Ενδιαφέρον παρουσιάζει η έρευνα να αναζητηθεί η αιτία που τα άτομα αυτής της φυλής βρέθηκαν στην πόλη μας και στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας, αλλά και το γεγονός ότι όλοι τους μετέρχονταν το επάγγελμα του γαλακτοπώλη. Η ιστορία ξεκινάει από πολύ παλιά, όταν όλη σχεδόν η βαλκανική χερσόνησος ήταν τμήμα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και μεταξύ των κατά τόπους περιοχών της (Βιλαέτια-πασαλίκια) [2] δεν υπήρχαν σύνορα. Επειδή όλοι αυτοί οι Σέρβοι ήταν νομάδες κτηνοτρόφοι, τα καλοκαίρια τα περνούσαν στην ευρύτερη περιοχή της νότιας Σερβίας, δηλαδή στην περιοχή των Σκοπίων, στο Μοναστήρι (Μπιτώλια) και στα γύρω μέρη. Μόλις έφθανε ο Οκτώβριος, ξεκινούσαν το μεγάλο ταξίδι και κατέβαζαν τα κοπάδια στα χειμαδιά της Θεσσαλίας για να ξεχειμωνιάσουν. Το ίδιο πράγμα, βέβαια, έκαναν και οι δικές μας νομαδικές πληθυσμιακές ομάδες των Σαρακατσαναίων και των βλαχόφωνων Ελλήνων των νότιων περιοχών της Βαλκανικής. Μετά την εορτή του Αγ. Δημητρίου (26 Οκτωβρίου) κατέβαιναν στη Θεσσαλία με τα πολυάριθμα κοπάδια τους και μετά του Αγ. Γεωργίου ανέβαιναν στις πατρίδες τους. Σαν παράδειγμα αναφέραμε παλαιότερα [3] την οικογένεια του Πέτρου Γέμτου από τη Νιζόπολη, μια βλαχόφωνη ελληνική κοινότητα κοντά στο Μοναστήρι. Ήταν φυσικό κατά το διάστημα της παρουσίας τους εδώ να προωθούν στην τοπική αγορά τα κτηνοτροφικά προϊόντα των κοπαδιών τους και μάλιστα, νοίκιαζαν και καταστήματα στην κεντρική περιοχή της πόλης για την ευκολότερη διακίνησή τους. Το εντυπωσιακό στην περίπτωση αυτήν ήταν ότι και οι υπάλληλοι των καταστημάτων αυτών ήταν Σέρβοι.
Το 1881, μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα, στην περιοχή της Μελούνας δημιουργήθηκαν τα σύνορα με την Οθωμανική αυτοκρατορία και το πέρασμα των Σέρβων με τα κοπάδια τους στη Θεσσαλία ήταν αρκετά δύσκολο έως αδύνατο. Το γεγονός αυτό οδήγησε μερικούς Σέρβους να γίνουν μαζί με τις οικογένειές τους μόνιμοι κάτοικοι Θεσσαλίας και να συνεχίσουν εδώ την εργασία τους. Εκτός από τη διανομή του γάλακτος, κατασκεύαζαν και γιαούρτι, το οποίο με ειδικούς υπαλλήλους το διαλαλούσαν και το διέθεταν και στις γειτονιές. Επιπλέον, κατασκεύαζαν και διάφορες ποικιλίες τυριών και μερικές φορές έφθαναν μέχρι και την Αθήνα.
Οι οικογένειες των Γκέγκηδων που εγκαταστάθηκαν μόνιμα στη Λάρισα δεν διέκοψαν τους δεσμούς με τη χώρα τους. Τα καλοκαίρια πήγαιναν στα πατρικά τους μέρη και περνούσαν ένα μικρό διάστημα στη γενέθλια γη τους. Τα σύνορα και η ελληνικότητα που είχε αναπτυχθεί στην παιδεία, τη θρησκεία και το εμπόριο στους βλαχόφωνους Έλληνες και στους Σαρακατσαναίους της περιοχής των Σκοπίων και του Μοναστηρίου ανάγκασαν πολλούς απ’ αυτούς να παραμείνουν στη γενέθλια γη τους.
Στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε μερικούς από τους Σέρβους γαλακτοπώλες της Λάρισας που έχουμε εντοπίσει κατά την έρευνά μας. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονίσουμε ότι η παρουσία τους στην πόλη μας κράτησε μέχρι το 1940. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με την κάθοδο των Γερμανών στα Βαλκάνια, όλοι τους σχεδόν επέστρεψαν στις πατρίδες τους για να βοηθήσουν τη χώρα τους στον αγώνα κατά των εισβολέων.
