Αυτή θα είναι η εικόνα στην Ελλάδα στα μέσα του 21ου αιώνα (2045-65) σε σχέση με την περίοδο 1961-90, όπως εκτιμούν επιστήμονες υπό τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Κώστα Καρτάλη, οι οποίοι εκπόνησαν μελέτη για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην ελληνική οικονομία για λογαριασμό του οργανισμού «διαΝΕΟσις».
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης,
-«Η θερμοκρασία αναμένεται να αυξηθεί κατά μέσο όρο κατά 2,5 βαθμούς Κελσίου σε σχέση με το διάστημα 1961-1990. Κατά τόπους η αύξηση θα φτάσει τους 3,8 βαθμούς τους θερινούς μήνες. Η αύξηση θα είναι μεγαλύτερη στη Βόρεια Ελλάδα και μικρότερη στη Νότια Πελοπόννησο, στα νησιά του Νότιου Αιγαίου και την Κρήτη. Αυτή η αύξηση αναμένεται να έχει δραματικές συνέπειες κυρίως στις πόλεις, αλλά και στις δασικές εκτάσεις.
-Οι ημέρες με καύσωνα (θερμοκρασία άνω των 35 βαθμών Κελσίου) αναμένεται να αυξηθούν κατά 15-20 ετησίως μέχρι το 2050. Μέχρι το τέλος του αιώνα στις περισσότερες περιοχές της χώρας οι “τροπικές ημέρες” (ημέρες με θερμοκρασία άνω των 35 βαθμών Κελσίου την ημέρα και άνω των 20 βαθμών τη νύχτα) αναμένεται να είναι περισσότερες από 50 τον χρόνο.
- Αντίθετα, οι ημέρες με νυκτερινό παγετό θα μειωθούν σημαντικά, ιδίως στη Βόρεια Ελλάδα (έως και κατά 40 ημέρες ετησίως).
-Ταυτόχρονα εκτιμάται ότι η βροχόπτωση θα μειωθεί κατά 12% κατά μέσο όρο (κατά 20-30% τους θερινούς μήνες, κυρίως στα νότια, και κατά 10% τους χειμερινούς)».
Ειδικότερα, στη Θεσσαλία προβλέπεται η θερμοκρασία να αυξηθεί κατά 2,45 βαθμούς Κελσίου, η ελάχιστη θερμοκρασία κατά 2,31 βαθμούς Κελσίου, η μέγιστη θερμοκρασία κατά 4,01 βαθμούς Κελσίου. Ο αριθμός των θερμών ημερών θα είναι αυξημένος κατά 25,85, ενώ ο αριθμός των συνεχόμενων ξηρών ημερών αυξημένος κατά 17,17. Αντίθετα, η βροχόπτωση θα είναι μειωμένη κατά 12,97%, όπως μειωμένος κατά 22,09 θα είναι και ο αριθμός ημερών παγετού.
ΜΕΙΩΜΕΝΗ
ΠΑΡΑΓΩΓΗ
Οι επιπτώσεις εκτιμάται ότι θα είναι ιδιαίτερα έντονες στη γεωργία καθώς προβλέπεται:
- «σημαντική αύξηση της θερμοκρασίας ιδίως κατά τους θερινούς μήνες και ειδικότερα στις γεωργικές περιοχές στην Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα,
- σημαντική αύξηση των θερμών ημερών κυρίως στην περιοχή της Θεσσαλίας και στην Ανατολική Μακεδονία,
- μείωση της βροχόπτωσης κατά περίπου 30% και 10% τους θερινούς και χειμερινούς μήνες αντίστοιχα,
- μείωση του δείκτη ξηρασίας (δηλαδή τάση μετατροπής των εδαφών σε ξηρικά) στη Δυτική Θεσσαλία και Δυτική Πελοπόννησο,
- σημαντική αύξηση του ελλείμματος υγρασίας κυρίως στη Δυτική Θεσσαλία και σε χωρικές ενότητες στη Βόρεια Ελλάδα αλλά και
- μείωση του αριθμού ημερών παγετού».
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Στο πλαίσιο της μελέτης, οι επιστήμονες καταθέτουν μια σειρά από γενικές και ειδικές προτάσεις με βάση τα νέα δεδομένα που φέρνει η κλιματική αλλαγή, στις οποίες συγκαταλέγονται:
-«Η αναθεώρηση του θεσμικού πλαισίου της χώρας ώστε να ενσωματώνεται η διάσταση της κλιματικής αλλαγής σε όλα τα σχετικά προγράμματα και σχέδια. Σε πρώτη προτεραιότητα πρέπει να αλλάξουν τα Σχέδια Διαχείρισης των Υδατικών Διαμερισμάτων, ειδικά της Θεσσαλίας, της Δυτικής Ελλάδος και της Πελοποννήσου.
-Η προετοιμασία ειδικών σχεδίων για τους κλάδους που θα πληγούν από την κλιματική αλλαγή (πρωτογενής τομέας, τουρισμός κ.λπ.) και τις περιοχές που θα πληγούν από την κλιματική αλλαγή εντός της επόμενης πενταετίας.
Η προετοιμασία σταδιακά το αργότερο εντός της επόμενης πενταετίας, εναλλακτικών ή και αντισταθμιστικών σχεδίων συμπεριλαμβανόμενων των αναγκαίων έργων υποδομής (όπως έργα εμπλουτισμού του υδροφόρου ορίζοντα) για τις περιοχές στις οποίες οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής θα είναι σημαντικές, αποτελεί κρίσιμη προτεραιότητα ώστε να αποφευχθούν διαπεριφερειακές ή ενδοπεριφερειακές στρεβλώσεις αλλά και για να διασφαλισθεί η αλυσίδα παραγωγής, η επάρκεια προϊόντων, η αγορά εργασίας, η τοπική ανάπτυξη και κατ’ επέκταση η κοινωνική συνοχή», επισημαίνουν χαρακτηριστικά και φέρνουν ως παράδειγμα τη σημαντική μείωση των βροχοπτώσεων στην Πελοπόννησο και στη Θεσσαλία (ιδίως στη δυτική), η οποία «οδηγεί στην υποβάθμιση των καλλιεργούμενων εκτάσεων σε ημι-άνυδρες και ξηρές, γεγονός που θα επηρεάσει αρνητικά τη γεωργική παραγωγή.
Ένα σχέδιο προσαρμογής σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να απαντά σε κρίσιμα ερωτήματα όπως: ποια έργα υποδομής απαιτούνται για να αναπληρωθεί το υδατικό δυναμικό, τι είδους καλλιέργειες μπορούν να ανταποκριθούν στις νέες κλιματικές συνθήκες, πόσο θα επηρεαστεί η γεωργική παραγωγή, ποια θα είναι η επίδραση στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών στο βαθμό που η μείωση της παραγωγής γεωργικών προϊόντων αφορά εξαγώγιμα είδη, πώς θα αναπληρωθεί το απολεσθέν ΑΕΠ αλλά και ποια θα είναι η επαγγελματική ενασχόληση όσων απομακρύνονται από τον κλάδο της γεωργίας».
ΑΘΗΝΑ, Του Γιώργου Μακρή