιδρύθηκαν το 1922 δύο καινούργια υποκαταστήματα στο Λονδίνο και στη Δρέσδη της Γερμανίας. Το υποκατάστημα του Λονδίνου ιδρύθηκε με κεφάλαιο 20.000 στερλινών και λειτούργησε υπό την επωνυμία Papageorgiou Limited στο Winchester House (Old Broad Street). Την διεύθυνσή του ανέλαβε ο Κωνσταντίνος Δ. Φραγκόπουλος, ανώτερος τραπεζικός υπάλληλος και πρώην διευθυντής της «Αθηναϊκής Ασφαλιστικής Εταιρείας». Ο Κωνσταντίνος Δημητριάδης τέθηκε επικεφαλής του υποκαταστήματος της Δρέσδης.
Στις 24 Οκτωβρίου 1921 με ενέργειες του Αλέξανδρου Θ. Χρυσοχοΐδη και του βιομήχανου Γεωργίου Στ. Παπαγεωργίου, ιδρύθηκε στον Βόλο η «Τράπεζα Θεσσαλίας» με κεφάλαιο 6.000.000 δρχ. [2]. Ο πρώτος είχε διατελέσει διευθυντής της Εθνικής Τράπεζας στον Βόλο και στη Θεσσαλονίκη και ήταν άριστος γνώστης του αντικειμένου. Μετά από την συνταξιοδότησή του, τόσο αυτός, όσο και ο Παπαγεωργίου κατόρθωσαν να προσελκύσουν πάνω από 100 μετόχους (κτηματίες, εμπόρους και βιομήχανους) οι οποίοι διέθεσαν τα κεφάλαιά τους για τη σύσταση της τράπεζας. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονταν ο κτηματίας Δημήτριος Παπαγεωργίου, ο ιδιοκτήτης μεταλλείων Περικλής Αποστολίδης, οι έμποροι υφασμάτων αδελφοί Βοϊβόδα, οι έμποροι αποικιακών αδελφοί Δημητρίου, ο αλευροβιομήχανος Κωνσταντίνος Παππάς, οι βιομήχανοι αδελφοί Σταματόπουλοι, οι βιομήχανοι σιγαρέτων αδελφοί Καρακίτη και πολλοί άλλοι. Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου ορίστηκε ο Γεώργιος Παπαγεωργίου, ενώ ο Αλέξανδρος Χρυσοχοΐδης ανέλαβε τη γενική διεύθυνση του τραπεζικού ιδρύματος. Το 1923 η τράπεζα ίδρυσε κατάστημα στην Αθήνα (οδός Σταδίου 45) ενώ λίγο αργότερα στη Λάρισα (μέγαρο Κατσαούνη). Ως διευθυντές τοποθετήθηκαν οι Δημήτριος Νάσλας και Νικόλαος Φίλιος [3] αντίστοιχα.
Το 1922 οι εργασίες του υφαντουργείου στον Βόλο έφθασαν στο απόγειό τους. Το εργοστάσιο πλέον διέθετε 200 αργαλειούς δυνάμεως 200 ίππων και προσωπικό 600 ατόμων [4]. Ο Ιωάννης Παπαγεωργίου εισήγαγε από την Γερμανία σύγχρονα για την εποχή μηχανήματα με αποτέλεσμα τα προϊόντα του υφαντουργείου να θεωρούνται εφάμιλλα των μεγάλων υφαντουργείων της Γαλλίας και της Αγγλίας.
Στις εκλογές της 16ης Δεκεμβρίου 1923 ο Γεώργιος Παπαγεωργίου εξελέγη βουλευτής Βόλου, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 1925 [5]. Την ίδια χρονιά απεβίωσε ο πατέρας του Στυλιανός.
Κατά την περίοδο του μεσοπολέμου οι αδελφοί Παπαγεωργίου προχώρησαν τόσο σε επεκτάσεις των εμπορικών και βιομηχανικών τους εταιρειών καθώς και σε συστάσεις νέων αντίστοιχων. Εκτός από αυτές που ήδη αναφέρθησαν, αξίζει να σημειώσουμε τις παρακάτω [6]: 1) την «Ανώνυμο Βιομηχανική Εταιρεία Ζαχαροπήκτων “Το Πήλιον”» που ιδρύθηκε με σκοπό την κατασκευή μαρμελάδων και τη συσκευασία των φρούτων του Πηλίου σε κονσέρβες (κομπόστες). 2) την «Ανώνυμο Εταιρεία Ανατολικής Ταπητουργίας» (Anatolian Carpets Manufactory) που λειτούργησε με τη συνεργασία των ταπητουργείων των αδελφών Βαγιανού με σκοπό τη κατασκευή ταπήτων ανατολικού τύπου. 3) την «Ανώνυμο Εταιρεία Σανατορίων Πηλίου» με σκοπό την ίδρυση αναρρωτηρίων και σανατορίων στο Πήλιο. 4) την «Ανώνυμο Εταιρεία Κέντρων Αναψυχής και Εξωραϊσμού Πηλίου» με σκοπό την σύσταση και λειτουργία τουριστικών μονάδων. 5) Την «Ανώνυμο Εταιρεία Τεχνικών και Οικοδομικών Έργων» με έδρα την Αθήνα. Οι αδελφοί Παπαγεωργίου συμμετείχαν επίσης στην «Ανώνυμο Εργοληπτική Εταιρεία Θαλασσίων και Υδραυλικών Έργων» (ΕΡΘΑ) και στην «Εταιρεία Σιδηροδρόμων Πειραιώς – Αθηνών – Πελοποννήσου» (ΣΠΑΠ).
