Γράφει ο Δημήτρης Βάλλας
… «Μετά την πρόσκρουση πετάχτηκα κατά γης κι όταν κατάφερα να σηκωθώ, ένα κύμα μ' έσπρωξε σ' ένα χώρο προς την πλώρη, κάτω από το κατάστρωμα, κι η πόρτα έκλεισε. Σ' αυτό τον χώρο το φως ήταν ακόμα αναμμένο κι είδα άλλους έξι στρατιώτες. Αμέσως μετά το φως έσβησε κι άρχισε να μπαίνει νερό με δύναμη. Ανεβήκαμε σ' ένα ντουλάπι, για να'μαστε στεγνοί. Κάθε τόσο κατέβαζα το πόδι για να δω πόσο ανέβηκε το νερό. Περάσαμε τη νύχτα με προσευχή και με τον τρόμο ότι από στιγμή σε στιγμή θα πνιγόμασταν στην άβυσσο»
Εκείνη την κρύα νύχτα μέσα στον Φεβρουάριο του 1944 ο Ιταλός αιχμάλωτος λοχίας των τεθωρακισμένων Τζιουζέπε Γκουαρίσκο με τη θάλασσα να λυσσομανά στα 10 Μποφώρ των ανέμων που έπνεαν είχε ήδη καταλάβει το τέλος…
Σε λίγο, με το κορμί του κομματιασμένο από ύφαλο, το επιταγμένο παλιό πλοίο «Ορία» θα βυθίζονταν στην άβυσσο απέναντι από το Σούνιο και δίπλα στο νησί του Πατρόκλου (Γαϊδουρονήσι) συμπαρασύροντας στην άβυσσο του βυθού περίπου 4.200 συμπατριώτες του, στρατιώτες και συμπολεμιστές.
Ο ίδιος ήταν ένα από τους ελάχιστους –μετρημένους στα δάχτυλα των χεριών- που σώθηκαν εκείνη την τραγική νύχτα του ναυαγίου.
Για το ναυάγιο του «Ορία» που θεωρείται σαν ο ελληνικός Τιτανικός και το πιο πολύνεκρο στη Μεσόγειο, λίγα είναι γνωστά, καθώς οι ψυχές των πάνω από 4000 νεκρών πέρασαν στη λήθη της ιστορίας.
Ιχνηλατώντας σήμερα μαζί θα προσπαθήσουμε να ανασύρουμε αυτή την τραγική ιστορία από το βυθό του Αιγαίου γυρίζοντας την κλεψύδρα του χρόνου ανάποδα…
Το ναυάγιο του νορβηγικού πλοίου “Ορία”, επιταγμένου από τους Γερμανούς, αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες ναυτικές τραγωδίες στα παγκόσμια χρονικά και η μεγαλύτερη στη Μεσόγειο που όμως παραμένει ευρέως άγνωστη, παρά τους νεκρούς της τρεις φορές περισσότερους από τον Τιτανικό. Συνέβη το βράδυ της 12ης Φεβρουαρίου 1944 κοντά στη νησίδα Πάτροκλος (Γαϊδουρονήσι) που βρίσκεται στο Σαρωνικό Κόλπο.
«Όταν η Ιταλία του στρατηγού Μπαντόλιο συνθηκολόγησε με τους Συμμάχους και πολέμησε στο πλευρό τους, οι Γερμανοί στον Ελλαδικό χώρο αφόπλισαν και αιχμαλώτισαν όλα τα Ιταλικά στρατεύματα (εκτός της περίπτωσης της μεραρχίας Aqui που εξοντώθηκε στην Κεφαλλονιά από την Γερμανική ταξιαρχία Εντελβάις). Σε μια από αυτές τις περιπτώσεις, οι Γερμανοί αφόπλισαν και αιχμαλώτισαν τις φρουρές της Λέρου και της Ρόδου, ένα σύνολο από 4046 ως 4233 στρατιωτών όλων των όπλων. Οι αιχμάλωτοι φορτώθηκαν στο αμπάρι του ατμόπλοιου ORIA (ένα παλαιό ατμόπλοιο ναυπηγημένο το 1920 και κατάλληλα διαμορφωμένο από τους Γερμανούς για μεταφορές) με την διαταγή να πλεύσει προς Πειραιά συνοδευόμενο από ένα στολίσκο τριών αντιτορπιλικών. Λίγες ώρες μετά τον απόπλου από τη Ρόδο, ανοιχτά της Κω, η νηοπομπή δέχτηκε επίθεση από βρετανικά πλοία, ενώ σύμφωνα με άλλες πληροφορίες κοντά στην Αστυπάλαια επίθεση και από υποβρύχιο, που εκτόξευσε ανεπιτυχώς τρεις τορπίλες εναντίον του.