Στο Τσούγκαρι [4] υπήρχε ένα από τα πολλά γαλακτοπωλεία που διαχειρίζονταν οι Σέρβοι. Ιδιοκτήτης του ήταν ο Δήμος Λάκεβιτς, ο οποίος εργαζόταν από χρόνια στη Λάρισα. Το κατάστημά του βρισκόταν απέναντι από το ξενοδοχείο «Θράκη», ένα μεγάλο για την εποχή του οίκημα, το οποίο βρισκόταν στον χώρο που καλύπτει σήμερα το ξενοδοχείο «Ακροπόλ». Ιδιοκτήτες του ήταν οι αδελφοί Αγγελακόπουλοι, αλλά την επιχείρηση την είχε αναλάβει για πολλά χρόνια ο Κώστας Κικίμης. Ο Λάκεβιτς εκτός από τη θαυμάσια γιαούρτη του, παρασκεύαζε στην αρχή και τραγανιστούς λουκουμάδες. Αργότερα το κατάστημά του πήρε τη μορφή ζαχαροπλαστείου και έφτιαχνε ρυζόγαλο, καϊμάκι και σιροπιαστά γλυκά, όπως μπαμπάδες, φοινίκια, κουρκουμπίνια, μπακλαβάδες, ρεβανί.
Όσοι ζουν ή σπουδάζουν στη Θεσσαλονίκη, γεύονται και σήμερα την ποικιλία αυτών των γλυκών. Στο κατάστημα αυτό μαθήτευσε για ένα διάστημα και ο Παντελής Καψιμάλης. Είχε έλθει από τη Δυτική Μακεδονία, έμαθε κοντά στον Λάκεβιτς τα μυστικά της τέχνης του και εν συνεχεία άνοιξε δικό του κατάστημα με την επωνυμία «Αστόρια», όπου και διέπρεψε.
Στο ισόγειο του ξενοδοχείου «Κεντρικόν», το οποίο βρισκόταν στη γωνία των οδών Αλεξάνδρας (Κύπρου) και Μ. Αλεξάνδρου, ακριβώς εκεί όπου το 1938 ο Ανδρέας Κουτσίνας έκτισε το ξενοδοχείο «Ολύμπιον», υπήρχε στην πλευρά της Κύπρου γαλακτοπωλείο το οποίο διαχειριζόταν ο Σάββας Πίτσεβιτς.
Στον ίδιο δρόμο και κοντά προς τη Δημοτική Αγορά βρισκόταν ένα άλλο γαλακτοπωλείο, του Μπράνκοβιτς, το οποίο λειτούργησε μέχρι το 1940 σε συνεργασία με τον Δημ. Κουτζαηλία, ο οποίος κατόπιν το δούλευε μόνος του.
Ένα άλλο γαλακτοπωλείο υπήρχε προπολεμικά στη βόρεια πλευρά της Κεντρικής πλατείας, ανάμεσα από το φαρμακείο του Νικ. Ζησιάδη, το γνωστό «Σαντράλ», και το ξενοδοχείον «Το Στέμμα». Ήταν του Κυριάκου Κρέσκοβιτς. Μετά την κατασκευή του ξενοδοχείου «Ολύμπιον» από τον Ανδρέα Κουτσίνα λίγο πριν από τον πόλεμο του 1940, ο Κρέσκοβιτς ενοικίασε ένα από τα καταστήματα που βρισκόταν στο ισόγειο της βόρειας πλευράς του ξενοδοχείου και μετέφερε σ’ αυτό την επιχείρησή του. Μάλιστα, το ονόμασε «Ολύμπιον». Σ’ αυτό το κατάστημα ο Κρέσκοβιτς... αλλαξοπίστησε. Όπως γράφει ο παλιός δημοσιογράφος Κώστας Περραιβός [5], το μετέτρεψε σε γαλακτοζαχαροπλαστείο και εκτός από τα κλασικά ανατολίτικα γλυκά, προσέφερε και ευρωπαϊκά [5]. Κοντά του μαθήτευσε ο Δήμος Γκονταρούλης και όταν ο Κρέσκοβιτς έπειτα από τρία χρόνια επέστρεψε στη Σερβία για να πολεμήσει εναντίον των Γερμανών, του παρέδωσε το κατάστημά του. Ο Γκονταρούλης συνέχισε τη λειτουργία του και κατά τη διάρκεια της κατοχής, με την ίδια ονομασία «Ολύμπιον». Μεταπολεμικά ο Γκονταρούλης το ανέδειξε σαν το καλύτερο και πολυτελέστερο ζαχαροπλαστείο της Λάρισας. Σήμερα πολλοί Λαρισαίοι κάποιας ηλικίας το θυμούνται ότι το επισκέπτονταν τακτικά, γιατί συνήθως ήταν τόπος συνάντησης νέων και νεανίδων. Τα τελευταία χρόνια της λειτουργίας του κλασικό γλυκό ήταν το «τούβλο», ένα παγωτό σοκολάτα, που ήταν η σπεσιαλιτέ του καταστήματος.
Είναι και άλλοι ακόμα, οι οποίοι δεν άφησαν έντονα τα ίχνη τους στον επαγγελματικό τομέα της Λάρισας. Θα τελειώσουμε, όμως, με έναν Σέρβο, ο οποίος ήταν ίσως ο μοναδικός που έμεινε στην πόλη μας και μετά τον πόλεμο και το κατάστημά του διατηρήθηκε για πολλά χρόνια, ώστε να τον θυμούνται πολλοί συμπολίτες μας. Πρόκειται για τον Χρήστο Τσάγκοβιτς. Βρισκόταν και αυτό επί της οδού Κύπρου, απέναντι από τα φαρμακείο του Κυλικά και από την ίδρυσή του το 1917 έμεινε στην ίδια θέση. Ιδρυτής του γαλακτοπωλείου ήταν ο Σωτήρης Τσάγκοβιτς, ο οποίος το ενοικίασε το 1917 από τους αδελφούς Ντίνα, οι οποίοι το χρησιμοποιούσαν και αυτοί ως Γαλακτοπωλείο από το 1912 έως το 1917. Η οικογένεια Τσάγκοβιτς καταγόταν από το χωριό των Σκοπίων Γαλισνίκ και το 1917 ήλθε οικογενειακώς στην Ελλάδα. Είχε τρία αγόρια, τον Χρήστο, τον Τάσο και τον Βαγγέλη. Ο πατέρας τους Σωτήρης Τσάγκοβιτς ονόμασε το γαλακτοπωλείο που πήρε από τους αδελφούς Ντίνα «Αθήναι». Μέχρι το 1940 η οικογένεια έζησε στη Λάρισα και πρόκοψε και σπάνια ταξίδευαν μέχρι την πατρίδα τους. Με την έναρξη του πολέμου επέστρεψαν ομαδικώς στα Σκόπια, το κατάστημα, όμως, έμεινε ανοιχτό, γιατί το διατήρησε εν λειτουργία ο μεγαλύτερος από τους γιους του, ο Χρήστος, ο οποίος έμεινε στην Ελλάδα. Έκανε οικογένεια, έγινε γνωστός και απέκτησε την εμπιστοσύνη του κοινού της πόλης για την ποιότητα των γλυκών που παρήγαγε, ιδίως των λουκουμάδων.
Όμως, καθώς η πόλη μεγάλωνε, το μαγαζί του, μαζί με άλλα γειτονικά, θυσιάστηκαν για να δημιουργηθεί στη θέση τους πολυώροφο κτίριο που στεγάζει εδώ και μερικές δεκαετίες τραπεζικό κατάστημα.
------------------------------------------------------------------------
[1] Σήμερα θα μιλούσαμε για την περιοχή του Κοσσυφοπεδίου.
[2] Τα Βιλαέτια θα μπορούσαμε να τα συγκρίνουμε με τις Νομαρχίες που είχαμε μέχρι πρόσφατα και τα πασαλίκια ήταν ευρύτερες διοικητικές περιφέρειες, οι οποίες ουσιαστικά αποτελούσαν τη συνέχεια των «Θεμάτων» της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
[3] Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Η οικογένεια Γέμτου, εφ. «Ελευθερία», φύλλο της 1ης Φεβρουαρίου 2017.
[4] Του ιδίου. Η περιοχή «Τσούγκαρι», εφ. «Ελευθερία», φύλλο της 24ης Φεβρουαρίου 2016 και «Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα», τόμ. Β’ (2016), σελ. 49-52.
[5] Ολύμπιος [Περραιβός Κώστας]. Ο «τελευταίος των ...Μοϊκανών», εφ. «Λάρισα», φύλλο της 5ης Μαΐου 1980.