Η Εξέγερση του Πολυτεχνείου το Νοέμβριο του 1973 ήταν η κορυφαία αντιδικτατορική εκδήλωση και ουσιαστικά προανήγγειλε την πτώση της Χούντας των Συνταγματαρχών, η οποία από την 21η Απριλίου 1967 είχε επιβάλλει καθεστώς στυγνής δικτατορίας στη χώρα.
Οι πρώτες άξιες λόγου φοιτητικές αντιδράσεις κατά τη διάρκεια της δικτατορίας εμφανίσθηκαν στις αρχές του 1972, με τη συγκρότηση των Φοιτητικών Επιτροπών Αγώνα (ΦΕΑ), που αμφισβητούσαν ανοιχτά τα διορισμένα από τη χούντα διοικητικά συμβούλια των φοιτητικών συλλόγων. Στα πανεπιστήμια δραστηριοποιούνταν οργανώσεις κατά κύριο λόγο από την Αριστερά («Ρήγας Φεραίος», «Αντι-ΕΦΕΕ», «ΑΑΣΠΕ» κ.α).
Το Νοέμβριο του 1972 η δικτατορία, θέλοντας να θολώσει τα νερά, προκήρυξε εκλογές στους φοιτητικούς συλλόγους, τις οποίες κέρδισαν οι προσκείμενοι σε αυτή φοιτητές. Τα πολλά περιστατικά νοθείας που αναφέρθηκαν, συνετέλεσαν στη δημιουργία ένας μαχητικού και ριζοσπαστικοποιημένου φοιτητικού κινήματος.
Από την αρχή του 1973 οι φοιτητές βρίσκονταν σε αναβρασμό. Στις 5 Φεβρουαρίου οι φοιτητές του Πολυτεχνείου αποφασίζουν γενική αποχή από τα μαθήματα. Η Χούντα απαντά στις 13 Φεβρουαρίου με τη δημοσίευση του νομοθετικού διατάγματος 1347, με το οποίο δινόταν η δυνατότητα στον Υπουργό Εθνικής Άμυνας να ανακαλεί τις αναβολές στράτευσης των φοιτητών που απείχαν από τα μαθήματά τους. Η απόφαση αυτή αποτέλεσε τη θρυαλλίδα της επελθούσας φοιτητικής έκρηξης.
Την ίδια ημέρα και την επομένη γίνεται συγκέντρωση και διαδήλωση μέσα στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Η Αστυνομία παραβιάζει το πανεπιστημιακό άσυλο, εισβάλλει στο Ίδρυμα και συλλαμβάνει 11 φοιτητές που τους παραπέμπει σε δίκη. Σχεδόν αμέσως και παρά τις αντιδράσεις, 88 φοιτητές έλαβαν φύλλο πορείας για να παρουσιαστούν στο στρατό.
Στις 21 Φεβρουαρίου 1973, 4.000 φοιτητές καταλαμβάνουν το κτίριο της Νομικής Αθηνών στην οδό Σόλωνος. Στο Συντονιστικό της κατάληψης μετείχαν γνωστές προσωπικότητες της δημόσιας ζωής σήμερα (Στέφανος Τζουμάκας, Νίκος Μπίστης, Όλγα Τρέμη). Από την ταράτσα του κτιρίου καλούν το λαό της Αθήνας να συμπαρασταθεί στον αγώνα τους για δημοκρατικές ελευθερίες και απαγγέλλουν τον όρκο: «Εμείς οι φοιτηταί των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων ορκιζόμαστε στ' όνομα της ελευθερίας να αγωνισθούμε μέχρι τέλους για την κατοχύρωση: α) των ακαδημαϊκών ελευθεριών, β) του πανεπιστημιακού ασύλου, γ) της ανακλήσεως όλων των καταπιεστικών νόμων και διαταγμάτων».
Οι πρυτανικές αρχές ανέχονται σιωπηρά την κατάληψη, χωρίς να ζητήσουν την επέμβαση της αστυνομίας. Πολιτικοί, πνευματικοί άνθρωποι, ακόμη και στρατηγοί εν αποστρατεία σπεύδουν να υπερασπιστούν τους φοιτητές.
Το βράδυ της επόμενης ημέρας (22 Φεβρουαρίου) άρχισε η αποχώρηση των καταληψιών, με την κάλυψη χιλιάδων διαδηλωτών, που κατέκλυσαν τους δρόμους γύρω από τη Νομική. Ωστόσο, υπήρξαν συγκρούσεις με την αστυνομία και παρακρατικούς, με αποτέλεσμα τραυματισμούς και συλλήψεις διαδηλωτών.
Η λαϊκή κινητοποίηση εμψύχωσε τους φοιτητές, που προχώρησαν και σε δεύτερη κατάληψη της Νομικής (20 Μαρτίου 1973). Αυτή τη φορά, οι πρυτανικές αρχές ζήτησαν την επέμβαση της αστυνομίας και η κατάληψη τελείωσε με δεκάδες τραυματίες και συλλήψεις φοιτητών και διαδηλωτών. Όμως, ο δρόμος για το Πολυτεχνείο (17 Νοεμβρίου 1973) είχε ανοίξει.
Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ
Η εξέγερση που ξεκίνησε στις 14 Νοεμβρίου του 1973 επρόκειτο να αποτελέσει την κορύφωση των αντιδικτατορικών εκδηλώσεων. Το πρωί εκείνης της ημέρας οι φοιτητές συγκεντρώθηκαν στο προαύλιο του Πολυτεχνείου και αποφάσισαν την κήρυξη αποχής από τα μαθήματα, με αίτημα να γίνουν εκλογές για τους φοιτητικούς συλλόγους τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους και όχι στα τέλη του επόμενου χρόνου, όπως είχε ανακοινώσει το καθεστώς.
Ακολούθησαν συνελεύσεις φοιτητών στην Ιατρική και στη Νομική. Μάλιστα, οι φοιτητές της Νομικής εξέδωσαν ψήφισμα, με το οποίο ζητούσαν την ανάκληση των αποφάσεων της Χούντας για τη διεξαγωγή των φοιτητικών εκλογών, εκδημοκρατισμό των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, αύξηση των δαπανών για την παιδεία στο 20% του προϋπολογισμού και ανάκληση του Ν.1347 για την αναγκαστική στράτευση των φοιτητών.
Όσο περνούσε η μέρα άρχισαν να μαζεύονται ολοένα και περισσότεροι φοιτητές στο Πολυτεχνείο, αλλά και άλλοι που πληροφορήθηκαν το νέο. Η αστυνομία αποδείχθηκε ανίκανη να εμποδίσει την προσέλευση του κόσμου. Το απόγευμα πάρθηκε η απόφαση για κατάληψη του Πολυτεχνείου. Οι πόρτες έκλεισαν και από τότε άρχισε η οργάνωση της εξέγερσης. Το πρώτο βήμα ήταν η εκλογή Συντονιστικής Επιτροπής, στην οποία μετείχαν 22 φοιτητές και 2 εργάτες, με σκοπό να καθοδηγήσει τον αγώνα. Επιπλέον, δημιουργήθηκαν επιτροπές σε όλες τις σχολές για να οργανώσουν την κατάληψη και την επικοινωνία με την ελληνική κοινωνία.
Για το σκοπό αυτό άρχισε να λειτουργεί ένας ραδιοφωνικός σταθμός, αρχικά στο κτίριο του Χημικού και αργότερα στο κτίριο των Μηχανολόγων, με εκφωνητές τη Μαρία Δαμανάκη και τον Δημήτρη Παπαχρήστου. Επιπλέον, στο Πολυτεχνείο εγκαταστάθηκαν πολύγραφοι, που δούλευαν μέρα - νύχτα, για να πληροφορούν τους φοιτητές και τον υπόλοιπο κόσμο για τις αποφάσεις της Συντονιστικής Επιτροπής και των φοιτητικών συνελεύσεων. Συγκροτήθηκαν συνεργεία φοιτητών, που έγραφαν συνθήματα σε πλακάτ, σε τοίχους, στα τρόλεϊ, στα λεωφορεία και στα ταξί, για να τα γνωρίσουν όλοι οι Αθηναίοι. Στο Πολυτεχνείο οργανώθηκε εστιατόριο και νοσοκομείο, ενώ ομάδες φοιτητών ανέλαβαν την περιφρούρηση του χώρου, ξεχωρίζοντας τους ενθουσιώδεις και δημοκράτες Αθηναίους από τους προβοκάτορες.
Η πρώτη αντίδραση του δικτατορικού καθεστώτος ήταν να στείλει μυστικούς πράκτορες να ανακατευθούν στο πλήθος που συνέρρεε στο Πολυτεχνείο και να ακροβολήσει σκοπευτές στα γύρω κτίρια. Στις 16 Νοεμβρίου μεγάλες αστυνομικές δυνάμεις επιτέθηκαν εναντίον του πλήθους που ήταν συγκεντρωμένο έξω από το Πολυτεχνείο, με γκλομπς, δακρυγόνα και σφαίρες ντουμ-ντουμ. Οι περισσότεροι διαλύθηκαν. Όσοι έμειναν έστησαν οδοφράγματα ανατρέποντας τρόλεϊ και συγκεντρώνοντας υλικά από νεοανεγειρόμενες οικοδομές, και άναψαν φωτιές για να εξουδετερώσουν τα δακρυγόνα. Αργότερα, η αστυνομία έκανε χρήση όπλων, χωρίς όμως να πετύχει το στόχο της, την καταστολή της εξέγερσης.
Ο δικτάτορας Παπαδόπουλος, όταν διαπίστωσε ότι η αστυνομία αδυνατούσε να εισέλθει στο Πολυτεχνείο, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το στρατό. Κοντά στο σταθμό Λαρίσης συγκεντρώθηκαν τρεις μοίρες ΛΟΚ και μία μοίρα αλεξιπτωτιστών από τη Θεσσαλονίκη. Τρία άρματα μάχης κατέβηκαν από του Γουδή προς το Πολυτεχνείο. Τα δύο στάθμευσαν στις οδούς Τοσίτσα και Στουρνάρα, αποκλείοντας τις πλαϊνές πύλες του ιδρύματος και το άλλο έλαβε θέση απέναντι από την κεντρική πύλη. Η Συντονιστική Επιτροπή των φοιτητών ζήτησε διαπραγματεύσεις, αλλά το αίτημά τους απορρίφθηκε.
Στις 3 τα ξημερώματα της 17ης Νοεμβρίου το άρμα που βρισκόταν απέναντι από την κεντρική πύλη έλαβε εντολή να εισβάλει. Έπεσε πάνω στην πύλη και την έριξε, παρασέρνοντας στο διάβα του μία κοπέλα που ήταν σκαρφαλωμένη στον περίβολο κρατώντας την ελληνική σημαία. Οι μοίρες των ΛΟΚ, μαζί με ομάδες -μυστικών και μη- αστυνομικών, εισέβαλαν στο Πολυτεχνείο και κυνήγησαν τους φοιτητές, οι οποίοι πηδώντας από τα κάγκελα προσπάθησαν να διαφύγουν στους γύρω δρόμους. Τους κυνηγούσαν αστυνομικοί, πεζοναύτες, ΕΣΑτζήδες. Αρκετοί σώθηκαν βρίσκοντας άσυλο στις γύρω πολυκατοικίες, πολλοί συνελήφθησαν κα μεταφέρθηκαν στη Γενική Ασφάλεια και στην ΕΣΑ.
Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση της Αστυνομίας, στις 17 Νοεμβρίου συνελήφθησαν 840 άτομα. Όμως, μετά τη Μεταπολίτευση, αξιωματικοί της Αστυνομίας, ανακρινόμενοι, ανέφεραν ότι οι συλληφθέντες ξεπέρασαν τα 2400 άτομα. Οι νεκροί επισήμως ανήλθαν σε 34 άτομα. Στην ανάκριση που διενεργήθηκε το φθινόπωρο του 1975 εναντίον των πρωταιτίων της καταστολής εντοπίστηκαν 21 περιπτώσεις θανάσιμου τραυματισμού. Ωστόσο, τα θύματα πρέπει να ήταν πολύ περισσότερα, διότι πολλοί βαριά τραυματισμένοι, προκειμένου να διαφύγουν τη σύλληψη, αρνήθηκαν να διακομιστούν σε νοσοκομείο.
Ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος κήρυξε στρατιωτικό νόμο, αλλά στις 25 Νοεμβρίου ανατράπηκε με πραξικόπημα. Πρόεδρος ορίστηκε ο αντιστράτηγος Φαίδων Γκιζίκης και πρωθυπουργός της νέας κυβέρνησης ο Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος. Όμως ο ισχυρός άνδρας του νέου καθεστώτος ήταν ο διοικητής της Στρατιωτικής Αστυνομίας, ταξίαρχος Δημήτριος Ιωαννίδης, που επέβαλε ένα καθεστώς σκληρότερο από εκείνο του Παπαδόπουλου.
Η δικτατορία κατέρρευσε στις 23 Ιουλίου του 1974, αφού είχε ήδη προηγηθεί η τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Ο Γκιζίκης και ο αντιστράτηγος Ντάβος, διοικητής του Γ' Σώματος Στρατού, κάλεσαν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να επιστρέψει στην Ελλάδα για να επαναφέρει τη δημοκρατική διακυβέρνηση.
ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΞΕΣΗΚΩΜΟΥ
Τετάρτη, 14 Νοέμβρη
Γίνονται παμφοιτητικές συνελεύσεις. Ζητούν άμεση διενέργεια ελεύθερων εκλογών. Η χούντα αρνείται. Το Πολυτεχνείο είναι περιτριγυρισμένο από αστυνομικούς οι οποίοι είναι ανίκανοι να διασπάσουν την αντίσταση των φοιτητών που είναι συγκεντρωμένοι στο προαύλιο.
Πέμπτη, 15 Νοέμβρη
Από τον ραδιοφωνικό πομπό ακούγεται βροντερή και αμετακίνητη η φωνή των φοιτητών: « Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο. Σας μιλάει ο ραδιοφωνικός σταθμός των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων…Κάτω η Χούντα.» Ο λαός ανταποκρίνεται στο κάλεσμα των αγωνιζόμενων φοιτητών. Και στις 20:00 ο λαός ξεπερνούσε τις 50 000 στους δρόμους.
Παρασκευή, 16 Νοέμβρη
Καθώς στην Αθήνα η αλληλεγγύη του κόσμου κορυφώνεται, φοιτητές στην Θεσσαλονίκη και στην Πάτρα προχωρούν με τη σειρά τους σε καταλήψεις στα Πανεπιστήμια. Ο κόσμος που βρίσκεται σε κινητοποίηση στο κέντρο της Αθήνας φτάνει τους 150.000.
Ο σταθμός των φοιτητών δονεί την ατμόσφαιρα με συνθήματα όπως «Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία, Λαϊκή Κυριαρχία - Εθνική Ανεξαρτησία», «Κάτω η χούντα», «Έξω οι Αμερικανοί», «Ένας είναι ο αρχηγός, ο κυρίαρχος λαός».
Στις 19:00 τα μεγάφωνα μεταδίδουν το όνομα του πρώτου νεκρού - ενός αγοριού. Η ατμόσφαιρα από τα δακρυγόνα είναι αποπνικτική. Τα πρώτα τανκ κυκλώνουν το Πολυτεχνείο, ενώ ήδη έχουν καταφτάσει στρατιώτες και ΛΟΚατζήδες. Τρία τανκ σταματούν μπροστά από την κεντρική πύλη. Οι φοιτητές φωνάζουν: «μην πυροβολείτε, είμαστε αδέλφια σας», «ο στρατός είναι λαϊκός». Ενώ οι πυροβολισμοί συνεχίζονται, οι φοιτητές αρχίζουν να τραγουδάνε τον εθνικό ύμνο. Στις 3:00 ένα από τα τανκ πέφτει πάνω στην πύλη του Πολυτεχνείου, ενώ πάνω της κρατιούνται φοιτητές. Δεκάδες νεκροί και τραυματίες ο απολογισμός της ημέρας