Ως «τελευταία ελπίδα» για αποφάσεις που θα επιτρέψουν «την αναχαίτιση της καταστροφικής διατάραξης της κλιματικής ισορροπίας», χαρακτηρίζει η «Οικολογική Θεσσαλία» τη συνδιάσκεψη για την Κλιματική Αλλαγή στο Παρίσι.
Σε ανακοίνωσή της αναφέρει: «Οι επιπτώσεις από την Κλιματική Αλλαγή είναι ήδη ορατές και άκρως επιβλαβείς για πολλές ανθρώπινες κοινότητες. Όσα όμως πρόκειται να ακολουθήσουν, αν δεν ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα, θα είναι μια πραγματική καταστροφή για την πλειοψηφία της ανθρωπότητας και ένας δρόμος χωρίς επιστροφή.
Είναι γεγονός ότι οι περισσότεροι δεν έχουμε αντιληφθεί τη σπουδαιότητα του θέματος και την επίπτωση που μπορεί να έχει για την ίδια την ύπαρξη της ανθρωπότητας και εάν αυτό δεν γίνει αντιληπτό σύντομα, ο χρόνος θα κυλάει εις βάρος μας και η κατάσταση θα καταστεί ανεξέλεγκτη.
Οι επιπτώσεις του φαινομένου του θερμοκηπίου συνιστούν τους αφανείς εχθρούς που απειλούν την ισορροπία του πλανήτη και την επιβίωση της ανθρωπότητας.
Χωρίς ριζικές αλλαγές στο ενεργειακό, διατροφικό και οικονομικό μοντέλο η αύξηση της θερμοκρασίας μπορεί να φθάσει και τους 5 βαθμούς Κελσίου στο τέλος του αιώνα.
Η ξηρασία, η μείωση της γεωργοκτηνοτροφικής απόδοσης, ο κατακλυσμός μεγάλων εκτάσεων, πρωτόγνωρες δημογραφικές ανακατατάξεις κ.ά. θα στερήσουν γη και πόρους από εκατομμύρια κόσμο και θα οδηγήσουν ίσως σε καινοφανείς συγκρούσεις.
Η κλιματική αλλαγή είναι ήδη σε πλήρη εξέλιξη, χάθηκε πολύς χρόνος και οι κυβερνήσεις δεν έχουν το δικαίωμα στην αποτυχία.
Στο δυσμενές αυτό πλαίσιο η χώρα μας και κατ’ επέκταση η περιοχή μας δεν μένει στο απυρόβλητο.
Η Θεσσαλία, σύμφωνα με μελέτες, πρόκειται να πληγεί σε πολύ υψηλό βαθμό από την κλιματική αλλαγή με αποτέλεσμα να προκύψουν πρωτοφανή μετεωρολογικά φαινόμενα που θα έχουν δυσμενέστατες επιπτώσεις (οικονομικές, κοινωνικές, υγείας κ.α.) στον τοπικό πληθυσμό.
Για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τις συνέπειες αυτές πρέπει, μακριά από αντιπαλότητες, να ξεκινήσει η συζήτηση και να υπάρξει συνεννόηση μεταξύ όλων των πλευρών ώστε να αναληφθούν πρωτοβουλίες, χωρίς καμία καθυστέρηση και να συμφωνηθούν οι απαραίτητες δράσεις για προσαρμογή στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και την αποτελεσματική αντιμετώπισή τους.
Η συζήτηση και η συμφωνία πρέπει κυρίως να εστιάσει στο ακολουθούμενο αναπτυξιακό και οικονομοκοινωνικoπολιτικό μοντέλο το οποίο αν δεν επαναπροσδιορισθεί δεν διαφαίνεται καμία πιθανότητα επίτευξης των μακροπρόθεσμων στόχων για ένα βιώσιμο μέλλον του τόπου μας αλλά και της ανθρωπότητας».