Ο τελευταίος περί τα μέσα της δεκαετίας του 1860 εγκαταστάθηκε στη Στυλίδα, όπου ίδρυσε μία ατμοκίνητη βιομηχανική μονάδα επεξεργασίας αλεύρων και παραγωγής προϊόντων αρτοποιίας.
Το 1869 το εργοστάσιο καταστράφηκε από πυρκαγιά και ανέστειλε προσωρινά τη λειτουργία του. Την ίδια χρονιά ο Κωνσταντίνος Αγαθοκλής έφθασε στην Στυλίδα για να διαχειριστεί μαζί με τον πατέρα του το μέλλον της επιχείρησης. Κατόρθωσε να λάβει δάνειο 100.000 δρχ. από την Εθνική Τράπεζα με την εγγύηση του Δημοσίου [2] ενώ του παραχωρήθηκαν 16.482/τμ. εθνικών γαιών (τα περισσότερα από αυτά έλη) για την ανέγερση νέου εργοστασίου και αποθηκών [3].
Τον Δεκέμβριο του 1872 και λίγο διάστημα μετά από τον θάνατο του πατέρα του, ίδρυσε την Ομόρρυθμη Εμπορική Εταιρία «Κ. Π. Αγαθοκλής & Σία», με έδρα τη Στυλίδα, συνέταιροι της οποίας ήταν οι αδελφοί του και ο Ιωάννης Γιαννόπουλος, σύζυγος της αδελφής του Καλλιόπης. Η περίοδος από το 1872 μέχρι το 1881 χαρακτηρίστηκε από τη συνεχή επέκταση των επιχειρήσεών του όχι μόνον στον τομέα της αλευροβιομηχανίας, αλλά και σε αυτούς της σιδηρουργίας και της νηματουργίας, ενώ παράλληλα ανέπτυξε ένα μεγάλο δίκτυο υποκαταστημάτων σε πόλεις του τότε Ελληνικού Βασιλείου και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Για τον λόγο αυτό τιμήθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 1873 από την Ελληνική Πολιτεία με τον Αργυρό Σταυρό των Ιπποτών του Βασιλικού Τάγματος του Σωτήρος (ΦΕΚ 56/Α/12-11-1873) [4].
Μετά από την απελευθέρωση της Θεσσαλίας (1881) εγκαταστάθηκε προσωρινά στη Λάρισα όπου ίδρυσε υποκατάστημα του ατμόμυλου με σκοπό την τροφοδοσία του στρατού. Στις 8 Ιανουαρίου 1883 αγόρασε (αντί 6.800 δρχ.) την έπαυλη του Οθωμανού κτηματία Χασάν Χιφζή Ζεϊνέλ ο οποίος είχε μεταναστεύσει στην Προύσα της Μικράς Ασίας. Η έπαυλη που διέθετε 8 δωμάτια, μαγειρείο, φρέαρ, διάφορους βοηθητικούς χώρους και τρία συνεχόμενα εργαστήρια-αποθήκες, βρισκόταν στην συνοικία Ντάρκολι (στην οδό Κωνσταντινουπόλεως αρ. 29), δίπλα από τα Ανάκτορα της Λάρισας [5]. Τον Οκτώβριο του 1883 ο Κωνσταντίνος Αγαθοκλής την ενοικίασε στον Βασίλειο Κ. Ζωγράφο, πρώην υπάλληλο του ξενοδοχείου του Χρήστου Βαμβακά, ο οποίος ίδρυσε το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία» [6]. Το ξενοδοχείο του οποίου τα επίσημα εγκαίνια πραγματοποιήθηκαν την Κυριακή 30 Οκτωβρίου 1883, διέθετε ζυθοπωλείο και εστιατόριο [7].
Την ίδια περίοδο αγόρασε επίσης χιλιάδες στρέμματα στο Μεγάλο Παζαράκι και στο Καραλάρ (Γραμματικό) της Καρδίτσας [8] όπου εφήρμοσε για πρώτη φορά τη μηχανική καλλιέργεια [9]. Το 1885 ανήγειρε μεγάλες λιθόκτιστες αποθήκες στη συνοικία Ντάρκολι της Λάρισας τις οποίες ενοικίασε τον επόμενο χρόνο (1886) στο Υπουργείο των Στρατιωτικών αντί μηνιαίου μισθώματος 100 δρχ. [10]. Στις αρχές της δεκαετίας του 1900 ανήγειρε στα Τρίκαλα, στο Βελεστίνο και στο Φλαμούλι μεγάλους κυλινδρόμυλους οι οποίοι τροφοδοτούσαν με άλευρα τα πρατήρια της Λάρισας (οδός Ακροπόλεως) [11], των Τρικάλων, της Καρδίτσας και του Βόλου.
Το 1901 ο αδελφός του Αριστείδης δολοφονήθηκε στα Τρίκαλα από μέλος της οικογένειας Γιαννόπουλου (που αυτοκτόνησε μετά την πράξη του), ενώ το 1902 ο Κωνσταντίνος Αγαθοκλής γλύτωσε από δολοφονική επίθεση που πραγματοποίησαν άλλα δύο αδέλφια της προαναφερθείσας οικογένειας που είχαν συγγενική σχέση με αυτόν [12].
Ο Κωνσταντίνος Αγαθοκλής εξελέγη βουλευτής Φθιώτιδος στις εκλογές του 1892 ενώ επανεκλέχθηκε στις αντίστοιχες του 1899, του 1902, του 1905 και του 1906. Απεβίωσε εν ενεργεία βουλευτής τον Μάιο του 1908 στην Αθήνα [13]. Δεν είχε νυμφευθεί ποτέ και δεν άφησε απογόνους. Σύμφωνα με τη διαθήκη του γενικός κληρονόμος της περιουσίας του ορίστηκε ο αδελφός του Γεώργιος Αγαθοκλής.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Σύμφωνα με τον καθηγητή και ιστορικό ερευνητή Κωνσταντίνο Α. Μπαλωμένο, τα αδέλφια του ήταν: ο Ηρακλής (†1894), ο Σωτήριος (†1918), ο Γεώργιος (†1921), ο Αριστείδης (†1901), η Μαριγώ, η Καλλιόπη και η Αρχοντούλα. Βλ. άρθρο του ιδίου, «Κωνσταντίνος Παν. Αγαθοκλής», στο διαδικτυακό περιοδικό «Αμφικτύων» [7 Ιουλίου 2017]. Στη μελέτη αυτή παρουσιάζονται άγνωστες πτυχές από την επιχειρηματική δραστηριότητα των προαναφερθέντων στην Φθιώτιδα.
[2]. Νόμος ΤΞΕ΄ (21 Νοεμβρίου 1869): «Περί εγγυήσεως του δημοσίου υπέρ του Κ. Π. Αγαθοκλέους προς πραγματοποίησιν δανείου» (ΦΕΚ 49/Α/28-11-1869).
[3]. Βασιλικό Διάταγμα (21 Δεκεμβρίου 1869): «Περί παραχωρήσεως εις τον Κ. Π. Αγαθοκλέα εθνικών γαιών δι’ ανέγερσιν βιομηχανικού καταστήματος εν Στυλίδι» (ΦΕΚ 5/Α/23-2-1870).
[4]. Επίσης βλ. Φάρος της Όθρυος (Λαμία), φ. 785 (10 Νοεμβρίου 1873).
[5]. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Λάρισας (ΓΑΚ/ΑΝΛ), Συμβολαιογραφικό Αρχείο Αγαθάγγελου Ιωαννίδη, φκ. 005 [1882], αρ. 1114 (8 Ιανουαρίου 1883).
[6]. Ανεξαρτησία (Λάρισα), φ. 205 (19 Οκτωβρίου 1883).
[7]. Ανεξαρτησία (Λάρισα), φ. 209 (2 Νοεμβρίου 1883) και φ. 210 (5 Νοεμβρίου 1883). Η λειτουργία του ξενοδοχείου υπήρξε βραχύβια. Ο Βασίλειος Ζωγράφος δεν κατόρθωσε να ανταπεξέλθει στα έξοδα συντήρησης και ενοικίου και με απόφαση του Πρωτοδικείου Λάρισας κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης. Βλ. Απόφαση Πρωτοδικείου Λαρίσης (16 Ιανουαρίου 1884): «Περί πτωχεύσεως του εν Λαρίσση Βασ. Ζωγράφου» (ΦΕΚ 32/Α/24-1-1884). Στις 16 Ιανουαρίου 1884 ο Ζωγράφος φυλακίστηκε και το ξενοδοχείο σφραγίστηκε, ενώ ως προσωρινοί σύνδικοι ορίσθηκαν ο ιδιοκτήτης του ακινήτου Κωνσταντίνος Αγαθοκλής και ο πιστωτής Δημήτριος Διδίτζης.
[8]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 019 [1886], αρ. 5951 (7 Νοεμβρίου 1886). Πρβλ. Γεώργιος Κλήμος, «Το τσιφλίκι στο Μεγάλο Παζαράκι και Καραλάρ Καρδίτσας του Κων. Αγαθοκλέους και μια κλοπή των ερίων του (μαλλιού προβάτων) από τις εκεί αποθήκες του», Ανακοίνωση στο 4ο Πανελλήνιο Εθνολογικό Συνέδριο Γη και αγώνες των κατοίκων της Πεδινής Θεσσαλίας (8-11 Σεπτεμβρίου 2016), Νίκαια Λάρισας.
[9]. Το 1907 ο Κωνσταντίνος Αγαθοκλής μεταβίβασε την πλήρη κυριότητα των προαναφερθέντων τσιφλικιών σε ομογενείς πρόσφυγες από τη Στενήμαχο αντί 1.200.000 δρχ. πληρωτέων εντός τριετίας. Βλ. Μικρά (Λάρισα), φ. 341 (24 Οκτωβρίου 1907).
[10]. ΓΑΚ/ΑΝΛ, Συμβολαιογραφικό Αρχείο Ανδρέα Ροδόπουλου, φκ. 016 [1886], αρ. 4408 (16 Μαρτίου 1886).
[11]. Μικρά (Λάρισα), φ. 80/230 (5 Αυγούστου 1906).
[12]. Αναγέννησις (Τρίκαλα), φ. 422 (13 Σεπτεμβρίου 1902). Ο Κωνσταντίνος Αγαθοκλής είχε πέσει θύμα και απόπειρας απαγωγής του το 1883 στη Λάρισα. Βλ. Ανεξαρτησία (Λάρισα), φ. 179 (3 Ιουλίου 1883).
[13]. Βλ. «Νεκρολογία», Μικρά (Λάρισα), φ. 22/374 (17 Μαΐου 1908)
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου