Η κατάδυση του Τιμίου Σταυρού από τη γέφυρα Αλκαζάρ στον Πηνειό, δεν ήταν πάντα δεδομένη. Με καταβολές από την τουρκοκρατία, το έθιμο κάποιες χρονιές διακοπτόταν, για διάφορες αιτίες. Κατά τον 20ό αιώνα, η μεγαλύτερη-χρονικά- διακοπή συνέβη για 17 συναπτά έτη. Ήταν από το 1940 μέχρι το 1957. Αιτία ήταν βέβαια ο πόλεμος και οι εξ αυτού αλλεπάλληλες καταστροφές της γέφυρας Αλκαζάρ (Πηνειάδων Νυμφών). Μεταπολεμικά και περίπου για μια δεκαετία, η κατάδυση- όχι πάντα με συμμετοχή κολυμβητών- γινόταν στην πισίνα της 1ης Στρατιάς (Β’ Σώματος Στρατού, τότε), στο σημερινό στρατόπεδο Νικ. Πλαστήρα.
Διαχρονικά, τα κωμικοτραγικά γεγονότα, που συνδέονταν με την κατάδυση του Τιμίου Σταυρού δεν έλειπαν. Για παράδειγμα, το 1900 ένας κολυμβητής έπεσε μεθυσμένος στον Πηνειό και πνίγηκε. Το έθιμο, εξ αυτού του λόγου, δεν επαναλήφθηκε το 1901. Επανήλθε το 1902 και η λαρισινή εφημερίδα ΟΛΥΜΠΟΣ {1], η οποία υποστήριζε την επαναφορά του, ζητούσε την καθιέρωση... αλκοτέστ, στους κολυμβητές! Το γεγονός, περιγράφει ως εξής: «Μετά το λυπηρόν συμβάν του πνιγμού ενός οινόφλυγος (μεθυσμένου) δύτου, κατά το 1900, πρώτοι ημείς από των στηλών τούτων υψώσαμεν φωνήν υπέρ της μη καταργήσεως του εθίμου της καταδύσεως του Σταυρού και της υπό δυτών ανελκύσεως αυτού. Μετά τα μέτρα δε, τα οποία επροτείναμεν εις τας αρμοδίας αρχάς, επανεφέραμεν κατά το παρελθόν έτος το εκτάκτως λαμπρόν και θεαματικόν έθιμον, επιτραπείσης της εισόδου εν το ποταμώ αρκετών δυτών. Εφέτος όμως την κατάδυσιν του Σταυρού καλόν είναι ν’ ακολουθήση και η από της γεφύρας κατάβασις των δυτών, μετά προηγουμένην ιατρικήν εξέτασιν της καρδίας, των μυόνων, της αντοχής και του... ποσού του οινοπνεύματος, όπερ ούτοι θα πίωσιν. Η τελεία δε επαναφορά του μοναδικού της καταδύσεως εθίμου, θ’ ανακαλέση το έκτακτον μεγαλείον της εορτής ήτις από του 1900 βαρυθύμως, υπό όλων σχεδόν, ακούεται. Αι αρχαί ας λάβωσι τα μέτρα των, και ας είναι βέβαιοι ότι ουδέν απευκταίον θα συμβή».
Κατά τα γεγονότα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και της εισβολής των Γερμανών κατακτητών στην Ελλάδα, η γέφυρα ανατινάχτηκε από υποχωρούντες συμμάχους Νεοζηλανδούς ξημερώματα της 19ης Απριλίου 1941 και πάλι ξημερώματα της 23ης Οκτωβρίου 1944 από τους υποχωρούντες κατακτητές. Στα νερά υπήρχαν όγκοι πέτρας και υλικών από τις ανατινάξεις. Επιπλέον, η γέφυρα μετά το 1944 ήταν ξύλινη (όπως και αυτή των κατακτητών). Οπότε, τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, δεν υπήρχε σκέψη για επανάληψη του εθίμου. Η «Ελευθερία» έγραφε χαρακτηριστικά το 1947 [2]: «Κατάδυσις του Σταυρού δεν θα γίνη ούτε φέτος, παρ’ όλον ότι η παλαιά κοίτη έχει αρκετό νερό, διότι η ξύλινη γέφυρα δεν δύναται να ανθέξη εις μεγάλον βάρος».
Στις 24 Σεπτεμβρίου 1947 [3] εγκαινιάστηκε το κολυμβητήριο του Β’ Σώματος Στρατού από τον βασιλιά Παύλο και πήρε το όνομά του, «Κολυμβητήριον βασιλέως Παύλου». Το 1949 η εφημερίδα [4] έγραψε ότι με απόφαση της Μητρόπολης, σε συνεννόηση με τον σωματάρχη αντιστράτηγο Παναγ. Καλογερόπουλο, μετά την τελετή στον ναό του Αγίου Αχιλλίου θα γίνει η κατάδυση του Σταυρού, στις 3 μ. μ. στη στρατιωτική πισίνα (κολυμβητήριο). Η τελετή είχε τη μορφή λαϊκού πανηγυριού, με συμμετοχή χιλιάδων λαού. Όμως, συνοδεύτηκε και από ένα ευτράπελο. Στρατιώτης, τη στιγμή που συναγωνίζονταν οι κολυμβητές να πιάσουν τον σταυρό, έπεσε από άλλο σημείο της πισίνας, με τα ρούχα του, πολύ κοντά στο μέρος που είχε βυθιστεί και τον ανέσυρε! Από το δημοσίευμα της «Ε» στις 7 Ιανουαρίου 1949 αντλούμε τα συμβάντα: Χιλιάδες λαού άρχισαν να συρρέουν στον χώρο του κολυμβητηρίου και μέχρι τις 2.30 μ. μ. όλες οι πλευρές είχαν γεμίσει ασφυκτικά, πλην της εξέδρας των επισήμων. Στην ώρα τους κατέφθασαν ο μητροπολίτης Δωρόθεος, ο σωματάρχης Καλογερόπουλος, ο νομάρχης Παπαδημητρίου και πολλοί άλλοι επίσημοι. Μόλις τελείωσε ο Αγιασμός των υδάτων, ο μητροπολίτης έριξε τον ασημένιο Σταυρό σε απόσταση τεσσάρων περίπου μέτρων από το μέρος, όπου ήταν τα αποδυτήρια. Ταυτοχρόνως, από την άλλη άκρη του κολυμβητηρίου, έπεσαν στο νερό οι κολυμβητές των δύο ομάδων, της στρατιωτικής ομάδας και του Κολυμβητικού Συλλόγου και «ημιλλώντο ευγενώς, ποίος θα φθάση πρώτος εις το σημείον, ένθα έπεσεν ο σταυρός». Εκείνη τη στιγμή ο στρατιώτης Λεωνίδας Ντελιμιχαλάκης, ο οποίος βρισκόταν στην άκρη, κοντά στο σημείο, όπου ρίχτηκε ο σταυρός, έπεσε με τα ρούχα και με αλλεπάλληλες βουτιές, τον βρήκε. Αμέσως μετά κατέφθασε, πρώτος ο Νικ. Λιάμπος του Κολυμβητικού Συλλόγου και τον ακολουθούσε κολυμβητής της στρατιωτικής ομάδας. Ο Ντελιμιχαλάκης παρέδωσε στη συνέχεια τον σταυρό στον μητροπολίτη Δωρόθεο. Όμως, «δια της αστόχου ενεργείας του, ο στρατιώτης Ντελιμιχαλάκης, εγένετο αφορμή ν’ απωλέση όλην την γραφικότητά της η άμιλλα των κολυμβητών...» Στη συνέχεια ο σωματάρχης Παναγ. Καλογερόπουλος κάλεσε τους δύο προαναφερθέντες πρώτους των δύο ομάδων και τους πρόσφερε αναμνηστικά και κύπελλα για τις ομάδες τους. Με απόφαση μητροπολίτη και σωματάρχη, επιτροπή αποτελούμενη από τους δύο κολυμβητές, έναν αξιωματικό και δύο πολίτες, μαζί με τον Τίμιο Σταυρό περιήλθε σπίτια και καταστήματα στη Λάρισα και σε κωμοπόλεις του νομού, για έρανο, επαναφέροντας προπολεμικό έθιμο. Τα χρήματα διατέθηκαν για την ανέγερση του μητροπολιτικού ναού Αγίου Αχιλλίου, που είχε καταστραφεί από τον σεισμό του 1941.