Το «Ορια» με κυβερνήτη τον Νορβηγό Ρασμούσεν έφτασε στην θαλάσσια περιοχή ανάμεσα στην Κερατέα και το νησί του Πατρόκλου το απόγευμα της 6ης Φεβρουαρίου 1944, αλλά έπεσε σε σφοδρή θαλασσοταραχή. Έτσι και αλλιώς ο διάπλους της περιοχής είναι δύσκολος καθώς είναι πλήρης από ύφαλους και ξέρες, αλλά λόγω της θαλασσοταραχής το πλοίο βγήκε από την πορεία του και χτύπησε με τα δεξιά του πλευρά τα βράχια κάποιου ύφαλου. Τα αντιτορπιλικά που συνόδευαν το Ορία έσπευσαν προς βοήθεια του όμως αδυνατούσαν να πλησιάσουν λόγω των κακών καιρικών συνθηκών.
Το πλοίο ξεκίνησε να μπάζει νερά πολύ γρήγορα και λόγω του γεγονότος ότι ήταν κατάφορτο από τους Ιταλούς αιχμαλώτους, σχεδόν σε λίγα λεπτά βυθίστηκε αύτανδρο για να γράψει μια από τις τραγικότερες ναυτικές σελίδες της Ανθρωπότητας. Διασώθηκαν μόλις 6 Γερμανοί, 21 Ιταλοί και ο καπετάνιος του πλοίου που κολύμπησαν προς το νησί και σώθηκαν σε κακή κατάσταση. Σύμφωνα με μαρτυρίες των κατοίκων για πολλές εβδομάδες η θάλασσα ξέβραζε ανθρώπινα πτώματα στην παραλία του Χάρακα, τα οποία οι Γερμανοί έθαβαν πρόχειρα στην άμμο. H σχεδόν αύτανδρη βύθιση του «Όρια» δεν οφείλεται μόνο στην κακοκαιρία και τους κακούς χειρισμούς του νορβηγού πλοιάρχου, αλλά κυρίως στον ασφυκτικό εγκλωβισμό χιλιάδων ανθρώπων στα αμπάρια ενός μικρού και παμπάλαιου σκάφους. Η φήμη που κυκλοφόρησε τότε ότι τορπιλίστηκε από το υποβρύχιο «Παπανικολής» δεν ευσταθεί, αφού εκείνη την ημέρα το θρυλικό υποβρύχιο έπλεε μεταξύ Κρήτης και Λιβάνου.
Και όμως, το πολύνεκρο αυτό ναυάγιο, που ξεπερνά κατά πολύ αυτό του Τιτανικού (1.523 νεκροί), δεν καταγράφηκε πουθενά. Ούτε στα συμβάντα των ελληνικών λιμεναρχείων, ούτε στο υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας, ούτε στις αθηναϊκές εφημερίδες που δεν ανέφεραν λέξη καθώς η ναζιστική λογοκρισία απαγόρευσε την καταγραφή ή τη δημοσίευση οποιασδήποτε σχετικής πληροφορίας.
Ο επίλογος της τραγωδίας γράφεται με την κοπή του ναυαγίου αμέσως μετά τον πόλεμο προφανώς για να χρησιμοποιηθούν τα υλικά του στη χαλυβουργία».
Ο βυθός είναι γεμάτος από προσωπικά είδη των Ιταλών στρατιωτών, όπως καραβάνες, παγούρια, ζώνες, άρβυλα με τραγικότερο τα χαραγμένα μηνύματα πάνω στις καραβάνες προς τις οικογένειες τους, με τα ονόματα τους βουβοί μάρτυρες της τραγωδίας που λησμονήθηκε από όλους…