Οι κατοικίες ήταν κτισμένες μέσα στο ίδιο οικόπεδο εκτάσεως ημίσεως στρέμματος και περιβάλλονταν από τις κατοικίες του Χρήστου Χατζή Τσαούση, των κληρονόμων του Αχιλλέα Κοκορίκου, του Νικολάου Μαργαρίτη, το οικόπεδο της Βασιλικής Ν. Ιωάννου (ή Γούναρη) και τον αυλαγά του Μουσταφά εφένδη. Η μεγαλύτερη κατοικία ήταν ανώγειος, πολύγωνος, πλινθόκτιστος και κεραμοσκεπής και διέθετε υπόγειο, φρέαρ, μαγειρείο, πλυσταριό και τουαλέτα. Στην περιτοιχισμένη αυλή της υπήρχαν αμυγδαλιές, μουριές και αμπέλια. Η μεγάλη κατοικία είχε επιφάνεια 162 τμ. ενώ η μικρότερη 84 τμ. [3].
Την ίδια ημέρα που υπεγράφησαν τα συμβόλαια αγοράς των κατοικιών, ο Δημήτριος Καλύβας χορήγησε στην σύζυγό του Μαργέτα Μίλλερ – Καλύβα «το δικαίωμα όπως εγγράψη επί αυτών και προς εξασφάλισιν της προικός της πρώτην υποθήκην» [4]. Ο Καλύβας επιθυμούσε με αυτόν τον τρόπο να εξασφαλίσει οικονομικά τη σύζυγό του, επειδή ο ίδιος είχε καταναλώσει το σύνολο σχεδόν της προίκας της (15.000 χρυσά φράγκα) στις επενδύσεις του κεραμοποιείου και της βιομηχανίας χρωμάτων που είχαν καταστραφεί ολοσχερώς από τις πλημμύρες της Λάρισας το 1883.
Δύο μήνες νωρίτερα (17 Ιουνίου 1886), ο Δημήτριος Καλύβας είχε υπεκμισθώσει «αποκλειστικώς μόνον το έδαφος και την χρήσιν του χώματος» των 15 στρεμμάτων του πρώην κεραμοποιείου (η πλήρη κυριότητα ανήκε στον Δήμο Λαρίσης) στους κεραμείς – μηχανικούς Γεώργιο Παππαπασχάλη και Παναγιώτη Εμμανουήλ. Η διάρκεια της υπεκμίσθωσης ορίστηκε μέχρι το τέλος Οκτωβρίου και ο Καλύβας θα ελάμβανε αντί ενοικίου 27.000 κεραμίδια τα οποία θα διέθετε αργότερα στην αγορά με σημαντικό κέρδος [5].
Εντούτοις, όπως αποδείχθηκε αργότερα, ο Καλύβας έχασε μία μεγάλη ευκαιρία για την ταχεία οικονομική του ανάκαμψη. Ο Γεώργιος Παπαπασχάλης υπέγραψε συμβόλαια με τους Κωνσταντίνο Σκαλιώρα και Χρήστο Δημητριάδη, κτηματίες, εργολάβους και μετόχους της Εργοληπτικής Μετοχικής Εταιρείας που είχε αναλάβει από το Υπουργείο των Στρατιωτικών την κατασκευή των στρατώνων της Λάρισας. Τα συμβόλαια αφορούσαν την προμήθεια 500.000 κεραμιδιών αντί τιμήματος 42 δρχ. ανά χιλιάδα (σύνολο 21.000 δρχ.) [6]. Επειδή το έδαφος του πρώην κεραμοποιείου του Καλύβα διέθετε άργιλο ανωτέρας ποιότητας για την κατασκευή των κεραμιδιών, ο Παπαπασχάλης είχε ακυρώσει με αμοιβαία συναίνεση, προηγούμενα συμβόλαια με τους προαναφερθέντες εργολάβους [7]. Στις αρχές του 1887 ο Καλύβας ενοικίασε το οικόπεδο του πρώην κεραμοποιείου του αποκλειστικά στον μηχανικό Παναγιώτη Εμμανουήλ αντί μισθώματος ίσο με την αξία 22.000 τούβλων [8].
Τα επόμενα χρόνια ο Καλύβας αναδείχθηκε σε έναν από τους μεγάλους εργολάβους της Λάρισας. Συνεργάστηκε με τους εργολάβους Ελευθέριο Μεθενίτη (Αθήνα), Ανδρέα Στίγκα και Στέργιο Μπασδέκη για την κατασκευή εθνικών οδών στην περιφέρεια της Θεσσαλίας [9], ενώ σύστησε ομάδα με καραγωγείς (Αθανάσιος Δουζαράτος και Αθανάσιος Ζαχαρούλης) για τις μεταφορές δομικών υλικών στις διάφορες περιοχές των έργων [10].
Και ενώ επιχειρηματικά ο Καλύβας είχε ήδη ανακάμψει, ένα παλαιό χρέος από την περίοδο που εργαζόταν στην Αθήνα (1865-1881) ανέτρεψε την καθημερινότητά του. Ο ίδιος χρωστούσε από το 1875 στον έμπορο Νικόλαο Αστρινό από το Κάιρο της Αιγύπτου το ποσό των 2.290,64 δρχ. το οποίο με τους τόκους ανήλθε στο αντίστοιχο των 3.143 δρχ. Ο δικηγόρος των Αθηνών Χρήστος Αγγελάκης και ο Λαρισαίος συνάδελφός του Αθανάσιος Μανδαλόπουλος κίνησαν διαδικασίες κατάσχεσης των ακινήτων του. Οι δύο κατοικίες του στη συνοικία Παράσχου της Λάρισας εκτέθηκαν σε αναγκαστικό πλειστηριασμό (7 Ιανουαρίου 1890) και αγοράστηκαν από τον εργολάβο του Βόλου Ιωάννη Γιαννόπουλο αντί 3.750 δρχ. [11].
Εκτιμώντας ο τελευταίος τις επαγγελματικές του σχέσεις με τον Δημήτριο Καλύβα, πρότεινε στην σύζυγό του να άρει την υποθήκη των οικιών και να τις αγοράσει εκ νέου από αυτόν, αντί του ιδίου τιμήματος. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι δύο οικίες περιήλθαν πλέον στην πλήρη κυριότητα της Μαργέτας Καλύβα [12].
Από το 1894 και μετέπειτα, ο Καλύβας υπήρξε ο επίσημος εργολάβος της Ζαππείου Επιτροπής επί των υποθέσεων της κληρονομιάς του Κωνσταντίνου Ζάππα (1814-1892). Μειοδότησε σε όλες σχεδόν τις δημοπρασίες που διενήργησε ο Ιωάννης Τριπολιτσιώτης ως αντιπρόσωπος και διευθυντής των εν Θεσσαλία κτημάτων της Επιτροπής. Μεταξύ των πολλών έργων που ανέλαβε ήταν η ανόρυξη χάνδακος και η κατασκευή δρόμων και γεφυρών στο Μπακράτσι (σημ. Ζάππειο) της Λάρισας [13].
Ο Καλύβας αναφέρεται ως ενοικιαστής της έπαυλης του κτηματία Ιωάννη Χ. Ρουσόπουλου στη συνοικία Παράσχου της Λάρισας κατά τη διάρκεια της προσωρινής Τουρκικής κατοχής της Θεσσαλίας (1897-1898). Όταν το 1898 η έπαυλη ενοικιάσθηκε στον δικηγόρο Παναγιώτη Παναγιούλα [14], τα ίχνη του «χάνονται» από τη Λάρισα. Προσωπική μας άποψη είναι ότι τα ίχνη του λανθάνουν και εφόσον εντοπισθούν μεταγενέστερα στοιχεία θα επανέλθουμε με συμπληρωματικό σημείωμα.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Ο Αριστείδης Μουσούρος καταγόταν από την Κεφαλονιά. Το 1869 ίδρυσε στον Βόλο τον πρώτο ατμοκίνητο αλευρόμυλο. Είχε στην κατοχή του το χωριό Αγόργιανη στον Δομοκό το οποίο πούλησε τον Οκτώβριο του 1882 στους κατοίκους του αντί 10.000 χρυσών Τουρκικών λιρών. Βλ. Θεσσαλία (Βόλος), φ. 380 (20 Οκτωβρίου 1882). Ο αδελφός του πατέρα του (θείος) Γεράσιμος Μουσούρης (1803-1883) είχε εγκατασταθεί από το 1840 στη Θεσσαλονίκη, όπου εμπορευόμενος δημιούργησε τεράστια περιουσία. Διετέλεσε πρόκριτος της Χριστιανικής Κοινότητας της πόλης και μεγάλος ευεργέτης της.
[2]. Αρχείο Ροδόπουλου, φκ. 018 [1886], αρ. 5105 (28 Αυγούστου 1886).
[3]. Αρχείο Ροδόπουλου, φκ. 034 [1889-1890], αρ. 9889 (7 Ιανουαρίου 1890).
[4]. Αρχείο Ροδόπουλου, φκ. 018 [1886], αρ. 5106 (28 Αυγούστου 1886).
[5]. Αρχείο Ροδόπουλου, φκ. 017 [1886], αρ. 4758 (17 Ιουνίου 1886).
[6]. Αρχείο Ροδόπουλου, φκ. 016 [1886], αρ. 4841, 4842, 4843 (6 Ιουλίου 1886).
[7]. Αρχείο Ροδόπουλου, φκ. 016 [1886], αρ. 4644, 4645, 4646 (25 Μαΐου 1886).
[8]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 020 [1886-1887], αρ. 6215 (28 Ιανουαρίου 1886).
[9]. Αρχείο Ροδόπουλου, φκ. 026 [1887-1888], αρ. 7360 (23 Μαρτίου 1888).
[10]. Αρχείο Ροδόπουλου, φκ. 030 [1888], αρ. 8515 (11 Δεκεμβρίου 1888).
[11]. Αρχείο Ροδόπουλου, φκ. 034 [1889-1890], αρ. 9889 (7 Ιανουαρίου 1890) και αρ. 9982, 9983, 9984 (16 Μαρτίου 1890).
[12]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 029 [1889-1890], αρ. 9754 (21 Μαρτίου 1890).
[13]. Αρχείο Ροδόπουλου, φκ. 050 [1894-1895], αρ. 15576 (18 Νοεμβρίου 1894).
[14]. Αρχείο Ροδόπουλου, φκ. 059 [1898], αρ. 21778 (14 Σεπτεμβρίου 1898).
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου