Η Λάρισα φάνταζε ως το Ελντοράντο της εποχής και η απόφασή τους να εγκατασταθούν σ’ αυτήν τους δικαίωσε. Η πρώτη διπλωματούχος μαία που εγκαταστάθηκε στην πόλη (1882) ήταν η Άννα Βάλβη. Ήταν απόφοιτος του Μαιευτικού Σχολείου Αθηνών που είχε ιδρυθεί το 1856 (ΦΕΚ 49/Α/20-9-1856) και είχε ασκήσει την πρακτική της εξάσκηση στη Μαιευτική Κλινική του Πανεπιστημίου Αθηνών [1]. Σχεδόν αμέσως διορίσθηκε μαία του Δήμου «έχοντες δ’ ελπίδος και ότι θέλει επιτελέσει ακριβώς τα προς την πόλιν καθήκοντα αυτής» [2]. Εργάστηκε κατά διαστήματα στο Κουτλιμπάνειο Δημοτικό Νοσοκομείο, ενώ παρείχε αφιλοκερδώς τις υπηρεσίες της στις άπορες και ενδεείς οικογένειες της πόλης. Η φήμη της εξαπλώθηκε σε όλη την επαρχία της Λάρισας αφού οι υπηρεσίες που προσέφερε είχαν ως αποτέλεσμα να μειωθούν σημαντικά οι θάνατοι των γυναικών κατά τη διάρκεια του τοκετού. Συνεργάστηκε με τους ιατρούς της πόλης και ιδιαίτερα με τον Ευριπίδη Μακρή που ήταν από τους πρώτους μαιευτήρες της Λάρισας με μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι. Έντονα θρησκευόμενη, υπήρξε από τους μεγάλους δωρητές του Ιερού Ναού του Αγίου Κωνσταντίνου.
Ελάχιστες όμως έως και ανύπαρκτες είναι οι πληροφορίες που αντλήσαμε για την προσωπική της ζωή. Δεν γνωρίζουμε τον τόπο και το έτος γέννησής της, όπως και το αντίστοιχο του θανάτου της. Μέσα όμως από συμβολαιογραφικά έγγραφα γνωρίζουμε ότι ήταν παντρεμένη με τον Γρηγόριο Βάλβη και είχε αποκτήσει δύο παιδιά: Την Μαρία (Μαρίτσα) και τον Αλέξανδρο. Ο σύζυγός πρέπει να απεβίωσε πριν το 1886 αφού τη χρονιά εκείνη αναφέρεται ως χήρα.
Την ίδια χρονιά (1886) προέβη στην αγορά μίας κατοικίας (αντί 800 δρχ.) στη συνοικία Ραμαζάν Ατίκ (τμήμα της συνοικίας Παράσχου ή Αγίου Νικολάου) που ανήκε στην κυριότητα του Οθωμανού κτηματία Χασάν αγά Μεχμέτ [3]. Λίγο διάστημα αργότερα αγόρασε και την διπλανή κατοικία της οποίας ο ιδιοκτήτης παραμένει άγνωστος. Η πρώτη από αυτές εκμισθώθηκε στον δικηγόρο Ανδρέα Πεταλά και η δεύτερη στον λοχαγό του Πυροβολικού Α. Πετμεζά. Οι δύο προαναφερθείσες κατοικίες βρισκόταν μεταξύ της ιδιοκτησίας του εμπόρου Κωνσταντίνου Πάνου (κατοικία σε οικόπεδο εκτάσεως 800/τμ με αποθήκες, μαγειρείο και πηγάδι) και της αντίστοιχης των κληρονόμων του πρώην Οθωμανού δημάρχου Χασάν Ετέμ βέη (κτίριο της Δημαρχίας). Όταν ο Κωνσταντίνος Πάνου πτώχευσε, η κατοικία (μετά του οικοπέδου) εκτέθηκε σε πλειστηριασμό. Περιήλθε στην κυριότητα του Αλέξανδρου Βάλβη αντί 2.010 δρχ. ο οποίος την μεταβίβασε στην μητέρα του αντί του ιδίου τιμήματος [4].
Το 1895 η Άννα Βάλβη προχώρησε σε μία δωρεά εν ζωή προς την θυγατέρα της. Συγκεκριμένα «έχουσα πολλούς λόγους ευαρεσκείας προς την θυγατέρα της Μαρίτσαν και υποχρεώσεις προς αυτήν διά τας περιποιήσεις και τας υπηρεσίας τας οποίας προσφέρει εις αυτήν διατηρούσα τον οίκον της, επιβλέπουσα εις τα της οικιακής οικονομίας και εργαζομένην εις την υπηρεσίαν του οίκου και παρασκευάζουσα τα της ενδυμασίας και ύπνου αναγκαία και εν γένει βοηθούσα αυτήν διά των υπηρεσιών ας παρέχει εις την εξάσκησιν του επαγγέλματός της και αύξησιν της πελατείας της ως μαία», της δώρισε τις δύο προαναφερθείσες συνεχόμενες κατοικίες της στην συνοικία Ραμαζάν Ατίκ. Η παραπάνω δωρεά ήταν αμετάκλητη, όμως η Άννα Βάλβη έθεσε και έναν όρο στην περίπτωση που η θυγατέρα της δεν θα παρείχε πλέον τις υπηρεσίες της. Σύμφωνα με αυτόν θα έπρεπε «να πληρώνη εις την δωρήτριαν μητέρα της δραχμάς τριάκοντα μηνιαίως μέχρι του θανάτου αυτής» [5].
Στις 30 Μαρτίου 1896, η Άννα Βάλβη προχώρησε και σε άλλη δωρεά προς την θυγατέρα της για τους ίδιους προαναφερθέντες λόγους. Της παραχώρησε για μία πενταετία (1896-1901) τους ετήσιους τόκους ενός κεφαλαίου 6.000 δρχ. το οποίο μετά το πέρας αυτής θα περιερχόταν εξ ολοκλήρου σ’ αυτήν [6].
Ο γιος της Αλέξανδρος Βάλβης, υπήρξε από τους πιο φημισμένους πιλοποιούς της Λάρισας. Στο εργαστήριό του κατασκεύαζε καπέλα ανδρικά και γυναικεία (κούκους) ενώ πωλούσε παράλληλα εισαγόμενες ομπρέλες, γραβάτες και άλλα είδη νεωτερισμών [7]. Αρχικά η επιχείρησή του στεγάστηκε σε κατάστημα ιδιοκτησίας της Νεσιμέ χανούμ, χήρας του Γιαγχά πασά που βρισκόταν στη συνοικία Δαρκουρά [8]. Το 1899 μετέφερε την επιχείρησή του σε κατάστημα επί της Κεντρικής Πλατείας της πόλης (Πλατεία Δικαστηρίων) που ανήκε στην κυριότητα του κτηματία Σταύρου Αγγελίδη. Στο κατάστημα αυτό λειτουργούσε μέχρι τότε η επιχείρηση του υποδηματοποιού Νικολάου Καρυώτη. Το μισθωτήριο συμβόλαιο υπογράφηκε αρχικά για τρία έτη (αντί συνολικού μισθώματος 1.440 δρχ.) και ανανεωνόταν συνεχώς μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1900 [9]. Σύμφωνα με την ειδησεογραφία της εποχής, ενώ αναφέρεται ότι αρραβωνιάστηκε την Κυριακή 15 Ιουλίου 1890 με την Ελένη Μαλικούτη [10], εν τούτοις νυμφεύθηκε τελικά τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους την Γαρουφαλιά Παπαθεοχάρους με κουμπάρο τον συμβολαιογράφο Αγαθάγγελο Ιωαννίδη [11]. Η θυγατέρα του Άννα, ήταν βιολίστρια και παντρεύτηκε τον Νοέμβριο του 1911 στην Αθήνα τον πιανίστα Αιμίλιο Κρασσά [12].
Δεν έχει ακόμα αποσαφηνισθεί η σχέση της Άννας Βάλβη με την δημοδιδάσκαλο Δέσποινα Βάλβη περί της οποίας θα αναφερθούμε σε προσεχές σημείωμα.
Σημειώσεις
[1]. Ελευθερία Παραδάκη-Μανουρά, «Επισκόπηση της εξέλιξης της επαγγελματικής εκπαίδευσης των Μαιών-Μαιευτών (1833-1983», Εισήγηση στο 8ο Πανελλήνιο Συνέδριο Μαιών-Μαιευτών (2-4 Ιουνίου 2000), Ελευθώ (Αθήνα), τ. 5, τχ. 4 (2000), σ. 151-156.
[2]. Ανεξαρτησία (Λάρισα), φ. 85 (11 Αυγούστου 1882)
[3]. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Λάρισας (ΓΑΚ/ΑΝΛ), Συμβολαιογραφικό Αρχείο Αγαθάγγελου Ιωαννίδη, φκ. 018 [1886], αρ. 5571 (26 Αυγούστου 1886).
[4]. ΓΑΚ/ΑΝΛ, Συμβολαιογραφικό Αρχείο Ανδρέα Ροδόπουλου, φκ. 035 [1890], αρ. 10169, 10170, 10171 και 10172 (17 Ιουνίου 1890).
[5]. Αρχείο Ροδόπουλου, φκ. 054 [1895-196], αρ. 16890 (12 Δεκεμβρίου 1895).
[6]. Αρχείο Ροδόπουλου, φκ. 055 [1896], αρ. 17117 (30 Μαρτίου 1896).
[7]. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 564 (18 Φεβρουαρίου 1901).
[8]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 051 [1895], αρ. 18403 (4 Αυγούστου 1895).
[9]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 064 [1899], αρ. 23471 (16 Σεπτεμβρίου 1899).
[10]. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 42 (17 Ιουλίου 1890).
[11]. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 66 (3 Ιανουαρίου 1891).
[12]. Μικρά (Λάρισα), φ. 16/522 (6 Νοεμβρίου 1911).
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου