Της Λένας Κισσάβου
«Το άγαλμα …ταξίδεψε με φορτηγό και γερανό, είκοσι ώρες από Αθήνα μέχρι τη Λάρισα, προσεκτικά και με μικρή ταχύτητα, λόγω του όγκου του, για να μην έχει φθορές…» αναφέρει και εξιστορεί το χρονικό του έργου και της προσπάθειας δύο ανθρώπων: του ίδιου και του αείμνηστου αρχίατρου Δημήτρη Παλιούρα για να γίνει το μνημείο.
Είναι οι εμπνευστές και δημιουργοί του, δύο άνθρωποι που πέρασαν από συμπληγάδες για να κάνουν το όραμά τους -με μεγάλο κόστος- πραγματικότητα. Η Λάρισα τους το χρωστά. Χρωστά το πάθος που έδειξαν και το αποτέλεσμά του να έχει τον πατέρα της ιατρικής στον ιστό της. Οι γιατροί όλου του κόσμου το θαυμάζουν και η παγκόσμια σημασία του μνημείου, αποτυπώνεται στις καταγραφές στο βιβλίο επισκεπτών στο μουσείο του μνημείου:
-Νικολάι Μαλινόβσκυ, Σοβιετικός ακαδημαϊκός, καθηγητής καρδιολόγος:
«Ο όρκος του Ιπποκράτη είναι για μας τους Σοβιετικούς γιατρούς ιερός και στην πατρίδα μας δίνουμε τον όρκο του Ιπποκράτη, γονυπετείς».
-Άννα Ασλάν, Ρουμάνα ακαδημαϊκός: «Ευρισκόμενη μέσα στο κενοτάφιο, συλλογίστηκα πιο πολύ τον Ιπποκράτη, που ήταν ο πρώτος που έφερε τη γαλήνη στους πάσχοντες αρχαίους Έλληνες. Αισθάνομαι και αισθάνεται κάθε ιατρός, που θα επισκεφθεί το μνημείο του Ιπποκράτη, ότι χρειαζόμαστε να κάνουμε πιο πολλά, πάνω στην ευγενική γραμμή που έχει χαράξει ο ίδιος».
Η ΑΡΧΗ ΕΝΟΣ ΟΡΑΜΑΤΟΣ
Τα στοιχεία που συνθέτουν την ιστορία δημιουργίας του έργου, μαρτυρούν μια
αγωνιώδη προσπάθεια χρόνων.
«Η ιδέα του έργου ήταν του αειμνήστου Δημητρίου Παλιούρα, ο οποίος μέχρι το τέλος της ζωής του το στήριξε επιδιώκοντας να το αναδείξει στην Ελλάδα και παγκόσμια», ξεκινά ο κ. Καλακαλλάς, και οι αναμνήσεις έρχονται στο φως: «Με τον Παλιούρα, γνωριστήκαμε, σχεδόν, μόλις είχα τελειώσει τη στρατιωτική μου θητεία, όταν ο ίδιος, γνωρίζοντας ότι όντας ιατρός, δεν μπορούσε να υλοποιήσει μόνος του το έργο, επισκέφθηκε τον μέγιστο γλύπτη Φαληρέα, ζητώντας του να αναλάβει τη φιλοτέχνηση του έργου και εκείνος του πρότεινε αμέσως εμένα.
Υπηρετώντας εγώ στο καλλιτεχνικό χυτήριο του στρατού κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής μου θητείας, είχα γνωριστεί και συνεργαστεί με τον Φαληρέα, ο οποίος, εκτιμούσε ιδιαίτερα τη δουλειά μου και έτσι ανεπιφύλακτα με πρότεινε στον Παλιούρα.
Εκτός από τις καλές συστάσεις, κατά την πρώτη μας συνάντηση, ο αείμνηστος Παλιούρας ενθουσιάστηκε και από το γεγονός ότι ήμουν Τυρναβίτης.
Στην αρχή μου εξέθεσε τις σκέψεις του για δημιουργία μνημείου εν είδει κενοταφίου, στο οποίο θα τοποθετείτο ο ανδριάντας του Ιπποκράτη.
Μετά από πολλές συζητήσεις που κάναμε, καταλήξαμε να γίνει Μαυσωλείο για να στεγαστεί και Μουσείο, γιατί τον απασχολούσε το πού θα στεγαστούν διάφορα ιστορικά στοιχεία που αφορούσαν στον Ιπποκράτη.
Μόλις πήραμε αυτή την απόφαση, τη μετέφερε αμέσως στον τότε δήμαρχο Αλέκο Χονδρονάσιο, ο οποίος και διέθεσε τον χώρο, εξασφαλίζοντας και τις σχετικές πιστώσεις ανέγερσης και φιλοτέχνησης του ανδριάντα.
Με τη διαφορά όμως, ότι οι πιστώσεις που εγκρίθηκαν, βασίζονταν σε άλλο δεδομένο. Την ανέγερση μνημείου και τοποθέτηση σ' αυτό αγάλματος, ύψους 2,60 μ.
Με την αλλαγή των δεδομένων, όπως ήταν φυσικό, άλλαζαν τα πάντα. Και ο όγκος και το ύψος του αγάλματος, που έπρεπε πλέον να υψωθεί στα 4,20 μ. ώστε να υπάρχει εναρμόνιση με τον αρχιτεκτονικό χώρο.
Αυτό προβλημάτισε τον Παλιούρα, αλλά τον ελευθέρωσα αμέσως από τον προβληματισμό του δηλώνοντάς του ότι εγώ δεν θα ελάμβανα καμία αμοιβή για όποια εργασία προσέφερα, συμπεριλαμβανομένης και της φιλοτέχνησης του ανδριάντα του Ιπποκράτη, και όσα χρήματα είχαν εγκριθεί θα αναλώνονταν σε υλικά (μάρμαρο κυρίως), εργασίες τεχνιτών, μεταφορικά και ό,τι άλλο προέκυπτε.
Έτσι άρχισε η εργασία, με μεγάλη αγωνία και από πλευράς μου, εφ' όσον ήμουν και ο κυρίως υπεύθυνος να πάνε όλα καλά, υπόλογος στον Παλιούρα, στον Δήμο, στον λαό της Λάρισας και στον εαυτό μου».
23.2.1967: ΑΡΧΙΖΟΥΝ
ΟΙ ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΑΝΕΓΕΡΣΗΣ
Ο κ. Καλακαλλάς συνεχίζει τον ειρμό των σκέψεών του: «Σε πρώτη φάση, με τον αείμνηστο φίλο μου αρχιτέκτονα Αργύρη Οικονόμου, μελετήσαμε τον χώρο.
Κατά τη συζήτηση, συμφωνήθηκε και η αμοιβή του αείμνηστου Οικονόμου, την οποία και του κατέβαλα από τα χρήματα που μου είχαν διατεθεί από το Δήμο, για κάλυψη προκυπτουσών δαπανών.
Η λογική σχεδιασμού, ήταν η εξής: να γίνει ένα βάθρο και ο εσωτερικός χώρος Μουσείο. Αυτό ως ιδέα, εξυπηρετούσε τους εξής σκοπούς: α) την ανάδειξη και την οικουμενική διάσταση του Ιπποκράτη, μέσω της μεγάλης επιφάνειας πέριξ του αγάλματος και β) η μεγάλη επιφάνεια να αποτελεί εκτός από βάθρο του αγάλματος και στέγη μιας θήκης, μέσα στην οποία θα φυλάσσονταν στοιχεία από το έργο και την ιατρική πορεία του Ιπποκράτη και όχι μόνον.
Η αλλαγή από Μνημείο σε Μαυσωλείο, επέφερε την ιδιαίτερη μελέτη διαστάσεων και όγκων. Όταν ολοκληρώθηκαν τα σχέδια και η τελική μακέτα, τα έφερα όλα στον αείμνηστο Παλιούρα, εξηγώντας του όλες τις λεπτομέρειες. Η χαρά του ήταν απερίγραπτη, ο ενθουσιασμός του μέγιστος.
Έκανε σαν το μικρό παιδί, που του είχαν χαρίσει τον κόσμο όλο.
Η αγωνία του πλέον μετατέθηκε στο πότε θα αρχίσει το έργο, πότε θα περατωθεί και πώς θα λειτουργήσει στη συνέχεια. Άνθρωπος αγχώδης, έδειχνε να μην σκέφτεται τίποτα άλλο, παρά την πραγματοποίηση ενός ονείρου που το κουβάλαγε μέσα του πολλά χρόνια πριν, και τώρα, που έβλεπε να παίρνει σάρκα και οστά, δεν μπορούσε παρά να αγωνιά σε βαθμό υπέρμετρο.
