Γεννημένος στην Αθήνα από Κεφαλονίτικο (και Ηπειρώτικο) σόι, σπούδασε κοινωνικές επιστήμες και ανθρωπολογία στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού και ανακηρύχθηκε διδάκτωρ Ιστορίας του ίδιου πανεπιστημίου το 1972. Είναι οµότιμος καθηγητής επικοινωνίας του Πάντειου Πανεπιστηµίου με πλούσιο συγγραφικό έργο (πρόζα, μεταφράσεις, δοκίμια κ.α) και µακρά εμπειρία σε θέµατα τουρισμού, ως διευθυντής γραφείων του ΕΟΤ στο εξωτερικό, επί σειρά ετών. Χόµπι του, η γαστρονομία, στο πλαίσιο της οποίας εντάσσονται οι εκπομπές του στην ΕΡΤ (1992-1993), σε συνεργασία µε τη Μαλβίνα Κάραλη, η συστηματική αρθρογραφία σε ενημερωμένα blogs αλλά και ο εικονογραφημένος τόμος «Νόστιμες Μέρες – Συνταγές και Ιστορίες», ένα σπάνιο για τα ελληνικά δεδομένα λογοτεχνικό είδος, στο γαστρονομικό χρονογράφημα.
Με αφορμή την παρουσίαση των βιβλίων του στη Λάρισα, μιλήσαμε μαζί σου για το Μαζί, την Ελευθερία και την Ευθύνη να είμαστε Καλοί.
Συνέντευξη: Χαρίκλεια Βλαχάκη
Κύριε Ποταμιάνε με αφορμή το βιβλίο σας «Αλληλέγγυες Μέρες» και τα όσα πραγματεύεται σχετικά με τη δημιουργική σύμπραξη των ανθρώπων, θα ήθελα να σας ρωτήσω. Σε μια κοινωνία που διαφοροποιείται τόσο ταξικά όσο και πνευματικά, πως ο δυνατός μπορεί να είναι πραγματικά εγγύς στον αδύναμο; Στον πόνο το, στη φτώχεια, στον τρόπο σκέψης, στη δημιουργικότητα ή την πρωτοπορία; Πώς και που μπορούν να συναντηθούν τα πνεύματα; Πάνω σε ποια κοινή συνισταμένη; Μπορείς να είσαι αλληλέγγυος στα πάντα, με όλους;
Δεν γίνεται φυσικά ν’ αμφισβητήσω το ότι η ανάδειξη και επικράτηση «ταξικών και πνευματκών διαφορών» - όπως το θέτετε - κλονίζει το επιχείρημά μου περί της αλληλεγγύης ως προσαρμοστικά αποκτημένης και εξελικτικά ρωμαλέας ικανότητας. Προφανώς, υπό τις συνθήκες αυτές, προβάλλει πάντα ο κίνδυνος του αποπροσανατολισμού μας και της υπερίσχυσης ενός μπούσουλα πολύ διαφορετικού από τον τόσο πολύτιμο και σχεδόν ενστικτώδη, επιμένω, μπούσουλά της συνεργασίας και της αλληλοβοήθειας.
Ασφαλώς και δεν μπορώ να παραβλέψω τις συμπεριφορές των «golden boys» και στ’ αφτιά μου εξακολουθεί ν’ αντηχεί ανησυχητικά το σύνθημά τους «Η απληστία είναι καλό πράγμα» ( Greed is good, το πρωτολανσάρισε βέβαια ο αλήστου μνήμης Γκόρντον Γκέκο στην ταινία θρίαμβο των 80’ s, Wall Street). Και συμπεριφορές και συνθήματα σαν κι αυτό όντως μας υπενθυμίζουν πόσο ευάλωτη μπορεί να αποδειχθεί η συνεργατική πρακτική, αν δεν εκτρέφει κιόλας η ίδια την προδοσία και τον τυχοδιωκτισμό. Τι πιο ευνοϊκή συνθήκη, αλήθεια, για τους καιροσκόπους και τους πάσης φύσεως «τζαμπατζήδες» να ζουν σ’ ένα περιβάλλον όπου οι άλλοι εμπιστεύονται την αμοιβαία προκοπή, ενώ εκείνοι δεν έχουν στο νου τους παρά πώς να δρέψουν άκοπα τους καρπούς του συλλογικού μόχθου!
Υπάρχουν όμως τρόποι αντιμετώπισης του προβλήματος. Και η μακρόσυρτη εξελικτική διαδικασία μάς εξόπλισε καταλλήλως γι΄αυτήν τη δοκιμασία. Ο κυριότερος είναι βέβαια ο άμεσα ή έμμεσα εκδηλωνόμενος ανταποδοτικός αλτρουισμός. «Βάστα με να σε βαστώ», «ξύσε μου την πλάτη, για να σου ξύσω κι εγώ τη δική σου». Και υπογραμμίζω τη συνθήκη της ανταπόδοσης, καθώς τον αλτρουιστή πρέπει κάποια στιγμή να πάψουμε να τον βλέπουμε με το φωτοστέφανο του καλού Σαμαρείτη. Έχει κόστος η αλτρουιστική συμπεριφορά και το κόστος αυτό μένει αργά ή γρήγορα να καλυφθεί. Επικουρικά λειτουργεί οπωσδήποτε εδώ και ο προοδευτικά ανεπτυγμένος μηχανισμός του ελέγχου της ανταλλαγής. Η άγρυπνη παρακολούθηση του ψεύτη και του κλέφτη ανάμεσά μας, η απομόνωση και ο οστρακισμός εν τέλει των «παρασίτων» αυτών, που μοιραίως έτσι οδηγούνται στον αφανισμό τους, τρώγοντας πλέον ο ένας τις σάρκες του άλλου. Με αυτά τα δεδομένα, δεν νομίζω πως είναι άκριτα αισιόδοξο ν’ ακολουθεί κανείς το παράγγελμα «Ζήσε κι άσε τους άλλους να ζήσουν», αντί του γνωστού τζεϊμσμποντικού «Ζήσε κι άσε τους άλλους να πεθάνουν», όσο ρεαλιστικό δήθεν κι αν ακούγεται αυτό. Αρκεί να ενστερνισθούμε την πρόταση του Ματ Ρίντλεϋ με την οποία κλείνω τον πρόλογο του βιβλίου μου Αλληλέγγυες μέρες: «Αντί να επιχειρούμε πεισματικά να ελέγξουμε τις δύστροπες και κακόβουλες ορμές μας, ας προσπαθήσουμε καλύτερα να εδραιώσουμε θεσμούς που αξιοποιούν το περίσσιο απόθεμα ευγένειας που επίσης υπάρχει μέσα μας».
Οι υπάρχοντες θεσμοί στη χώρα μας, είναι αλληλέγγυοι;
Η απάντησή μου είναι ξεκάθαρα όχι. Ως σήμερα τουλάχιστον. Από την ίδρυση του νεοελληνικού έθνους- κράτους, μετά την αποτίναξη της Οθωμανικής κυριαρχίας, μας έφαγε πράγματι το σαράκι του συγκεντρωτισμού. Μαράζωσαν οι κατά τόπους κοινότητές μας. Η μοναδική μας αναφορά έγινε το συγκεντρωτικό κράτος. Μάθαμε δε ως «πολίτες» να βλέπουμε το κράτος - τη λεγόμενη πολιτεία - πότε ως ευεργετικό προστάτη - ιδίως όταν συμπολιτευόμαστε με τους εκάστοτε κυβερνήτες του υπερτροφικού έως και εκτρωματικού αυτού μορφώματος - και πότε ως μπαμπούλα. Εξέλιπε όμως έτσι και η εμπιστοσύνη ανάμεσά μας. Και η εμπιστοσύνη είναι αυτή και μόνον που επιτρέπει «να φορέσουμε τα ρούχα του άλλου σαν να ήταν δικά μας», όπως τόσο ωραία έχει πει ο Στέλιος Ράμφος. Σαφώς, παρεπόμενο του συγκεντρωτισμού ήταν - και είναι- ο νεποτισμός και η αναξιοκρατία.
Η συνειδητότητα που χρειάζεται για να λειτουργήσει πραγματικά η αλληλεγγύη, μπορεί να επιτευχθεί ανεξάρτητα από τις κοινωνικές συνθήκες και το οικονομικό περιβάλλον; Μήπως εν τέλει, ακόμη και το ότι σήμερα, εν μέσω κρίσης, καταπιανόμαστε με το ζήτημα της αλληλεγγύης, είναι πρωτίστως απόρροια των καταστάσεων που βιώνουμε; Θέλω να πως, μήπως έχουμε να κάνουμε με την αλληλεγγύη των περιστάσεων;
Είναι άραγε η τρέχουσα οικονομική και κοινωνική κρίση η αιτία για την αναζωπύρωση των «φιλάνθρωπων» ενεργειών και των συνεργατικών συμπεριφορών; Ως ένα σημείο ίσως ναι. Συγκυριακές καταστάσεις τότε όλες αυτές; Όχι ακριβώς. Πολύ περισσότερο από τις φιλανθρωπικές δράσεις και «καμπάνιες» που αφθονούν όντως τελευταίως γύρω μας, για το μέλλον του ανθρωπισμού και της συνεργασίας με κάνουν να αισιοδοξώ οι ρηξικέλευθοι αυτοπροδιορισμοί της νεότερης γενιάς μας, που συντονίζει τα βήματά της με τον δικτυωμένο και όλο και πιο διασυνδεδεμένο κόσμο εδώ και παραπέρα.
«Μέσα μας, λέτε στο βιβλίο σας, συνυπάρχουν η ανταγωνιστική ροπή και η συνεργατική έφεση και μόνο όταν συναντιούνται, ευημερούν οι κοινωνίες». Θα αδικήσω τη σκέψη σας αν τοποθετήσω το «αξίωμα» σας στην πολιτική ζωή της χώρας και ζητήσω να μου πείτε αν ισχύει και για αυτόν τον τομέα;
Πώς μπορούν να συνταιριαστούν ο από τη φύση του ανταγωνιστικός εγωισμός με την αλλοκεντρική συνεργασία. Μα, ο απολύτως θεμιτός όσο βέβαια και ευρηματικός και ζωογόνος ανταγωνισμός για την αναγνώριση της άξιας και της ωφέλιμης προσφοράς του καθενός από μας, και την απόκτηση συνεπώς της εμπιστοσύνης των άλλων, είναι η βάση στην οποία μπορούν να στηριχθούν οι προκομμένες συνεργατικές πρακτικές.
Μήπως τελικά το να αγαπάς τους ανθρώπους, η φιλανθρωπία δηλαδή με την ετυμολογική σημασία της λέξης που έχει να κάνει με το ανιδιοτελές ενδιαφέρον και όχι με την προσφορά υλικών αγαθών, μπορεί να είναι μια - λιγότερο ουτοπιστική και περισσότερο ουσιαστική, στάση ζωής;
Μια σκέψη που με οδηγεί σε μιαν άλλη: Ίσως να μοιάζει κάπως «ανηθικολογική» αυτή η παρουσίαση του αλτρουϊσμού ως ένα διαρκές αλισιβερίσι με την προσδοκία, τελικώς, αμοιβαίων ωφελημάτων. Ε, λοιπόν, όχι. Η νουνεχής και διαρκώς επιφυλακτική κατά κάποιον τρόπο συμπεριφορά δεν αποκλείει τη συναισθηματική έξαρση και την αυθυπέρβαση. Αντλώντας ακριβώς από το περίσσευμα της ευγένειας που διαθέτουμε, η αυτογνωσία μπορεί να μας οδηγήσει έως την αυταπάρνηση και την αυτοθυσία. Και τούτο όχι διότι περιφρονούμε τη ζωή που μας δόθηκε σ’εμάς τους «τυχερούς» να ζήσουμε, αλλά διότι θέλουμε να την τιμήσουμε με τον πιο εμφατικό τρόπο, σώζοντας ή έστω προστατεύοντας όσο είναι δυνατόν την εξίσου πολύτιμη ζωή κάποιου συνανθρώπου. Αυτό είναι ίσως και το «ηθικό δίδαγμα» που θα μπορούσε κανείς να βγάλει από το τελευταίο «απονεννοημένο» διάβημα της ηρωίδας του μυθιστορήματός μου «Αμφιθέατρο» που κυκλοφόρησε πολύ πρόσφατα, μόλις στο τέλος του έτους.