Μια βόλτα με τον Λάκη Χαλκιά στο Πολυτεχνείο τέτοιες μέρες, της «φωτιάς», είναι πάντα ξεχωριστή. Είναι διαφορετικά αυτά τα «Μαλαματένια λόγια» όταν τα ακούς στα ηχεία του Πολυτεχνείου και όπως κάθε χρόνο του θυμίζουν ακριβώς το ίδιο:
«Του κόσμου ποιος το λύνει το κουβάρι, ποιος είναι καπετάνιος στα βουνά
ποιος δίνει την αγάπη και τη χάρη και στις μυρτιές του Άδη σεργιανά
μαλαματένια λόγια στο χορτάρι ποιος βρίσκει για την άλλη τη γενιά».
Τις ευθύνες σου στην επόμενη γενιά, με λίγα λόγια όπως τις περιέγραψε ο Μάνος Ελευθερίου σε αυτούς τους στίχους. Θα ήταν υποκρισία να πω ότι αυτή η βόλτα είναι τυπική και δημοσιογραφική. Άλλωστε από τότε που ήμουν παιδί χαιρόμουν τόσο να ακούω τα «Μαλαματένια Λόγια» στα μεγάφωνα του Πολυτεχνείου. Το ίδιο και σήμερα. Τα τραγούδια και οι φωνές στα μεγάφωνα ζωντανεύουν την ιστορία σ’ εμάς που δεν ήμασταν εκεί, αλλά βρεθήκαμε σ’ αυτό το προαύλιο πρώτη φορά σ’ ένα παιδικό καρότσι, κάναμε την πρώτη πορεία στους ώμους του μπαμπά μας και σήμερα νιώθουμε ότι πρέπει να το κρατήσουμε ζωντανό πάση θυσία. Ο Λάκης Χαλκιάς είναι ένας τραγουδιστής με πολιτική τοποθέτηση, που η φωνή του έχει «ντύσει» όλες τις πορείες, όχι μόνο του Πολυτεχνείου, τις απεργιακές κινητοποιήσεις, τις πολιτικές συγκεντρώσεις, αλλά και αμέτρητα γλέντια, με δημοτικά και λαϊκά τραγούδια. Μια πολιτική τοποθέτηση που του κόστισε σίγουρα, αλλά όπως λέει ο ίδιος ποτέ δεν μετανιώνει και υπερασπίζεται τη συνέπειά του. Μια μέρα σαν τη σημερινή, 17 Νοεμβρίου 2017, ο Λάκης Χαλκιάς μιλάει στην «Ε» για το πολιτικό τραγούδι, τις μέρες του Πολυτεχνείου, την ανάγκη να συνεχιστεί ο εορτασμός του και τους ποιητές που τραγούδησε όλα αυτά τα χρόνια...
* Μισός αιώνας καριέρας και η φωνή σας έχει τραγουδήσει τους μεγαλύτερους ποιητές και τους μεγαλύτερους συνθέτες. Πολιτικό τραγούδι, λαϊκό, ρεμπέτικο και δημοτικό. Ποια η αξία του καθενός και πώς συμβιβάζονται;
- Για την ακρίβεια 58 χρόνια τα δικά μου και με αυτά που κουβαλάω από την οικογένειά μου 160 μέχρι σήμερα! Γόνος της μεγαλύτερης μουσικής οικογένειας στην Ελλάδα, με συνεχή προσφορά και δράση όλα αυτά τα χρόνια, αυτό που έχω διδαχτεί από τους δικούς μου και τις συνεργασίες, που ευτύχησα να έχω με όλους αυτούς τους μεγάλους και καταξιωμένους καλλιτέχνες και πνευματικούς ανθρώπους είναι ότι όταν το τραγούδι εκφράζει τα πραγματικά προβλήματα, τα πάθη, τις χαρές και τις λύπες, τους αγώνες, κι όλες τις εκφάνσεις της ζωής ενός λαού, τότε έχει την ανάλογη αξία και γίνεται διαχρονικό. Σε όλα αυτά τα χρόνια που ασκώ αυτό το επάγγελμα, θεωρώ ότι εκτός από το ρεμπέτικο που το πρόλαβα για λίγο, όλα τα άλλα είδη, τα έχω ζήσει μέσα από όλες τις καταστάσεις και τις ανάγκες που δημιουργήθηκαν, είτε καλές, είτε κακές ήταν. Για μένα που πέρασα από όλες αυτές τις σχολές και την εξέλιξη του τραγουδιού, ήταν ένα συνεχές σχολείο που ακόμα θεωρώ ότι δεν έχω δώσει τις εξετάσεις μου, γιατί αυτές έρχονται στο τέλος σαν παρακαταθήκη της καριέρας του καθενός μας.