Πήρε λοιπόν τα σχέδια και τη μακέτα και τα πήγε στο δήμαρχο Αλ. Χονδρονάσιο, ο οποίος έδωσε αμέσως εντολή να αρχίσει το έργο, διαθέτοντας και μηχανικούς του Δήμου, να ενεργήσουν υπό την επίβλεψή μου.
Βρισκόμαστε στο έτος 1966, οπότε ο Δήμος παραχωρεί τον χώρο και στις 23.2.1967, αρχίζουν οι εργασίες ανέγερσης.
Έκτοτε, πάμπολλες φορές ήρθα στη Λάρισα για την επίβλεψη των εργασιών, φροντίζοντας ιδιαιτέρως το κτίριο να είναι στέρεο, για να μπορεί να δεχθεί τον τεράστιο όγκο του ανδριάντα.
Παράλληλα, ως γλύπτης, υπέγραψα το συμβόλαιο για τη φιλοτέχνηση του ανδριάντα του Ιπποκράτη, δηλώνοντας την άρνησή μου να λάβω αμοιβή και πως όσα χρήματα είχαν εγκριθεί, θα αναλώνονταν για τα υλικά, τις μεταφορές και την αμοιβή των τεχνιτών.
Επί δικτατορίας, σταμάτησαν όλες οι εργασίες και ολοκληρώθηκαν μόνο τα μπετά, στις 20.10.1967.
Παρά τις προσπάθειες του Παλιούρα, με παραστάσεις συχνές-πυκνές στους δημάρχους της Δικτατορίας, δεν δινόντουσαν χρήματα για συνέχιση του έργου.
Από πλευράς μου, έχοντας αναλάβει τη φιλοτέχνηση του ανδριάντα, ανάλωσα χιλιάδες ώρες αγωνίας και προσήλωσης, στη μελέτη της ζωής και του έργου του Ιπποκράτη, ώστε το έργο να αναδεικνύει, όχι απλώς τη φυσιογνωμία του Ιπποκράτη, αλλά πρωταρχικά και κυρίως, την προσωπικότητά του, να αποτυπώνει το ψυχικό του σφρίγος, τη δυναμική του, την αγωνία του να υπηρετήσει έναν σκοπό που τον ένιωθε Ιερό. Η αποτύπωση της ψυχής, είναι το ζητούμενο για κάθε έργο, ώστε να μπορεί να υπάρχει στον χώρο, να κινείται και να αναπνέει και να βρίσκεται σε διαρκή διάλογο με τους επισκέπτες.
Από την άλλη, είχα να λύσω και τεχνικά προβλήματα, λόγω του ύψους του αγάλματος. Ήθελα το έργο να αποτυπωθεί σε ένα κομμάτι μαρμάρου, στο ύψος του αγάλματος, που είχα ήδη ολοκληρώσει στο πρόπλασμα».
ΑΓΑΛΜΑ 27 ΤΟΝΩΝ
«Δεν σας κρύβω ότι τόσο ο όγκος του αγάλματος όσο και το στήσιμό του στο χώρο, αποτελούσαν αιτίες καθημερινής και τεράστιας αγωνίας για μένα.
Ο όγκος του μαρμάρου πάνω στον οποίο θα σμιλευόταν το άγαλμα, ήταν 4,50 μ. ύψος x 1,50 μ. πλάτος x 1,50 μ. βάθος. Ζύγιζε δε 27 τόνους» δηλώνει ο γλύπτης και συνεχίζει: «Όλα αυτά διαδραματίστηκαν, προς το τέλος της δικτατορίας, όταν δήμαρχος ανέλαβε ο Θάνος Μεσσήνης, στρατιωτικός ιατρός και φίλος του Παλιούρα, αιτία που επέτρεψε στον αείμνηστο Παλιούρα να εξασφαλίσει την ολοκλήρωση του έργου, πείθοντας τον δήμαρχο να δώσει την άδειά του.
Ευρισκόμενος στο εργαστήριό μου στην Αθήνα, ένα πρωί, δέχθηκα τηλεφώνημα από τον δήμαρχο, που μου ζήτησε συνάντηση, λόγω μιας εκκρεμότητας που υπήρχε – όπως μου είπε – εννοώντας, την αποπεράτωση του έργου.
Την επομένη, με επισκέφθηκε ο ίδιος στο εργαστήριό μου, και μου έδωσε εντολή να συνεχίσω τη φιλοτέχνηση του αγάλματος.
Το άγαλμα τελείωσε όντως στις προθεσμίες που είχαμε από κοινού συμφωνήσει».
Η ΜΕΤΑΦΟΡΑ
«Όταν ολοκληρώθηκε το άγαλμα, ανακοίνωσα στον αείμνηστο Παλιούρα και στον δήμαρχο, ότι πρόκειται να το φέρω στη Λάρισα. Το εγχείρημα ήταν πολύ δύσκολο, λόγω του όγκου και του μεγέθους του αγάλματος, αλλά και του κινδύνου ανά πάσα στιγμή να καταστραφεί ο,τιδήποτε.
Το όχημα έπρεπε να κινείται πολύ αργά, για αποφυγή των κραδασμών. Έτσι, ξεκινήσαμε από τη Λυκόβρυση της Αθήνας, το μεσημέρι αφού είχε φορτωθεί το έργο και φτάσαμε στο χώρο την επομένη γύρω στις 10 το πρωί.
Υπήρχαν δύο γερανοί. Ο ένας έσερνε την πλατφόρμα που ήταν ο Ιπποκράτης ξαπλωμένος και ο δεύτερος γερανός, ο οποίος είχε μία μπίγια μήκους 17 μέτρων, για να μπορεί να γίνει η τοποθέτηση του έργου στο βάθρο του, με άνεση και ασφάλεια.
Για την ιστορία, να αναφέρω, ότι τα χρήματα της μεταφοράς, 20.000 δραχμές, χρειάστηκε να τα καταβάλω εξ ιδίων, γιατί δεν υπήρχαν πλέον χρήματα.
Για τον Παλιούρα και για μένα, ήταν ένας αγώνας ιερός και δεν μας σταματούσαν τέτοιες... λεπτομέρειες», θυμάται.
1978: ΤΑ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΗΡΙΑ
Το Μαυσωλείο ολοκληρώθηκε επί δημαρχίας Μπλάνα το 1977, και το 1978, έγιναν τα αποκαλυπτήρια του Μνημείου και του αγάλματος και τα εγκαίνια του Μουσείου, αναφέρει ο κ. Καλακαλλάς και συμπληρώνει: «Έκτοτε, και μέχρι το τέλος της ζωής του, ο Δημ. Παλιούρας, φρόντιζε προσωπικά να μένει ανοιχτό το Μουσείο και μέχρι το μεσημέρι βρισκόταν ο ίδιος στο χώρο, έκανε ξεναγήσεις επισκεπτών, πρότεινε οργανώσεις εκδηλώσεων, συνεδρίων, επικοινωνούσε με συναδέλφους του, από το εξωτερικό, επιτυγχάνοντας κάποιοι να επισκεφθούν το Μουσείο και να καταγράψουν και τις απόψεις τους. Όταν δε έφευγε από το Μουσείο, περνούσε από τις εφημερίδες «Ελευθερία», «Κήρυκα» και μετά πήγαινε σπίτι του. Έτσι προστρέχοντας στις εφημερίδες αυτές σήμερα, μπορεί κάποιος να βρει αρχείο που σχετίζεται με το μνημείο».
Η ΛΗΞΗ ΤΗΣ ΛΗΣΜΟΝΙΑΣ
«Μετά το θάνατό του Παλιούρα, το Μουσείο σφραγίστηκε και τα χρόνια που ακολούθησαν, οι δημοτικές αρχές, ακύρωσαν ουσία το έργο, αντί κατά την υποχρέωσή τους να φροντίσουν για την αξιοποίησή του, την επιστημονική, εκπαιδευτική και τουριστική του χρήση και ανάδειξη, με δεδομένο ότι το έργο είχε κατασκευαστεί με χρήματα των δημοτών.
Το άφησαν ανενεργό επί έτη, ωσάν να τους ανήκε, μέχρι που ήρθε η σημερινή Δημοτική αρχή, υπό τον Δήμαρχο Απόστολο Καλογιάννη, να αποκαταστήσει τα πράγματα.
Το Μουσείο άνοιξε ξανά, ως κληρονομιά που ανήκει στους Δημότες, ως εθνικό πνευματικό κεφάλαιο για την Ελλάδα και παγκόσμιο πνευματικό κεφάλαιο…», καταλήγει ο κ. Καλακαλλάς.