Αδιαμφισβήτητα, τόσο ο Στυλιανός Παπαγεωργίου ως ο ιδρυτής του ομώνυμου Οίκου, όσο και τα παιδιά του Γεώργιος, Δημήτριος και Ιωάννης, υπήρξαν καινοτόμοι και διορατικοί επιχειρηματίες που δημιούργησαν μία επιχειρηματική αυτοκρατορία που τα σύνορά της επεκτάθηκαν στα πέρατα της οικουμένης. Επένδυσαν τεράστια κεφάλαια σε πολλές ανόμοιες μεταξύ τους επιχειρήσεις, μειώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τους επιχειρηματικούς κινδύνους. Μεταπολεμικά και ιδιαίτερα μετά τον θάνατο του Γεωργίου Παπαγεωργίου (1949), οι μέχρι τότε ανθηρές και κερδοφόρες εμπορικές και βιομηχανικές επιχειρήσεις που είχαν ιδρύσει κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, άρχισαν να φθίνουν και να αναστέλλουν σταδιακά τις εργασίες τους. Η βιομηχανία του υφαντουργείου κατόρθωσε να επιζήσει μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960, όταν η διεθνής κρίση στον κλάδο της υφαντουργίας την οδήγησε στο οριστικό της κλείσιμο.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Πανελλήνιον Λεύκωμα Εθνικής Εκατονταετηρίδος 1821-1921 (Αθήνα), τ. Β΄, σ. 378.
[2]. Συμβόλαιο αρ. 60534/1921 του συμβολαιογράφου Βόλου Κωνσταντίνου Ι. Καραμανώλη. Η τράπεζα χρεοκόπησε μετά το τραπεζικό κραχ του 1929, αλλά οι καταθέτες αποζημιώθηκαν στο ακέραιο με χρήματα που διέθεσε ο Γεώργιος Παπαγεωργίου από την προσωπική του περιουσία.
[3]. Ιατρός, τραπεζικός και πολιτευτής (Πάτρα 1876 – Λάρισα 1959). Απόφοιτος της Ιατρικής Σχολής των Αθηνών, εγκαταστάθηκε στη Λάρισα όπου εκλέχθηκε τρεις φορές δημοτικός σύμβουλος (1907-1923), ενώ διετέλεσε και πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου. Τον Απρίλιο του 1909 νυμφεύθηκε την Ματθίλδη Ν. Παπαγεωργίου από τη Χαλκίδα, ανεψιά του Γεωργίου Δεσύπρη, διευθυντή του υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας στη Λάρισα. Το 1915 εκλέχθηκε βουλευτής (μέχρι το 1920), ενώ το 1925 εκλέχθηκε ως ο πρώτος πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του νεοσύστατου Οργανισμού Ύδρευσης και Ηλεκτροφωτισμού Λαρίσης (ΟΥΗΛ). Η θυγατέρα του Μαρία παντρεύτηκε στην Αθήνα (παρεκκλήσι Ριζαρείου Σχολής) τον Ιούνιο του 1940 τον Σπύρο Β. Μιχάλη με ανάδοχο τον βιομήχανο Γεώργιο Παπαγεωργίου. Βλ. Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου, Το Α΄ Δημοτικό νεκροταφείο της Λάρισας 1899-1993, Θεσσαλονίκη 2013, αρ. 201, σ. 105.
[4]. Το 1932 διέθετε 350 αργαλειούς και 1.300 εργαζόμενους. Μεταπολεμικά το εργοστάσιο απέκτησε νέο σύγχρονο εξοπλισμό ενώ δημιουργήθηκε και πρότυπος οικισμός για το προσωπικό που στα τέλη της δεκαετίας του 1950 έφθανε τους 2.200 εργαζόμενους. Το εργοστάσιο ανέστειλε τις εργασίες του το 1965.
[5]. Βουλή των Ελλήνων, Μητρώον Πληρεξουσίων, Γερουσιαστών και Βουλευτών, 1822-1935. Αθήνα 1986, α/α 1179, σ. 258.
[6]. Πανελλήνιον Λεύκωμα Εθνικής Εκατονταετηρίδος 1821-1921 (Αθήνα), τ. Β΄, σ. 382.
* Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου
(Βλ. Β΄ Μέρος: Κυριακή 29 Απριλίου 2018)