* Η φωνή σας συνεχίζει να συντροφεύει επετείους όπως του Πολυτεχνείου, πορείες, απεργίες και κάθε είδους λαϊκή κινητοποίηση. Μέσα από τα τραγούδια σας διατρέχουμε την ιστορία της χώρας. Παράδοση, πολιτικοί αγώνες, μετανάστευση, εργατικό κίνημα. Πώς βιώσατε την κάθε εποχή και με ποιο κριτήριο επιλέξατε αυτή την πορεία; Θα την αλλάζατε;
- Είχα την τύχη να ζήσω και να μαθητεύσω κοντά στο συγκρότημα της οικογένειας των Χαλκιάδων κοντά σ’ αυτούς μεταλαμπάδευσα το γνήσιο δημοτικό μας τραγούδι στην πραγματική του διάσταση, όπως και την τεράστια και αξεπέραστη παρακαταθήκη του λαού μας τη δημοτική μας ποίηση, αυτά τα στοιχεία ήταν που με έκαναν να αγαπήσω τη δουλειά μου, τη χώρα μου, τον λαό μου και γενικά όλο τον κόσμο. Οι συνεργασίες μου με τους κορυφαίους λαϊκούς τροβαδούρους, η ξενιτιά μου τέσσερα χρόνια στην Αμερική, με έμαθαν τελικά να συγκρίνω το μεγαλείο της ελληνικής μουσικής γενικά, αλλά και να ακούσω μεγάλους ξένους καλλιτέχνες της εποχής εκείνης που μου άνοιξαν ακόμα πιο πολύ τους μουσικούς μου ορίζοντες ώστε όταν γύρισα στην Ελλάδα γνώριζα τι θα ήθελα να εκφράσω μέσα από την τέχνη μου. Το 1971, γύρισα σε μια πολυτάραχη αλλά πολύ δημιουργική εποχή και μέσα από τη συνεργασία μου με τον ξεχωριστό συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο ευτύχησα να τραγουδήσω τραγούδια, που σημάδεψαν εμένα και τη στάση μου στα χρόνια που πέρασαν. Σ’ όλα αυτά τα γεγονότα που αναφέρεις, δεν θα μπορούσα να βγάλω απ’ έξω τον εαυτό μου, αφού τα τραγούδια που ερμήνευσα, όπως και άλλων μεγάλων συνθετών και ποιητών αποτύπωναν ακριβώς τις αγωνίες και τους αγώνες ενός λαού, που έτσι κι αλλιώς ήταν διαχρονικά αιτήματα του εργατικού κόσμου.
Θυμάμαι μετά την πτώση της χούντας, την πρώτη χρονιά στο Πολυτεχνείο που έστησαν επάνω στη βεράντα του κεντρικού κτιρίου τη σκηνή και τραγούδησα τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Διονύσιου Σολωμού, σε μουσική του Γιάννη Μαρκόπουλου. Ήταν για μένα η μεγαλύτερη τιμή που θα μπορούσε να γίνει. Όσο για την παρουσία μου στα φεστιβάλ νεολαιών και κυρίως της ΚΝΕ ήταν τακτική, ενώ συχνά βρισκόμουν στο εξωτερικό κοντά στους μετανάστες μας, αλλά και σε όλους τους αγώνες του εργατικού κινήματος.
Έτσι έγινα ένα με όλο αυτό τον κόσμο και ένιωθα ακόμα πιο υπεύθυνος γι’ αυτά που τραγουδούσα. Δεν ήθελα ποτέ να πούνε, ότι ο Χαλκιάς μάς πρόδωσε και την έκανε γυριστή για να πάει να οικονομήσει. Ποτέ δεν μετάνιωσα για όλα αυτά και αν πάλι ξαναζούσα, πάλι τα ίδια θα έκανα.
