Είναι μία από τις λίγες εκδηλώσεις της Λάρισας που έχουν αποτυπωθεί φωτογραφικά από την περίοδο της τουρκοκρατίας ακόμη. Έχουν διασωθεί μέχρι σήμερα φωτογραφίες και επιστολικά δελτάρια με την τελετή αυτήν, τα οποία δείχνουν τη μαζική προσέλευση του κόσμου στη γέφυρα και τις όχθες γύρω από το ποτάμι, να παρακολουθεί το γεγονός.
Στην εβδομαδιαία εφημερίδα της Λάρισας «Όλυμπος», στο φύλλο της 15ης Ιανουαρίου 1900, δημοσιεύθηκε ρεπορτάζ από την τελετή των Θεοφανείων, το οποίο λόγω του ενδιαφέροντός του θα παραθέσουμε ολόκληρο. Η γραφή είναι στην απλή καθαρεύουσα της εποχής, είναι κατανοητή και το ρεπορτάζ ασχολείται βασικά με δύο θέματα. Στο πρώτο καταγράφεται το τελετουργικό της κατάδυσης του Σταυρού, το οποίο γινόταν την περίοδο εκείνη κάπως διαφορετικά απ’ ό,τι γίνεται σήμερα και στο δεύτερο θέμα καταλογίζει ευθύνες για τον θάνατο ενός εκ των κολυμβητών στην προσπάθεια να ανασύρει τον Σταυρό. Το κείμενο είναι ανυπόγραφο, αλλά συντάκτης του πρέπει να είναι ο δημοσιογράφος της εφημερίδας Ιωάννης Τσαπαλίδης. Ας το απολαύσουμε:
«Η λαμπροτέρα ημέρα του ενιαυτού, καθ’ ήν τα ύδατα πάντα αγιάζονται διά της καταδύσεως του Τιμίου και ζωοποιού Σταυρού, λαμπρά και φωτοβόλος και ηλιοκαής ανέτειλεν εν Λαρίσση. Αμφιβάλλω αν τοιαύτην ημέραν είδεν ετέρα πόλις της Ελλάδος, καθώς επίσης αμφιβάλλω αν ετελέσθη καλλιτέρα τελετή αλλαχού της Πατρίδος ημών. Από της πρωίας ο κόσμος προσήρχετο αθρόως εις τον ναόν τον Μητροπολιτικόν, κατόπιν δε κατέκλυζε τας πέριξ όχθας του μεγαλοπρεπούς Πηνειού και τους περί αυτόν λόφους και τα διάφορα υψώματα και την ποιητικωτάτην αμμουδιάν την φιλουμένην επιχαρίτως υπό του ποταμού [2].
Εις την εορτήν, λοιπόν, την θαυμασίαν της Λαρίσσης προσήρχετο κόσμος άπειρος μειδιών και χαρίεις, μέχρις ου η ώρα η ορισθείσα διά την κατάδυσιν είχεν σημάνει. Η πομπή εξεκίνησεν εκ του ναού μαγαλοπρεπώς, ακολουθούντων πάντων, εν τέλει και του Αρχιεπισκόπου Αμβροσίου του Πλαταμώνος [3] χοροστατούντος. Διελθούσα δε την ωραίαν γέφυραν, έφθασεν εις την εξέδραν την παρά το Αλκαζάρ [4]. Ο αρχιερεύς ακολουθούμενος υπό των ιερέων και διακόνων, ανήλθεν επ’ αυτής και ανέγνω τας ποιητικοτάτας εκείνας ευχάς του αγιασμού μετά θαυμαστής όντως ευγλωττίας και χάριτος, σπάνιον εις τους αναγινώσκοντας ευχάς κληρικούς, τους εξ έξεως τρώγοντας τας λέξεις και τας συλλαβάς. Ο Αρχιερεύς Αμβρόσιος καθαρώτατα και ηχηρώς αναγιγνώσκων τας ευχάς ταύτας, τους πάντας κατέθελξε και συνεκίνησε. Οθωμανός εκ των εγκρίτων, πλησίον εκεί πού ευρισκόμενος, εξέφρασε τον θαυμασμόν του επί τούτω. Μόλις ήρξατο ο Αρχιερεύς ψάλλων το «Εν Ιορδάνη», ο λαός απεκαλύφθη και ώρμησεν εκεί ίνα λάβη ύδωρ ηγιασμένον από των χειρών του Αρχιερέως και πίη εξ αυτού, ραντίση δε και τον σπόρον ίνα παραγάγη η γη αφθόνους τους δημητριακούς. Γενέσθω ίλεως ο ύψιστος επί της πεινώσης Θεσσαλίας. Εκ του αγιασμού λαμβάνουσι μετά σεβασμού και οι Οθωμανοί βέηδες και ραντίζουσι τα τσιφλίκια των.
Τέλος, ο Αρχιεπίσκοπος κατήλθε της εξέδρας και μετά της αυτής ης και πρότερον πομπής εξεκίνησε και αύθις, προπορευομένων των εξαπτερύγων, των ιερέων και των διακόνων και ακολουθούντος πλήθους λαού, έφθασεν εις το κέντρον της γεφύρας, όπου ήσαν παρατεταγμέναι δεκάδες τινες ευτόλμων κολυμβητών, αναμενόντων από πρωίας γυμνών την ώραν της καταδύσεως. Το έθιμον τούτο του κολυμβήματος του επικινδύνου, ως απεδείχθη εκ του κατόπιν δυστυχήματος, δεν μου αρέσκει. Υψώ φωνήν διά την κατάργησιν. Ο Αρχιερεύς ευλογήσας το πλήθος έρριψε τον σταυρόν εις τον ποταμόν, του στρατού παρουσιάσαντος όπλα και του λαού μετ’ ευλαβείας αποκαλυφθέντος. Οι κολυμβηταί ήσαν πάντες εν τω ποταμώ προς ανεύρεσιν του σταυρού, όν και ανεύρον και έφερον και αύθις επάνω προς άγραν …δεκαρών. Δυστυχώς κολυμβητής τις παρασυρθείς υπό του ρεύματος επνίγη ενώπιον τόσου πλήθους, συγκινηθέντος εκ του σπαρακτικού θεάματος. Εντύπωσιν οικτράν ενεποίησεν η αναλγησία των κολυμβητών των μη ριφθέντων εις τον ποταμόν, προς διάσωσιν του αδικοπνιγέντος παιδίου. Αν επρόκειτο να ριφθή και έτερος σταυρός τάχα θα έμεινον απλοί ούτοι θεαταί; Τις οίδε! Τέλος η πανήγυρις των Θεοφανείων θα ήτο λαμπροτάτη, ως ήτο, και μάλλον χαρμόσυνος αν δεν συνέβαινε το τους πάντας καταθλίψαν δυστύχημα. Εν προσεχεί μέλλοντι ας παύση το κολύμβημα τούτο το οποίον εκτός του ότι είναι επικίνδυνον είναι και ουχί ευχάριστον διά τους θεατάς, μη έχοντας τόσην διάθεσιν να βλέπωσι γυμνά και τρέμοντα εκ του ψύχους σώματα».
Εκ του γεγονότος αυτού από το 1902 και μετά, οι κολυμβητές συγκεντρώνονταν, όπως και σήμερα, στην αριστερή όχθη του Πηνειού και απ’ εκεί έπεφταν στα νερά του ποταμού μόλις ο Μητροπολίτης, ευρισκόμενος στο μέσον της γέφυρας, έριχνε τον Σταυρό.
[1]. Μετά το τέλος του Κριμαϊκού πολέμου (1853-1856) επετράπη από την Οθωμανική Διοίκηση της Λάρισας, ύστερα από αίτημα του Έλληνα πρόξενου, να γίνεται η τελετή της κατάδυσης του Σταυρού από τη μεγάλη γέφυρα στα νερά του Πηνειού. Μέχρι τότε γινόταν μέσα στον Μητροπολιτικό Ναό του Αγ. Αχιλλίου, τη γνωστή Βασιλική του Καλλιάρχη.
[2]. Με τον όρο «ποιητικωτάτη αμμουδιά» ο δημοσιογράφος εννοεί το νησάκι που υπήρχε στο κέντρο της κοίτης του ποταμού στο ύψος του ναού του Αγ. Αχιλλίου, δίχαζε τη ροή του και είχε σχηματισθεί από προσχώσεις.
[3]. Τον Ιανουάριο του 1900 ο επίσκοπος Πλαταμώνος Αμβρόσιος είχε επιλεγεί ήδη ως Μητροπολίτης Λαρίσης, αλλά το βασιλικό διάταγμα είχε καθυστερήσει να δημοσιευθεί στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως και η ενθρόνισή του στη Λάρισα έγινε έναν μήνα αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1900.
[4]. Η εξέδρα στηνόταν στο ύψος όπου σήμερα βρίσκεται η αναθηματική στήλη των πεσόντων αξιωματικών και οπλιτών του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Ένα μέρος της εξέδρας προεξείχε και μέσα στην κοίτη του ποταμού.