Η ρίψη του Τιμίου Σταυρού στην πισίνα του Β’ Σώματος Στρατού καθιερώθηκε και για τα επόμενα χρόνια. Το 1952 [5] η τελετή είχε την καινοτομία να μεταδοθεί ραδιοφωνικά από τον ραδιοφωνικό σταθμό της Λάρισας, ο οποίος μέχρι και σήμερα στεγάζεται εντός του συγκεκριμένου στρατοπέδου. Εκείνη τη χρονιά έπεσαν 11 κολυμβητές για να ανασύρουν τον σταυρό. Τον ανέσυρε ο ιδιώτης κολυμβητής Κων. Τσαλέρας. Επίσης συμμετείχε και ο έτερος ιδιώτης Δημ. Ανδρέου. Οι υπόλοιποι ήταν όλοι στρατιώτες, οι εξής: Γεωργ. Κυριακόγλου, Εμμαν. Βουρνουξούδης, Πολυχρόνης Σπάρτσος, Δημ. Γιοβάνης, Ηρακλής Ιωαννίδης, Αριστείδης Τσίπτερας, Αθαν. Θεοδωράτος, Στυλ. Βουλάγκας, Αναστ. Ιωάννου. Την επόμενη χρονιά [6], αν και υπήρχαν κολυμβητές, έτοιμοι να βουτήξουν, με εντολή του «αρχηγού της 1ης Στρατιάς» (ήδη από το 1952 είχε ιδρυθεί ο νέος στρατιωτικός σχηματισμός), ο σταυρός ρίφθηκε με κορδέλα. Με κορδέλα ρίχτηκε και στα Θεοφάνια του 1954, με καινοτομία τα λευκά περιστέρια, που απελευθέρωσαν άνδρες του Τάγματος Διαβιβάσεων. Ούτε το 1955 έπεσαν κολυμβητές, αλλά το ρεπορτάζ αναφέρει ότι στην τελετή συμμετείχαν 3.000 λαού [7]. Το 1956 ήταν η τελευταία χρονιά, που η κατάδυση έγινε στην πισίνα της 1ης Στρατιάς.
Το 1957 ο δήμαρχος Λαρίσης Δημήτριος Χατζηγιάννης ζήτησε τόσο από τον μητροπολίτη Δημήτριο, όσο κι από την 1η Στρατιά, να γίνει η τελετή των Θεοφανίων [8] στον Πηνειό. Αν και δεν είχαν ολοκληρωθεί οι διαμορφώσεις της κοίτης πέριξ της γέφυρας, πάρθηκε η απόφαση. Δεν επετράπη όμως να πέσουν κολυμβητές, επειδή ούτε το ρεύμα, ούτε η κοίτη του Πηνειού είχαν διαμορφωθεί. Από τότε η ρίψη του Τιμίου Σταυρού γίνεται κανονικά από τη γέφυρα Αλκαζάρ μέχρι σήμερα.
----
[1] Φύλλο 1ης Ιανουαρίου 1903
[2] Φύλλο 5ης Ιανουαρίου 1947
[3] «Ελευθερία» 25 Σεπτεμβρίου 1947
[4] «Ελευθερία» 5 Ιανουαρίου 1949
[5] «Ελευθερία» 8 Ιανουαρίου 1952
[6] «Ελευθερία» 7 Ιανουαρίου 1953
[7] «Ελευθερία» 7 Ιανουαρίου 1955
[8] «Ελευθερία» 4 Ιανουαρίου 1957