Της Ζωής Παρμάκη
Φωτ.: Βασίλης Ντάμπλης
Επηρεασμένοι αρκετοί από τις αστυνομικές σειρές που τελευταία κυριαρχούν στην ελληνική τηλεόραση, θεωρούν ότι και η Ελληνική Αστυνομία λειτουργεί με κανόνες CSI. Η πραγματικότητα όμως αποδεικνύει ακριβώς το αντίθετο: Μεγάλες ελλείψεις και ανάγκες σε υλικό και έμψυχο δυναμικό.
Η υπόθεση του νεαρού, με το αξιοζήλευτο βιογραφικό, που τους τελευταίους μήνες είχε γίνει πονοκέφαλος για τη Διεύθυνση Αστυνομίας Λάρισας και είχε εξελιχθεί σε πραγματικό βραχνά για τους ιδιοκτήτες αυτοκινήτων, αφού με το στιλέτο του κατέστρεφε τα ελαστικά τους απέδειξε την ανάγκη για συμβολή ειδικών επιστημόνων στο έργο της αστυνομίας. Ο Λαρισαίος Κωνσταντίνος Αλεξόπουλος είναι επικοινωνιολόγος, γεωστρατηγικός αναλυτής με εξειδίκευση στην Εγκληματολογία, που ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Ήταν αυτός που συνέδραμε στο έργο της ΕΛ.ΑΣ. και σκιαγράφησε το προφίλ του 32χρονου δράστη.
Μίλησε στην «Ε» για τη συνεργασία που είχε με τις αστυνομικές αρχές, πώς έφτασαν στα ίχνη του 32χρονου και για το κίνητρο της δράσης του. Υπενθυμίζεται ότι με τη σύλληψή του από αστυνομικούς της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας, διαπιστώθηκε ότι ήταν ένας νέος άνδρας υψηλού επιπέδου με πτυχίο πανεπιστημίου, με μεταπτυχιακές σπουδές, με συμμετοχές σε ερευνητικά προγράμματα Τριτοβάθμιων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων της περιοχής και με σπουδές για την απόκτηση διδακτορικού.
ΤΟ ΠΡΟΦΙΛ
Ο Κωνσταντίνος Αλεξόπουλος παρουσιάζοντας το προφίλ του δράστη κάνει λόγο για έναν άνθρωπο που είχε ανάγκη από αυτοπεποίθηση και να νιώσει σημαντικός. «Είναι ένας άνθρωπος που ταυτίζεται με άλλα άτομα», λέει στην «Ε» ο εγκληματολόγος για να προσθέσει ότι «τον γοήτευαν τα δημοσιεύματα. Ένιωθε σημαντικός, ένιωθε κομμάτι της κοινωνίας, ένιωθε ακόμα πιο σημαντικός από ό,τι αισθανόταν από τη σιγουριά και την εμπιστοσύνη που του έδιναν οι σπουδές του. Αν οι σπουδές του και η εργασία του, του έδιναν την αυτοπεποίθηση που του έλειπε δεν θα κατέφευγε στο ελαστικό». Στο ερώτημα γιατί να επιλέξει τα ελαστικά ενός αυτοκινήτου εξηγεί «μαχαίρωνε ελαστικά ως προέκταση σεξουαλικής πράξης, διότι του προκαλούσε ευχαρίστηση. Είναι λανθάνουσα συμπεριφορά εκδήλωσης σεξουαλικής δραστηριότητας. Το ελαστικό ήταν η συμπλήρωση του ανδρισμού του, μαζί με τη σεξουαλική ικανοποίηση».
Όπως επισημαίνει «γενικότερα, η σκιαγράφηση του προφίλ του δράστη εξετάζει τι έχει συμβεί σε μια σκηνή εγκλήματος αλλά και γιατί έχει συμβεί, με σκοπό να οδηγηθούν στα ίχνη του. Έτσι, ο ρόλος του profiler είναι να σκιαγραφήσει μια ψυχολογική εικόνα του δράστη βασιζόμενος σε ενδείξεις που έχει αντλήσει από τα εγκλήματα και τις συνήθειες ενός υπόπτου, ακόμη κι από τον τρόπο που περπατά και μιλά, από τη γλώσσα του σώματος μέχρι και τους δρόμους που επιλέγει να διαβεί. Τα πάντα καταγράφονται και αναλύονται και αποτελούν στοιχεία που βοηθούν στη δημιουργία του ψυχολογικού προφίλ. Πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι η δημιουργία προφίλ δεν είναι μια μαγική λύση. Είναι μάλλον ένα δικανικό εργαλείο στην προσπάθεια εξιχνίασης του εγκλήματος».
Έτσι, απαντώνται και τα ερωτήματα για τις πράξεις στις οποίες προέβαινε καθώς πρόκειται για κάτι σχεδόν αθόρυβο. «Είναι ένας φοβισμένος άνθρωπος, για αυτό διάλεξε κάτι που δεν κάνει θόρυβο», αναφέρει ο κ. Αλεξόπουλος για να εξηγήσει στη συνέχεια γιατί ένας άνθρωπος που φοβάται επιλέγει το σκοτάδι. «Όταν μίλησα με τον διευθυντή της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας του είχα πει ότι δεν πρέπει να ελέγξουν όποιον περπατάει από το πεζοδρόμιο ή είναι στην άκρη του δρόμου. Αυτός περπατούσε στο κέντρο του δρόμου. Φοβόταν να πιάσει αριστερά ή δεξιά. Φοβάται τους κλειστούς χώρους. Αυτός που έχει παθογένεια στο μυαλό του, επιλέγει το κέντρο του δρόμου για να ελέγχει τα πάντα. Γιατί είναι αυτό που λέμε, ότι φοβάται ακόμα και τον ίσκιο του».
Η ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ
Ο 32χρονος δρούσε από τον περασμένο Νοέμβριο, με τον αριθμό των οχημάτων που χτυπήθηκαν να ξεπερνά σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τα 100. Οι αστυνομικοί επιχειρούσαν να βρεθούν κοντά στα χνάρια του αποκλείοντας περιοχές. Όταν εστίασαν σε δρόμους που στη συνέχεια αποδείχτηκε ότι είναι κοντά στο σπίτι του, έπρεπε να καταλήξουν στο προφίλ του ανθρώπου αυτού. Όπως αναφέρει ο κ. Αλεξόπουλος θεώρησε ότι από τη στιγμή που το πρόβλημα απασχολεί την κοινωνία της Λάρισας έπρεπε να προσφέρει τις υπηρεσίες του και έτσι προέκυψε η συνεργασία με τις αστυνομικές αρχές. «Η Ελληνική Αστυνομία από το 1996 και έπειτα έχει αφεθεί στην τύχη της. Ό, τι κινήσεις έχουν γίνει κατά το παρελθόν με σκοπό την αναβάθμιση και την ποιοτική εξέλιξή της είτε έμειναν ημιτελείς είτε ο υπουργός αντικαταστάθηκε. Τα σώματα ασφαλείας και ο τομέας της υγείας αποδίδουν λόγω του φιλότιμου των εργαζομένων. Τα κονδύλια, ο τεχνολογικός εξοπλισμός και η υποστήριξη με επιστημονικούς συνεργάτες είναι, σχεδόν εκ του πονηρού, πενιχρή. Στη Λάρισα είμαστε ιδιαίτερα τυχεροί που το ανθρώπινο δυναμικό της ΕΛ.ΑΣ. και ιδιαίτερα η Υποδιεύθυνση Ασφαλείας με διευθυντή τον κ. Μαντζιώκα αποτελείται από αξιωματικούς και όχι μόνο είναι άριστοι επαγγελματίες αλλά και αδαμάντινοι χαρακτήρες. Παρόλο όμως τον επαγγελματισμό και τη διάθεση για προσφορά, εάν αυτοί οι άνθρωποι δεν στηριχτούν αναλόγως με το κατάλληλο επιστημονικό προσωπικό δεν θα μπορούν να έχουν τα αποτελέσματα που επιθυμούν οι ίδιοι και η κοινωνία».
Τέλος, αξίζει να διευκρινιστεί ότι ο εγκληματολόγος έχει ως αντικείμενο εργασίας την καταγραφή, διερεύνηση και ανάλυση του σύγχρονου εγκλήματος. Ο εγκληματολόγος ερευνά το έγκλημα ως ανθρώπινη πράξη αλλά και ως κοινωνικό φαινόμενο και αναζητεί τους «εγκληματογόνους παράγοντες» και τις εκδηλώσεις της εγκληματικότητας. Επίσης μελετά τον δράστη των εγκληματικών πράξεων και την κοινωνική αντίδραση σε αυτό, αναζητώντας τη διακρίβωση των σχέσεων μεταξύ ποινικού νόμου, εγκλήματος και ποινικής κύρωσης. Στις αρμοδιότητές του περιλαμβάνονται δράσεις πρόληψης και αντιμετώπισης της σύγχρονης εγκληματικότητας, καθώς και πολιτικές μεταχείρισης του εγκληματία.