Καθηγητές του στη σχολή ήταν μεταξύ άλλων οι αρχιμανδρίτες Νικηφόρος Γλυκάς ο Ίμβριος (1819-1896) και Γερμανός Γρηγοράς. Το 1869 συναντούμε τον Νεόφυτο, τους συμφοιτητές και τους προαναφερθέντες καθηγητές του, ως συνδρομητές σε μελέτη του Γερμανού θεολόγου και ιστορικού Philip Schaff (1819-1893) η οποία εκδόθηκε από την Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης [1]. Μετά την αποφοίτησή του επέστρεψε στο Άγιο Όρος όπου ως ιερομόναχος δίδαξε για ένα χρόνο (1869-1870) στην Αθωνιάδα Σχολή, ενώ από το 1870 μέχρι το 1873 τον συναντούμε ως αρχιμανδρίτη και πρωτοσύγκελο στη Μητρόπολη των Σερρών. Το 1873 διορίσθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο ιεροκήρυκας στη Σάμο, περίοδο κατά την οποία ηγεμόνες στο νησί διετέλεσαν οι Κωνσταντίνος Αδοσίδης πασάς (1873-1874) και ο Κωνσταντίνος Φωτιάδης (1874-1877). Το 1877 «ότε η κλαγγή των όπλων ήρξατο να αντηχεί εις τα πεδία και τα όρη της Θεσσαλίας» επιβιβάσθηκε σε πολεμικό ατμόπλοιο και κατέφυγε στην Αθήνα, για να αποφύγει τη σύλληψή του που είχε διατάξει ο ηγεμόνας του νησιού [2].
Στην Αθήνα κατατάχθηκε ως στρατιωτικός ιερέας τρίτης τάξεως στο σώμα του Πυροβολικού του Ελληνικού Στρατού. Στις 19 Νοεμβρίου 1877 διορίσθηκε στη Μεραρχία της Στερεάς Ελλάδος (ΦΕΚ 97/Α/24-12-1877), ενώ στις 7 Μαΐου 1880 προήχθη σε στρατιωτικό ιερέα δευτέρας τάξεως (ΦΕΚ 68/Α/16-6-1880). Ο Νεόφυτος Μάγνης ακολούθησε τα ελληνικά στρατεύματα στη Θήβα, τη Χαλκίδα, τη Λαμία, το Δομοκό και εισήλθε μαζί τους στην απελευθερωθείσα Λάρισα (31 Αυγούστου 1881). Κατά το διάστημα της παραμονής στην πόλη πραγματοποίησε περιοδεία σε πόλεις και χωριά της Θεσσαλίας. Στις 8 Νοεμβρίου 1881 επισκέφθηκε τη γενέτειρά του Πορταριά όπου εκφώνησε έναν ενθουσιώδη λόγο κατά τη διάρκεια της δοξολογίας που πραγματοποιήθηκε για την απελευθέρωση της Θεσσαλίας [3], ενώ στη μητρόπολη του Βόλου κατήγγειλε τη συμπεριφορά «τινών βαθύπλουτων συμπατριωτών οίτινες τους πάντες περιφρονούν ενώπιον του ατομικού τους συμφέροντος» [4].
Στις 7 Μαΐου 1882 διορίσθηκε στρατιωτικός ιεροκήρυκας στο Νομό Ευβοίας, αλλά λίγες όμως ημέρες αργότερα (30 Μαΐου 1882) παραιτήθηκε οριστικά από την στρατιωτική υπηρεσία (ΦΕΚ 80/Α/19-8-1882) και εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Λάρισα. Με απόφαση του Υπουργείου των Εκκλησιαστικών διορίσθηκε το 1883 επίσημος ιεροκήρυκας του Νομού Λαρίσης. Μέχρι τότε χρέη ιεροκήρυκα στις διάφορες εκκλησίες του νομού εκτελούσαν (κατόπιν εγκρίσεως του εκάστοτε μητροπολίτη) ιερείς, διδάσκαλοι, καθηγητές και δικηγόροι. Επομένως η τοποθέτησή του στη Λάρισα ήγειρε αμφιβολίες στον τοπικό Τύπο για το κατά πόσο ο διορισμός του θα επιδρούσε θετικά στο θρησκευτικό συναίσθημα των κατοίκων.
Αμέσως μετά την τοποθέτησή του, μετέβη στη Ραψάνη (Ιούλιος 1883) για να παρευρεθεί στις εξετάσεις του νεοσύστατου ελληνικού σχολείου (διδάσκαλος Δ. Δουμούζας) [5]. Η ομιλία του προς τους νεαρούς μαθητές ήταν το πρώτο δείγμα για αυτό που επρόκειτο να ακολουθήσει. Σε σύντομο χρονικό διάστημα ο μεστός του λόγος προκαλούσε ρίγη συγκινήσεως, ενθουσιασμού και εθνικής υπερηφάνειας με αποτέλεσμα οι ναοί στους οποίους κήρυσσε να ήταν πάντοτε υπερπλήρεις. Τα σχόλια στον Τύπο ήταν πλέον εγκωμιαστικά: «Τα επίσημα έγγραφα μαρτυρούσιν ου μόνον τα θρησκευτικά και εθνικά αυτού αισθήματα, αλλά και την παιδείαν και την ικανότητα και τας λοιπάς χριστιανικάς αρετάς (…) εν καιροίς χαλεποίς ή μάλλον εν ημέραις πονηραίς εν αις το θρηκευτικόν συναίσθημα οσημέραι μαραίνεται η δε αρετή καθίσταται σημαινόμενον ανακριβές εν τη διαφθορά της κοινωνίας» [6].
Στη Λάρισα διέμενε στη συνοικία Καραγάτς (Αγίου Κωνσταντίνου) σε μία οικία που αγόρασε στις 23 Αυγούστου 1884 έναντι 230 δρχ. από τον Ιμπραήμ αγά Μουσταφά, ο οποίος ήταν πληρεξούσιος των Οθωμανών κτηματιών και αδελφών Μεχμέτ, Εμινέ και Εγιούπ Μαμούτ που είχαν εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη [7]. Αμέσως μετά ξεκίνησε μία εξάμηνη περιοδεία σε όλα τα χωριά του τότε Νομού της Λάρισας, μετά το τέλος της οποίας αρρώστησε σοβαρά και παρέμεινε κλινήρης για δύο περίπου μήνες στη Λάρισα [8]. Τους επόμενους μήνες άρχισε μία «ατέλειωτη» αλληλογραφία με το Υπουργείο με σκοπό να ιδρυθεί στη Λάρισα Ιερατική σχολή. Το Βασιλικό διάταγμα της 20ης Αυγούστου 1885: «Περί συστάσεως ιερατικού σχολείου εν Λαρίσση» (ΦΕΚ 102/Α/22-8-1885) ήταν η καλύτερη ανταμοιβή των κόπων του.
Το 1890, όταν εμφανίστηκαν στη Λάρισα «εχθροί της Εκκλησίας αμφιβόλων θρησκευτικών πεποιθήσεων και δοξασιών οι οποίοι ήλθον να στήσωσι την παγίδα εν μέσω του ποιμνίου» εξηγούσε αναλυτικά στις ομιλίες του, τις μεθόδους που ακολουθούσαν οι τελευταίοι για να προσηλυτίσουν τους πιστούς. Κάποιοι όμως θερμόαιμοι πολίτες ξυλοφόρτωσαν τους προπαγανδιστές με αποτέλεσμα το Υπουργείο να τον θεωρήσει ως ηθικό αυτουργό των επεισοδίων. Εκατοντάδες ήταν τα τηλεγραφήματα διαμαρτυρίας που εστάλησαν στο Υπουργείο από τη Λαρισαϊκή κοινωνία με αποτέλεσμα να ανασταλεί οριστικά η πειθαρχική του δίωξη [9].
Ο Νεόφυτος Μάγνης παρέμεινε στη Λάρισα μέχρι το 1894. Στη συνέχεια τοποθετήθηκε ιεροκήρυκας στη Μητρόπολη Δημητριάδος στην οποία παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του στις αρχές της δεκαετίας του 1920.
Είχε τιμηθεί (1η Δεκεμβρίου 1886) από την Ελληνική Πολιτεία «ένεκα της ευδοκίμου υπηρεσίας του» με τον Αργυρό Σταυρό των Ιπποτών του Β. Τάγματος του Σωτήρος (ΦΕΚ 361/Α/30-12-1886) [10].
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Philip Schaff, Το Θεανδρικόν πρόσωπον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, μεταφρασθέν υπό του Γρηγορίου Ι. Γώγου του Λεσβίου και εκδοθέν τη φιλοτίμω δαπάνη της εφορίας της εν Σμύρνη Ευαγγελικής Σχολής. Εν Σμύρνη: εκ του τυπογραφείου της Αμαλθείας, 1869.
[2]. Θεσσαλία (Βόλος), φ. 289 (28 Νοεμβρίου 1881).
[3]. «Λόγος εκφωνηθείς τη 8 Νοεμβρίου 1881 υπό του στρατιωτικού ιερέως του Πυροβολικού Αρχιμανδρίτου Νεοφύτου Μάγνητος εν τη ιερά εκκλησία του Αγίου Νικολάου της κωμοπόλεως Πορταριάς και ιδιαιτέρας αυτού πατρίδος εν τη οποία εψάλη δοξολογία επί τη απελευθερώσει της Θεσσαλίας», Θεσσαλία (Βόλος), φ. 285 (13 Νοεμβρίου 1881).
[4]. Φωνή του Λαού (Βόλος), φ. 3 (2 Δεκεμβρίου 1881).
[5]. Ανεξαρτησία (Λάρισα), φ. 182 (14 Ιουλίου 1883).
[6]. Βλ. άρθρο «Ο Νομο-ιεροκήρυξ αρχιμανδρίτης Νεόφυτος Μάγνης», Ανεξαρτησία (Λάρισα), φ. 161 (12 Μαΐου 1883).
[7]. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Λάρισας (ΓΑΚ/ΑΝΛ), Συμβολαιογραφικό Αρχείο Αγαθάγγελου Ιωαννίδη, φκ. 012 [1884], αρ. 3341 (23 Αυγούστου 1884).
[8]. Ανεξαρτησία (Βόλος), φ. 387 (10 Ιανουαρίου 1885).
[9]. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 27 (4 Απριλίου 1890) και φ. 35 (29 Μαΐου 1890).
[10]. Στο προαναφερθέν ΦΕΚ είχε αναγραφεί εκ παραδρομής ως Γρηγόριος Μάγνης. Διορθώθηκε το 1887 στο σωστό «Νεόφυτος Μάγνης» (ΦΕΚ 65/Α/18-3-1887).
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου