Ήταν ο Ιταλός θεατρώνης και καλλιτεχνικός ιμπρεσάριος Φερδινάνδος Καμπίνι Σφόρτζα (Ferdinando Campini Sforza), ο οποίος συνοδευόταν από την Γερμανίδα σύζυγό του Αιμιλία Μίττακ (Emilia Mittak). Ο Σφόρτζα επιθυμούσε να δραστηριοποιηθεί επαγγελματικά στη Λάρισα, κυρίως στον τομέα της ψυχαγωγίας που γνώριζε ήδη πολύ καλά. Επιθυμούσε να προσφέρει στους Λαρισαίους έναν συνδυασμό θεάματος και ακροάματος: αφενός τον αισθησιασμό από την εμφάνιση των αοιδών και αφετέρου την μουσική απόλαυση από τα άσματά τους. Στο παρελθόν είχε δικά του ωδικά καφενεία (cafés-chantants) με Γερμανίδες αοιδούς [1]. Η πανέμορφη σύζυγός του ήταν «πρώτο όνομα» σε ανάλογο σχήμα. Την ερωτεύθηκε παράφορα και την νυμφεύθηκε. Από τον γάμο τους απέκτησαν πέντε παιδιά.
Επομένως δύο ήταν οι προτεραιότητές τους: Αφενός να αναζητήσουν κατοικία για την πολυμελή οικογένειά τους και αφετέρου κατάλληλο χώρο για την επιχείρησή τους. Στις 16 Νοεμβρίου 1881 η Αιμιλία Καμπίνι Σφόρτζα αγόρασε από τον Οθωμανό κτηματία Χατζή Σαμπάν αγά, υιό του Αλισίρ εφένδη, μία διώροφη κατοικία με όλα τα παρακολουθήματά της (στάβλο, αποθήκες, μαγειρείο, λουτρό κλπ) που βρισκόταν στη συνοικία Αχτσελί της Λάρισας, έναντι 135 χρυσών τουρκικών λιρών (3.640 δρχ.). Το πωλητήριο συμβόλαιο συντάχθηκε στο εμπορικό γραφείο του κτηματία Χρήστου Γεωργιάδη (και μετέπειτα δημάρχου της Λάρισας) από τον συμβολαιογράφο της Λάρισας Αναστάσιο Φίλιο [2].
Τον Δεκέμβριο του 1881 ο Φερδινάνδος ενοικίασε το διώροφο δημοτικό εξοχικό κέντρο «Αλκαζάρ» στις όχθες του Πηνειού. Το ισόγειο διαμορφώθηκε σε café-chantant, ενώ στον όροφο εγκαταστάθηκαν οι Γερμανίδες αρτίστες. Σε μία αίθουσα του ορόφου ο Σφόρτζα παρέδιδε μαθήματα ξιφασκίας έναντι μίας χρυσής τουρκικής λίρας τον μήνα [3]. Όταν άρχισαν οι παραστάσεις στο πάλκο του «Αλκαζάρ» δεν υπήρχε σε λειτουργία αντίστοιχο κατάστημα στη Λάρισα. Ευρωπαίοι και Οθωμανοί εμπορικοί αντιπρόσωποι, δικηγόροι, ιατροί, μεγαλοκτηματίες, αξιωματικοί και ανώτεροι κρατικοί λειτουργοί κατέκλυζαν κάθε βράδυ το «Αλκαζάρ» ξοδεύοντας τεράστια ποσά για τα μάτια της Μπέρθα, της Μαρίκας, της Αννέτας και της Τερέζας [4].
Στις 10 Αυγούστου 1882 «το Αλκαζάρ εγένετο παρανάλωμα του πυρός υπό απροσεξίας των επ’ αυτό οικουσών Γερμανίδων γυναικών, αίτινες ζημίαν ανυπολογίστου εγένοντο πρόξενοι εις τον ενταύθα ενοικιαστήν του κτήματος τούτου κ. Φ. Σφόρτσα, αγαθόν πολίτην, τιμιώτατον εις τας συναλλαγάς και πατέρα πολυαρίθμου οικογενείας» [5]. Η επιχείρηση ήταν ανασφάλιστη και ο Σφόρτζα χρεωκόπησε. Ο Αθανάσιος Μανωλάκης, εκδότης της σατυρικής εφημερίδος «Ζερζεβούλης» ήταν μεταξύ των πρώτων που έφθασαν στον τόπο της πυρκαγιάς: «Αι φλόγες του καιομένου Αλκαζάρ, ανεδύοντο απηλειτικαί ως πυρίπνοοι δράκοντες […]. Προχωρώ δύο βήματα πλησιέστερον προς το θέατρον της πάλης, προς το θέατρον της καταστροφής. Κορδέλες, κουβαρίστρες, βελόνες, ξεσκισμένα φορέματα, στρώματα, παπλώματα, κουβέρτες κομματιασμένες, βιολία σπασμένα, μπασαβιόλες τσακισμένες, δοξάρια, χορδές, γερμανίδες, γερμανοί, γερμανόπουλα και μπύρα όλα μαζί ανακατωμένα ένας σωρός» [6].
Στα τέλη Φεβρουαρίου 1883 το Δημοτικό Συμβούλιο της Λάρισας ενέκρινε πίστωση 5.000 δρχ. (τελικό ποσό 9.780 δρχ.) για τη διαμόρφωση της πλατείας του Αλκαζάρ, την ανέγερση ενός νέου εξοχικού καφενείου και ενός παραπήγματος για τη Μουσική. Στις 8 Αυγούστου 1883 δημοπρατήθηκε (για τετραετή ενοικίαση) το νεόδμητο «Αλκαζάρ» [7]. Τελευταίος πλειοδότης και ενοικιαστής αναδείχθηκε ο Ευάγγελος Ανδρέου.
Οι επόμενοι μήνες απεδείχθησαν ιδιαίτερα δύσκολοι για τον πτωχεύσαντα Σφόρτζα. Τα χρήματα που είχε κρυμμένα στο χρηματοκιβώτιο του «Αλκαζάρ» είχαν καταστραφεί. Οι Γερμανίδες αρτίστες αναχώρησαν απλήρωτες απειλώντας με μηνύσεις. Ο ίδιος χρωστούσε στο Δήμο και σε προμηθευτές. Τα καθημερινά έξοδα της οικογένειάς του κάλυπταν πλέον εύποροι πολίτες της πόλης (μεταξύ αυτών και ο μητροπολίτης Νεόφυτος Πετρίδης).
Την 1η Μαΐου 1886 ο Σφόρτζα ενοικίασε για ένα χρόνο την κατοικία του κτηματία Περικλή Περρή με σκοπό να την μετατρέψει σε ξενοδοχείο φαγητού (εστιατόριο) [8]. Για την πληρωμή των ενοικίων, την διαμόρφωση των εσωτερικών χώρων, την προμήθεια επίπλων και σκευών και για αγορές των πρώτων υλών, η Αιμιλία Σφόρτζα αναγκάστηκε να μεταβιβάσει στον προαναφερθέντα (26 Μαΐου 1886) την κατοικία τους στη συνοικία Αχτεσλί έναντι 1.200 δρχ. [9]. Στις 20 Ιουλίου 1886, και ενώ οι εργασίες ανακαίνισης του εστιατορίου ήταν σε πλήρη εξέλιξη, με κοινή τους απόφαση, Σφόρτσας και Περρής, ακύρωσαν τη μίσθωση με αποτέλεσμα την αναστολή των εργασιών [10]. Ο Σφόρτζα βρέθηκε για άλλη μία φορά εκτεθειμένος. Για χρέος 100 δρχ. από προμήθειες πρώτων υλών, ο παντοπώλης Θωμάς Δηλημάνης τον οδήγησε στα δικαστήρια. Ο Σφόρτζα του κατέβαλε 125 δρχ. για κεφάλαιο, τόκους και δικαστικά έξοδα [11].
Μέσα στην ατυχία του ο Σφόρτζα στάθηκε κάπως τυχερός. Ο Περικλής Περρής αφού εκτίμησε την διαμορφωθείσα κατάσταση, αποφάσισε να «επιστρέψει» στην Αιμιλία την κατοικία που είχε αγοράσει από αυτήν δύο χρόνια νωρίτερα. Η μεταβίβαση πραγματοποιήθηκε στις 11 Απριλίου 1888 και ο Περρής κατέβαλε στην τελευταία το ποσό των 600 δρχ. [12].
Από τότε τα ίχνη της οικογένειας Σφόρτζα χάθηκαν από τη Λάρισα. Κανείς δεν έμαθε ποτέ, τι απέγινε ο πρόσχαρος Ιταλός θεατρώνης, η σύζυγός του και τα παιδιά τους.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Οι Γερμανίδες αρτίστες είχαν μεγάλη ζήτηση στα μεγάλα αστικά κέντρα της εποχής (Αθήνα, Σύρο, Θεσσαλονίκη, Κωνσταντινούπολη, Βόλο). Όπου εμφανίζονταν τα θέατρα και τα καφενεία ήταν πάντοτε υπερπλήρη.
[2]. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Λάρισας (ΓΑΚ/ΑΝΛ), Συμβολαιογραφικό Αρχείο Αναστασίου Φίλιου, φκ. 001 [1881-1882], αρ. 17 (16 Νοεμβρίου 1881).
[3]. «Επαναλαμβάνω την παράδοση των μαθημάτων της ξιφομαχίας επί της άνω αιθούσης του καφενείου Αλκαζάρ. Διά τους θέλοντες να διδάσκονται εν τη οικία των η τιμή έσεται μία λίρα και ημίσεια προπληρωτέα. Οι επιθυμούντες λοιπόν να επωφεληθώσιν εκ των μαθημάτων τούτων καλούνται να εγγραφώσι εγκαίρως διά να προμηθευθώ τα αναγκαία όπλα». Βλ. Ανεξαρτησία (Λάρισα), φ. 74 (4 Ιουλίου 1882).
[4]. Ζερζεβούλης (Λάρισα), φ. 4 (18 Αυγούστου 1882).
[5]. Ανεξαρτησία (Λάρισα), φ. 85 (11 Αυγούστου 1882).
[6]. Ζερζεβούλης (Λάρισα), φ. 4 (18 Αυγούστου 1882).
[7]. ΓΑΚ/ΑΝΛ, Πρακτικά Δημοτικού Συμβουλίου Λάρισας, φκ. 001 [1882-1883], 8 Αυγούστου 1883.
[8]. ΓΑΚ/ΑΝΛ, Αρχείο Σκαμβούγερα, αρ. 5578 (1 Μαΐου 1886). Πρβλ. Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου, Χάνια, πανδοχεία και ξενοδοχεία της Λάρισας, 1423-1973 (υπό έκδοση).
[9]. ΓΑΚ/ΑΝΛ, Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 018 [1886], αρ. 5301 (26 Μαΐου 1886).
[10]. ΓΑΚ/ΑΝΛ, Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 018 [1886], αρ. 5423 (20 Ιουλίου 1886).
[11]. ΓΑΚ/ΑΝΛ, Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 022 [1887-1888], αρ. 7020 (25 Οκτωβρίου 1887).
[12]. ΓΑΚ/ΑΝΛ, Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 023 [1887-1888], αρ. 7592 (11 Απριλίου 1888).