* Στο Πολυτεχνείο, στις 17 Νοεμβρίου 1973, πού βρισκόσασταν και πώς ζήσατε εκείνες τις μέρες;
- Επειδή είχα ζήσει έντονα όλες τις μέρες και τις στιγμές της εποχής εκείνης του ‘ 73, τότε δούλευα στην ιστορική μπουάτ «ΛΥΔΡΑ» στην Πλάκα, μετά τη δουλειά πήγαινα στο Πολυτεχνείο και καθόμουν με τις διάφορες παρέες, λέγαμε και κανένα τραγούδι. Θα σας πω αυτό το περιστατικό, όπου στην έναρξη της νέας σεζόν, το πρώτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου του 1973, που κάναμε με τον Γιάννη Μαρκόπουλο, τον Χαράλαμπο Γαργανουράκη, την Τάνια Τσανακλίδου, τον Χρήστο Λεττονό κ.α. Καλέσαμε τους φίλους μας και μεταξύ αυτών και όλο το συμβούλιο της ΕΦΕΕ, όπως και ένα μέρος πνευματικών ανθρώπων, όταν τελείωσε η παράσταση βγήκε ο κόσμος έξω και ξεκίνησε ένα αυθόρμητο συλλαλητήριο με πρώτους τους φοιτητές και με πορεία προς το Σύνταγμα. Την άλλη μέρα ήρθε η Αστυνομία και μας έκλεισε την Μπουάτ για 10 μέρες. Έτσι ήμασταν από τους πρώτους που διαισθανθήκαμε ότι κάτι θα επακολουθήσει πολύ σοβαρό, ώστε όλα τα γεγονότα που επακολούθησαν να τα παρακολουθήσουμε από πολύ κοντά.
* Ήσασταν και στη μεγάλη συναυλία για την πτώση της Χούντας, ποιο ήταν το δικό σας συναίσθημα και τι εισπράξατε από τον κόσμο;
- Είναι στιγμές που δεν περιγράφονται με λόγια, μόνο ένα θα πω! Τραγουδάγαμε όλοι μας με όλη τη δύναμη της ψυχής μας, γιατί αυτό μας το δημιουργούσε αυτός ο ανεπανάληπτος και φοβερός κόσμος που μας άκουγε και τραγουδούσε μαζί μας, μας χειροκροτούσε με ενθουσιασμό, έτοιμος να κάνει το ακατόρθωτο ένας λαός γίγαντας(!) που ήξερε τι ήθελε και για αυτά τα αιτήματα που διεκδικούσε δεν έκανε βήμα πίσω.
* Γιατί η επέτειος του Πολυτεχνείου επιβάλλεται να συνεχίσει να γιορτάζεται και τι εξυπηρετούν όλοι αυτοί που προσπαθούν με κάθε τρόπο να την απαξιώσουν και να την καταργήσουν;
- Η επέτειος του Πολυτεχνείου επιβάλλεται να συνεχιστεί να γιορτάζεται και να επιβάλλεται ως μάθημα στην εκπαίδευση για τις νέες γενιές, γιατί είναι η τελευταία αντίσταση και αντίδραση του ελληνικού λαού, όχι όπως στην Κατοχή που γνώριζε και αγωνίζονταν να πετάξει τον κατακτητή από τον τόπο του, αλλά γιατί ο ελληνικός λαός όπως και άλλοι λαοί στις μέρες μας επιβάλλεται να μάθουν τον νέο τρόπο κάθε μορφής χούντας πως μπορεί να επιβληθεί όχι με τα όπλα αλλά με το χρήμα, και τη δημαγωγία. Και η Δικτατορία μας δίδαξε τον τρόπο της μετάδοσης του φόβου και της τρομοκρατίας των λαών με τον εχθρό τώρα πια μέσα στο σπίτι μας, που η τεχνολογία τον κάνει αόρατο, πολύ πιο δυνατό από πολλούς στρατούς και όπλα που έρχονται να σε κυριεύσουν, που σήμερα είναι η οικονομία, η τεχνολογία και τα Social Media. Όσο για τους γνωστούς - αγνώστους και την κατάληψη αυτού του ιερού χώρου τόσες μέρες χωρίς να αφήνουν τον λαό να τιμήσει την επέτειο πιστεύω ότι βεβηλώνουν τον χώρο και την ιδέα. Και με το κύμα και των άλλων ξένων αντιεξουσιαστών που ήρθαν από διάφορες χώρες νιώθω αποτροπιασμό και αποκρουστικότητα για όλα αυτά που συμβαίνουν σ’ αυτό τον χώρο. Με κυρίαρχα τα σημερινά γεγονότα της έλλειψης πολιτισμού, του βανδαλισμού, του κανιβαλισμού. Με τα διάφορα ναρκωτικά που ποτίζουν τους νέους όλου του κόσμου για να φτάνουν στα άκρα.
* Οι επιλογές σας, σας τοποθέτησαν και σε έναν πολύ συγκεκριμένο πολιτικό χώρο. Είχε κόστος αυτή η επιλογή; Θεωρείτε ότι είναι καθήκον του καλλιτέχνη να τοποθετείται στα πράγματα;
- Η οικογένειά των Χαλκιάδων ήταν πάντα δημοκρατική και πάντα ένιωθε μεγάλη ευθύνη γι’ αυτά που έκφραζε μέσα από την τέχνη της, τη γνήσια παραδοσιακή μουσική και πάντα προσπαθούσε να μην τη διαχωρίσει γιατί η παράδοση ανήκει σε όλο τον ελληνικό λαό, έπρεπε να τη διασώσει και να τη διαφυλάξει, να την κάνει όσο μπορούσε καλύτερη και βεβαίως να τη διαδώσει και σε νέες γενιές. Δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου μακριά από το δημοτικό μας τραγούδι αυτό είναι το οξυγόνο μου για ό,τι κι αν κάνω, θέλω να το εκφράζω γιατί θεωρώ τον εαυτό μου στις μέρες που περνάμε από τους τελευταίους αυτής της μεγάλης γενιάς που το κουβαλάμε ανόθευτο και ζωντανό, και γιατί αυτό τον σκοπό τον θεωρώ χρέος για τη στήριξη της κουλτούρας μας, της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, και της εθνικής μας ταυτότητας και αυτό το θεωρώ καθαρά πολιτική στάση. Άλλωστε αυτά με συνδέουν χρόνια με τους απλούς καθημερινούς ανθρώπους της αγροτιάς, της εργατιάς και όχι μόνο, όπως και των Ελλήνων της διασποράς, που το ελληνικό τραγούδι και κύρια το δημοτικό το φυλάνε ως κόρη οφθαλμού, είναι και ήταν πάντα κοντά μας και καταλάβαιναν την τέχνη μας αυτή, χωρίς ποτέ να κανένας από όλους μας να εξετάσουμε πολιτικά φρονήματα του άλλου. Κάτω από αυτές τις συνθήκες θεώρησα την επιλογή μου φυσιολογική να βρεθώ στον χώρο της Αριστεράς, στους αγώνες τους και με τα τραγούδια να απαλύνω τα καθημερινά τους προβλήματα. Εξάλλου από μικρός έβλεπα την ανισότητα των τάξεων κι όταν μια εποχή πήγαινα στις ταβέρνες με την κιθαρούλα μου, επειδή ο πατέρας μου είχε αρρωστήσει για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, ένιωσα στο πετσί μου τη δυστυχία, αλλά και την καλοσύνη όλων αυτών των ταπεινών καθημερινών ανθρώπων του μόχθου και του μεροκάματου, που με αγκάλιασαν και με προστάτεψαν. Βέβαια και μετά τη ρήξη που έγινε, εγώ δεν διέκοψα ποτέ την επικοινωνία μου με τους φίλους μου και συντρόφους που είχαν αποχωρήσει, γιατί είχα δεθεί μαζί τους. Δεν προσπάθησα να κρύψω ποτέ την ταυτότητά μου, και κάποια στιγμή έβαλα και υποψηφιότητα με το Κ.Κ.Ε. θέλοντας να τιμήσω τη μνήμη των συντρόφων μου, Χαρίλαου Φλωράκη, Γιάννη Ρίτσου, Μάνου Κατράκη και του δημοσιογράφου και αδελφικού μου φίλου Πάνου Γεραμάνη. Με το κόμμα ήμουνα πάντα φίλος, γιατί έβλεπα ότι δεν θα τα κατάφερνα να είμαι εντάξει στις υποχρεώσεις μου, αφού η τέχνη μου ήταν πάντα πιο δυνατή και με απορροφούσε. Αν είχε κόστος η στάση μου αυτή; Στην Ελλάδα που ζούμε είναι κάμποσοι δυστυχώς που πετροβολούν τα δέντρα που καρπίζουν. Ευτυχώς έχω περάσει εδώ και πολλά χρόνια πια σε ένα άλλο επίπεδο επικοινωνίας με όλο τον κόσμο και με βλέπουν περισσότερο ως καλλιτέχνη και όχι ως πολιτικό πρόσωπο και είμαι αποδεκτός από όλο τον κόσμο. Ευτυχώς αυτοί που προσπάθησαν να μου κάνουν κακό, είναι οι πάντα μικροί άνθρωποι, κακοήθεις με πολλά προσωπικά προβλήματα και απολίτιστοι. Το ότι έχω φίλους και θαυμαστές από τους περισσότερους πολιτικούς χώρους με κάνει πολύ υπερήφανο και ακόμη πιο δυνατό και τους ευχαριστώ πολύ για αυτή την αποδοχή, την εκτίμηση και την εμπιστοσύνη τους προς το πρόσωπό μου.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΦΩΤΑΚΗ