Υπηρέτησε στη συνέχεια κάτω από τις διαταγές του Οδυσσέα Αντρούτσου, του Καραϊσκάκη και του Δ. Υψηλάντη. Έλαβε μέρος σε πολλές μάχες δίπλα στους μεγάλους καπετάνιους. Μπορούσε να πρωταγωνιστήσει, αλλά πάντα σεμνός, ταπεινός και μετρημένος παρέμεινε στη σκιά. Ωστόσο η δράση του υπήρξε πλούσια.
Είναι αυτός που σκότωσε στο Ζεμενό τον Τούρκο τάταρη, τον ταχυδρόμο, που έφερνε τα γράμματα των Πασάδων στη Λιβαδειά, είναι αυτός που όρμησε μαζί με το Διάκο εναντίον των Τούρκων της Λιβαδειάς και τους έκλεισαν στο κάστρο, που πληγώθηκε στη μάχη εκείνη. Είναι αυτός που συντέλεσε στο να κερδηθεί η μάχη στα Βασιλικά εναντίον του Μπαϋράν πασά. Ναι μεν αρχηγός των Ελλήνων σε κείνη τη μάχη ήταν ο Δρυοβουνιώτης, και να διακρίθηκε ο Γκούρας, αλλά ο Μπούσγος με τα 200 παλικάρια του την πιο κρίσιμη στιγμή της μάχης έδωσε τη νίκη.
Τέλος είναι αυτός που στην προτελευταία μάχη του αγώνα στον Ανηφορίτη της Χαλκίδας όρμησε σαν λιοντάρι κατά των εχθρών, για να πληγωθεί από δυο βόλια.
Σύμφωνα με το βιογραφικό του «σεμνός και μετρημένος δε νοιάζεται να καρπωθεί δόξες και τιμές που δικαιωματικά του ανήκουν. Τις παραμερίζει υπερήφανος, αφήνοντας τες για άλλους. Μετά την επανάσταση εγκαταστάθηκε στην αγαπημένη του Λιβαδειά και πέθανε φτωχός και πικραμένος, γιατί η Πολιτεία δεν τον αντάμειψε όπως του έπρεπε».
Και ο βιογράφος του καταλήγει:
«Την ημερομηνία και το χρόνο του θανάτου του δεν κατάφερα να βρω. Το Γενάρη του 1859 ζει ακόμα, αλλά το 1874 ο Φόρτης μας λέει ότι έχει πεθάνει.»
Φαντασθείτε, λοιπόν, την έκπληξη, την ικανοποίηση μου, όταν πριν από λίγους μήνες ανακάλυψα σε μια παλιά λαμιώτικη εφημερίδα, τη «ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΜΕΘΟΡΙΩΝ», μιαν ανταπόκριση από τη Λιβαδειά, που αφορούσε στο θάνατο και την κηδεία του αγνοημένου από την Πολιτεία αγωνιστή.
Όπως διαπιστώνουμε από την ανάγνωση της ανταπόκρισης, δημοσιεύτηκε στο αριθ. 12 φύλλο της εφημερίδας στις 25 Μαρτίου 1860, ο σεμνός αγωνιστής του ’21 κηδεύτηκε με μεγάλες τιμές. Η Λιβαδειά τίμησε όπως έπρεπε ένα αληθινό παλικάρι που αγωνίστηκε με πίστη και θάρρος για τη λευτεριά της πατρίδας. Όταν ζούσε όμως δεν είχε σπίτι να στεγάσει την οικογένειά του και η μικρή σύνταξή του δεν του έφτανε για να αντιμετωπίσει τις στοιχειώδεις βιοτικές του ανάγκες. Αυτή βέβαια είναι πάντα η μοίρα των αγνών ιδεολόγων, που δικαιώνονται «μετά θάνατον»…
Κώστας Αθ. Ζησόπουλος
δάσκαλος