Η Ραψάνη είναι ένα οικισμός ο οποίος για πολλούς δημιουργήθηκε πριν από τον 10ο αιώνα, γραπτά, όμως, στοιχεία για την ύπαρξή της έχουμε από τον 15ο αιώνα. Γνώρισε περίοδο πνευματικής και εμπορικής ακμής τον 18ο αιώνα. Η φήμη της για τα γράμματα ήταν μεγάλη και φθάνει στο ύψιστο σημείο, στην κορύφωσή της, με την ίδρυση το 1767 της περίφημης Σχολής της. Γενέτειρα του επισκόπου Πλαταμώνος και Λυκοστομίου Διονυσίου Μιχαήλ, υπήρξε για κάποιο διάστημα η έδρα τής εν λόγω επισκοπής. Στην οικογένειά του επισκόπου (ανεψιός από αδελφή) ανήκε και ο λόγιος Δημήτριος Γοβδελάς (1780-1831). Στον εμπορικό τομέα αναδείχθηκε χάρη στη βιοτεχνία της κόκκινης βαφής (όπως και τα γειτονικά Αμπελάκια) στην υφαντουργία και κυρίως την αμπελουργία.
Ο ναός του Αγίου Αθανασίου υπήρχε ανέκαθεν ο ενοριακός ναός της επάνω συνοικίας της Ραψάνης. Σύμφωνα με τις σωζόμενες επιγραφές, κτίσθηκε το 1831, δεκαπέντε χρόνια μετά από πυρκαγιά του προηγούμενου ναού και ανακαινίσθηκε το 1864 [1]. Στον ναό αυτόν βρέθηκε και το φορολογικό κατάστιχο (1778-1899), το οποίο παρέχει σημαντικά στοιχεία για την ιστορία και οικονομία του οικισμού [2]. Πρόκειται για μια μεγάλη τρίκλιτη βασιλική, θολοσκεπή, με διώροφο νάρθηκα, η οποία στον γυναικωνίτη, σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο έχει δημιουργηθεί Μουσείο εκκλησιαστικών εκθεμάτων (εικόνες 18ου-19ου αιώνα, εκκλησιαστικά σκεύη, άμφια κ.λπ.)
Στη Ραψάνη παραθέριζε οικογενειακώς σε νεαρή ηλικία ο σπουδαίος πεζογράφος Μ. Καραγάτσης (Δημήτριος Ροδόπουλος 1908-1960). Το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο Καραγάτσης οφείλεται σε ένα καραγάτσι (φτελιά), δέντρο που βρισκόταν στην αυλή του ναού του Αγ. Αθανασίου, στον ίσκιο του οποίου συνήθιζε να κάθεται και να διαβάζει. Σήμερα προτομή του στολίζει τον προαύλειο χώρο του ναού του Αγ. Αθανασίου στο σημείο όπου καθόταν διαλογιζόμενος και έχοντας απέραντη θέα, που έφθανε μέχρι τη θάλασσα. Το «Μ.» του ψευδωνύμου πιστεύεται ότι προήλθε από το αρχικό του ονόματος Μίτια (ρωσική εκδοχή του Δημήτρης), με το οποίο τον αποκαλούσαν οι φίλοι του, λόγω της μεγάλης αγάπης που έτρεφε για τον Ντοστογιέφσκι. Το γεγονός ότι υπέγραφε τα έργα του ως «Μ. Καραγάτσης» προκάλεσε σύγχυση σε αρκετούς φιλολόγους, που συχνά ερμήνευαν το «Μ» και ως Μιχάλης, λόγω των συνώνυμων ηρώων στα διάφορα συγγραφικά έργα του. Ως πεζογράφος πρωτοεμφανίστηκε το 1927 με το διήγημα «Η κυρία Νίτσα», το οποίο υποβλήθηκε σε διαγωνισμό του περιοδικού «Νέα Εστία» και πήρε τον τρίτο έπαινο. Ήταν ένα αυτοβιογραφικό διήγημα, εμπνευσμένο από τον παιδικό του έρωτα για μια εικοσάχρονη δασκάλα στο Δημοτικό Σχολείο του Αρσάκειου της Λάρισας. Μάλιστα, για τη φοίτησή του στο Αρσάκειο αυτοσαρκάζεται ως εξής: «Διδάχτηκα τα πρώτα γράμματα στο Αρσάκειο της Λάρισας (όταν συλλογιέμαι πως υπήρξα και Αρσακειάδα!) και αντί να ερωτευτώ τις συμμαθήτριές μου, αγάπησα παράφορα τη δασκάλα μου».
Ο παππούς του Ανδρέας Ροδόπουλος με καταγωγή από την Πάτρα εξασκούσε το επάγγελμα του συμβολαιογράφου και ήταν νυμφευμένος με την Καλλιόπη Μαυροπούλου. Μετά το 1881 εγκαταστάθηκε στη Λάρισα, γιατί η φυγή των Τούρκων μπέηδων τους υποχρέωνε να πωλούν τα απέραντα τσιφλίκια τους σε εύπορους Έλληνες και επομένως, η παρουσία συμβολαιογράφων ήταν επιβεβλημένη και κυρίως κερδοφόρα. Ο εγγονός του Μ. Καραγάτσης μάς παρουσιάζει το πορτραίτο του παππού του με πολύ ρεαλιστικό τρόπο στο βιβλίο του «Ο Μεγάλος Ύπνος». Ο πατέρας του Γεώργιος Ροδόπουλος νυμφευμένος με την κόρη του προύχοντα Σταμουλάκη Μουλούλη από τον Τύρναβο απέκτησε πέντε τέκνα, δύο κόρες και τρεις γιους. Η πρώτη κόρη η Ροδόπη παντρεύτηκε τον διευθυντή της Αβερωφείου Γεωργικής Σχολής Φιλοποίμενα Τζουλιάδη (είναι η κυρία διευθυντού στο βιβλίο του Καραγάτση «Συνταγματάρχης Λιάπκιν») και η δεύτερη, η Φωφώ, τον νομικό Γρηγόριο Κασιμάτη. Από τα αγόρια πρώτος ήταν ο Νίκος Ροδόπουλος, ο οποίος ήταν επιχειρηματίας και διατηρούσε γραφείο εισαγωγών. Δεύτερος ήταν ο Κωνσταντίνος (Τάκης) Ροδόπουλος (1896-1971), ο οποίος μας είναι γνωστός ως πρόεδρος της Βουλής επί σειρά ετών. Ο τρίτος και νεότερος σε ηλικία γιος ήταν ο Δημήτριος Ροδόπουλος, γνωστός ως Μ. Καραγάτσης. Πέρασε την παιδική του ηλικία σε διάφορες πόλεις της Ελλάδος, εκεί όπου μετακόμιζε η οικογένειά του λόγω της θέσεως του πατέρα του ως διευθυντής σε διάφορα υποκαταστήματα της Εθνικής Τράπεζας ανά την Ελλάδα. Το 1935 νυμφεύθηκε με τη ζωγράφο Νίκη Καρυστινάκη. Ήταν ένας θαυμάσιος πεζογράφος και πολλά από τα έργα του διαδραματίζονται στην πόλη όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Ο Καραγάτσης πέθανε από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου το 1960, σε ηλικία μόλις 52 ετών. Απέκτησε το 1936 μία κόρη, τη Μαρίνα, η οποία κράτησε σαν επίθετο το ψευδώνυμο του πατέρα της Καραγάτση.
—————————
[1]. Σδρόλια Σταυρούλα. Οι εκκλησίες της Ραψάνης και η Μονή των Αγίων Θεοδώρων, Θεσσαλικό Ημερολόγιο, τόμ. 69 (2016), σελ. 113 κ.ε.
[2]. Σπανός Κώστας. Το κατάστιχο του Αγίου Αθανασίου της Ραψάνης (1778-1889), Θεσσαλικό Ημερολόγιο, τόμ. 2 (1981), σελ. 65-108, και τόμ. 3 (1982), σελ. 131 κ.ε.
Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com