Ανοίγει ο δρόμος για την ενίσχυση ενεργοβόρων βιομηχανιών, προκειμένου να καλύψουν μέρος της επιβάρυνσης που υφίστανται από την αύξηση του κόστους των δικαιωμάτων εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα. Πρόκειται για το μέτρο της «αντιστάθμισης» το οποίο σύμφωνα με χθεσινή ανακοίνωση του ΥΠΕΚΑ, εγκρίθηκε από τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ε.Ε. ύστερα από αίτηση που υπέβαλε το υπουργείο τον Απρίλιο. Οι κλάδοι που εντάσσονται στο μέτρο είναι χαρτοβιομηχανία, κεραμοποιία, κλωστοϋφαντουργία, μέταλλα, κ.α. ενώ η εκτίμηση του κόστους του μέτρου είναι περίπου 15-20 εκατ. Ευρώ ετησίως για τη χρονική περίοδο 2013-2020. Τα κονδύλια θα προέλθουν από τα έσοδα του Δημοσίου από τις δημοπρασίες δικαιωμάτων εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου και για την εκταμίευσή τους θα πρέπει να ψηφιστεί σχετική τροπολογία.
Από τις αρχές του 2013, σύμφωνα με τη σχετική Οδηγία, καταργήθηκε η δωρεάν κατανομή δικαιωμάτων εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα στην ηλεκτροπαραγωγή, με αποτέλεσμα να αυξηθούν τα τιμολόγια του ηλεκτρικού και να επιβαρύνεται, μεταξύ άλλων, η βιομηχανία. Έτσι, ανακύπτει ο κίνδυνος της λεγόμενης διαρροής άνθρακα, δηλαδή της μεταφοράς παραγωγικής δραστηριότητας σε χώρες εκτός ΕΕ που δεν εφαρμόζουν την αυστηρή περιβαλλοντική νομοθεσία της Ένωσης. Το μέτρο της αντιστάθμισης, που προβλέπεται υπό προϋποθέσεις από την ευρωπαϊκή νομοθεσία, αντιμετωπίζει τον κίνδυνο αυτό.
Σχετικά με το θέμα, ο Υπουργός Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, Γιάννης Μανιάτης, έκανε την ακόλουθη δήλωση:
«Ξεκάθαρος στόχος και σαφής βούληση του ΥΠΕΚΑ αποτελεί η μείωση του ενεργειακού κόστους στη βιομηχανία, προκειμένου να ενισχύσουμε την ανταγωνιστικότητά τους, να προασπίσουμε και να δημιουργήσουμε νέες θέσεις εργασίας. Η έγκριση του μέτρου της Αντιστάθμισης του έμμεσου κόστους εκπομπών CO2 όχι μόνο μειώνει το ενεργειακό κόστος των βιομηχανιών, αλλά και τις θωρακίζει απέναντι στις μεγάλες και απότομες μεταβολές των τιμών του CO2. Είναι ένα μακροπρόθεσμο μέτρο, με χρονική ισχύ μέχρι το 2020, που είναι συμβατό με την πολιτική του ΥΠΕΚΑ για δομικές και μακροπρόθεσμες αλλαγές στην αγορά ενέργειας, οι οποίες θα μειώσουν το συνολικό ενεργειακό κόστος για τη βιομηχανία και τον απλό καταναλωτή».