"Η γύρη που αποτίθεται σε βάλτους, έλη και άλλες υγρές θέσεις, όπου μπορεί να διατηρηθεί για χιλιάδες χρόνια, διαμορφώνει το 'αρχείο' των αναμνήσεων" εξηγεί στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων ο επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του ΑΠΘ Σαμψών Παναγιωτίδης, ο οποίος πραγματοποιεί μελέτες για την ιστορική εξέλιξη της βλάστησης ανασύροντας από διάφορες περιοχές, με ειδικό τρυπάνι, ίζημα σε διάφορα βάθη.
"Όταν ανασύρουμε το ίζημα και συλλέγουμε τη γύρη που είναι θαμμένη σε αυτό, η σχέση του ανθρώπου με το τοπίο και τη βλάστηση γύρω του, ξεδιπλώνεται στο πέρασμα του χρόνου. Κόβουμε δέντρα για το ξύλο τους και τότε η γύρη από αυτά μειώνεται. Διαμορφώνουμε τον ανοικτό χώρο σε βοσκοτόπι και τότε η γύρη από φυτά ανθεκτικά στη βόσκηση, κάνει την εμφάνισή της. Σε άλλη εποχή καλλιεργούμε τη γη και τότε φυτά των καλλιεργειών και τα ζιζάνιά τους κάνουν αισθητή την παρουσία τους. Ακόμη και η ξαφνική απουσία μας καταγράφεται καθώς η φυσική βλάστηση στην απουσία μας ανακάμπτει και διεκδικεί τον χώρο μας" λέει ο κ. Παναγιωτίδης.
Εντυπωσιακό παράδειγμα είναι η πρόσφατη μελέτη του, μαζί με τη δασολόγο, υποψήφια διδάκτορα στο πανεπιστήμιο της Κολωνίας Μαρία Παπαδοπούλου, που αφορά ανάλυση γύρης από ίζημα του βάλτου της Τριστινίκας, περιοχή που απέχει 4 χιλιόμετρα από την Τορώνη, σπουδαίο λιμάνι της αρχαιότητας και των αρχών του Βυζαντίου. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της ΑΡΙΣΤΕΙΑΣ ΙΙ (Επιχειρησιακό πρόγραμμα "Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση") ως μέρος του ερευνητικού έργου: Ορυχεία, Ελιές, Μοναστήρια: προς μια περιβαλλοντική μακρο-ιστορία της Χαλκιδικής.
"Στέλνουμε δείγματα σε εργαστήριο στο εξωτερικό για χρονολόγηση με ραδιενεργό άνθρακα και βγάζουμε πολύτιμα συμπεράσματα από το διάγραμμα της γύρης που στην περίπτωση της Τριστινίκας, αφορά στο ανώτερο τμήμα του ιζήματος και καλύπτει την περίοδο των τελευταίων 3.500 ετών" αναφέρει ο κ. Παναγιωτίδης προσθέτοντας ότι, μ' αυτό τον τρόπο, οι επιστήμονες "βλέπουν" μέσω της γύρης, τη διαχρονική σχέση ανθρώπου/περιβάλλοντος και πώς αυτή εξελίσσεται κατά τις κυριότερες ιστορικές περιόδους, από τη Μυκηναϊκή έως την Σύγχρονη Εποχή.
Η περίοδος της αρχαιότητας στην Τορώνη (Μυκηναϊκή/ Ρωμαϊκή εποχή) συνδέεται κυρίως με την καλλιέργεια της ελιάς, η οποία κορυφώνεται στην Κλασσική/Ελληνιστική περίοδο, ενώ η καλλιέργεια των σιτηρών (σίκαλη, σιτάρι) κορυφώνεται στο τέλος της (Ρωμαϊκής/πρώιμης Βυζαντινής). Η εκτεταμένη εκτροφή αιγοπροβάτων επιβάλει τη φωτιά ως διαχειριστικό εργαλείο της βλάστησης με αποτέλεσμα πυρόφιλα φυτά (φυτά που η εξάπλωσή τους ευνοείται από τις πυρκαγιές) να έχουν πολύ έντονη παρουσία. Τα μεσογειακά πευκοδάση αφήνουν μικρό αποτύπωμα γύρης καθώς η Τορώνη και η Χαλκιδική γενικότερα, αποτελούν κύριες πηγές εμπορίας του ξύλου τους στον αρχαίο κόσμο.
Η ΓΥΡΗ ΚΑΙ Η ΕΠΙΔΗΜΑ ΠΑΝΩΛΗΣ
"Η γύρη λειτουργεί περίπου σαν δακτυλικό αποτύπωμα, σχεδόν αναλλοίωτο στον χρόνο και αξιόπιστο. Παρατηρούμε λοιπόν ότι τα μεσογειακά δάση κωνοφόρων εξαπλώνονται ταχύτατα κατά την περίοδο της πανώλης του Ιουστινιανού (6ος - 8ος αιώνας μ.Χ.), όταν η ανθρώπινη δραστηριότητα στην περιοχή καταρρέει. Η Τορώνη υπήρξε, πολύ πιθανόν, θύμα της "πανώλης του Ιουστινιανού" που σάρωσε για δύο αιώνες τα παράλια κυρίως της ανατολικής Μεσογείου. Η αρρώστια μεταφερόταν με τα πλοία, που "φιλοξενούσαν" αρουραίους στα αμπάρια τους και χτύπησε πολλά λιμάνια. Το διάγραμμα γύρης δείχνει την απότομη κατάρρευση των καλλιεργειών (δημητριακά, ελιές) και την απότομη εξάπλωση των μεσογειακών πευκοδασών, καθώς η φωτιά, εργαλείο διαχείρισης της βλάστησης από τους βοσκούς, αλλά και η ίδια η βόσκηση εκλείπουν. Σαν ένα αόρατο χέρι να αφαίρεσε τον άνθρωπο από το τοπίο αυτού του σπουδαίου λιμανιού της Σιθωνίας" περιγράφει ο κ. Παναγιωτίδης.
Προχωρώντας στον χρόνο και σύμφωνα με τη μελέτη στην περιοχή, η δημιουργία των μοναστικών "μετοχίων" (ύστερη Βυζαντινή) και η γενικότερη οργάνωση της οικονομίας σε μικρές οικιστικές ενότητες (χωριά, οικισμοί) που εκτρέφουν μια ποικιλία ζώων σε μικρούς αριθμούς, έχουν ως συνέπεια την υποχώρηση των πυρόφιλων φυτών αφού η διαχείριση της βλάστησης μέσω της φωτιάς περιορίζεται. Τα δάση δρυός, ως πηγή προϊόντων (ξυλοκάρβουνο, τροφή οικόσιτων ζώων) για τη μικρή οικιακή οικονομία, γνωρίζουν μια σύντομη έντονη ανάπτυξη κατά την ύστερη Βυζαντινή και τις αρχές της Οθωμανικής περιόδου. Η υποχώρησή τους τον 16ο αιώνα μ.Χ., εκτιμά ο κ. Παναγιωτίδης, πιθανόν σχετίζεται με την ακμάζουσα μεταλλευτική δραστηριότητα στη ΒΑ Χαλκιδική και τις τεράστιες ανάγκες της για κάρβουνο.