ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Γιώργος Νούλης
Η κήρυξη του πολέμου βρίσκει την ελληνική οικονομία σε τραγική κατάσταση. Το κοινωνικό της επίπεδο χαμηλό, ενώ το βοιωτικό ανεπαρκές. Η εξάρτηση της χώρας από το εξωτερικό και η αδυναμία αξιοποίησης των πλούσιων παραγωγικών πηγών της ιδιαίτερα μεγάλη. Κατά τον αείμνηστο καθηγητή και ακαδημαϊκό Άγγελο Αγγελόπουλο, το εθνικό εισόδημα εκτιμάται ότι στις παραμονές του πολέμου, ανερχόταν σε 60 δισ. προπολεμικές δραχμές, από το οποίο το μισό σχεδόν προερχόταν από τη γεωργία. Για να υπάρχει μια εικόνα για τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν προπολεμικά και για να δούμε τις τρομακτικές συνέπειες που προκάλεσε σ΄ αυτές ο πόλεμος και η γερμανική κατοχή αρκεί να καταγράψουμε κωδικοποιημένα τα εξής:
* Κατά κεφαλήν εισόδημα: Το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων λίγο πριν τον πόλεμο ήταν σημαντικά χαμηλό και η διαφορά από το αντίστοιχο των αγγλοσαξονικών χωρών τεράστια. Ενδεικτικά εκτιμάται ότι ανερχόταν στα 61 δολάρια, έναντι 369 δολ. του Βελγίου, 398 δολ. της Γαλλίας, 560 δολ. της Αγγλίας και 690 δολ. των ΗΠΑ.
• Διατροφή και κατανάλωση τροφίμων: Στις παραμονές του πολέμου, στην Ελλάδα η μέση διατροφή του λαού αντιστοιχούσε σε 2.300 θερμίδες την ημέρα, ενώ στην Αγγλία μόνο στην πολεμική διατροφή αντιστοιχούσε σε 2.827 θερμίδες. Ο ελληνικός λαός μάλιστα και ιδίως οι λαϊκές τάξεις τρέφονταν κυρίως με ψωμί. Το 60% των θερμίδων που έπαιρνε κατά μέσο όρο μια ελληνική οικογένεια προερχόταν από τα σιτηρά.
• Αγροτικό εισόδημα και γεωργική παραγωγή: Το μέσο εισόδημα μιας αγροτικής οικογένειας ανερχόταν σε 21.000 δραχμές, ενώ τα έξοδα για τη στοιχειώδη διατροφή της σε 28.000 δραχμές. Η καλλιέργεια σιτηρών κάλυπτε το 37% της συνολικής έκτασης.
• Το μέσο ημερομίσθιο και η αγοραστική δύναμη: Το μέσο ημερομίσθιο για τον εργάτη την περίοδο έως τον πόλεμο δεν ξεπερνούσε τις 50 – 70 δραχμές ενώ για να καταδειχθεί η χαμηλή αγοραστική δύναμη των Ελλήνων κατά την περίοδο αυτή αρκεί να αναφέρουμε ότι για ένα κιλό γάλα ένας εργάτης διέθετε το ένα πέμπτο του εισοδήματός του, ενώ ο Άγγλος μόνο το ένα εικοστό του εισοδήματός του. Επίσης, για να αγοράσει ο Έλληνας εργάτης μισό κιλό κρέας έπρεπε να διαθέσει το ένα τέταρτο του ημερομισθίου, ενώ ο Άγγλος μόνο το ένα δέκατο!
• Βιομηχανική παραγωγή: Η βιομηχανική παραγωγή είχε παρουσιάσει τον το 1939, μικρή αύξηση και η εισαγωγή πρώτων υλών ανέρχονταν το 1939 σε 170.000 τόνους. Επίσης το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου είχε μειωθεί σημαντικά το 1939 στα 4,2 εκ. λίρες.
* Προϋπολογισμός: Ο τακτικός προϋπολογισμός του οικονομικού έτους 1938 – 1939 είχε προβλεφθεί ότι θα άφηνε έλλειμμα. Τελικά έκλεισε ισοζυγισμένος, χάρη στην καλύτερη απόδοση των τακτικών εσόδων.
* Καταθέσεις: Οι καταθέσεις τον Οκτώβριο του 1940 ανέρχονταν σε 13 δισ. δραχμές. Ωστόσο φαινόμενα μαζικής ανάληψης καταθέσεων εκδηλώθηκαν τον Αύγουστο του 1939 εξαιτίας της κήρυξης του πολέμου στην Ευρώπη και το Μάϊο και τον Ιούνιο του 1940, εξαιτίας του κλίματος αβεβαιότητας που είχαν προκαλέσει οι έντονες πολεμικές προετοιμασίες για τον επικείμενο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Μ΄ αυτήν λοιπόν την οικονομία και με αυτό το βιοτικό επίπεδο μπήκε η Ελλάδα στον πόλεμο του 1940. Οι συνέπειες ήταν βέβαια εφιαλτικές:
• Κρατικός προϋπολογισμός: Στον κρατικό προϋπολογισμού του 1939 – 1940 έγιναν πιο αισθητές οι δυσμενείς επιπτώσεις από τη διεθνή πολεμική σύρραξη. Παρά τις νέες φορολογίες (φόρος στα κέρδη των φορτηγών πλοίων και στα έκτακτα κέρδη των εμπορικών επιχειρήσεων) δεν μπόρεσε να αποφευχθεί η μείωση των συνολικών εσόδων από την κάμψη της απόδοσης πολλών φορολογιών. Από την άλλη μεριά, οι δαπάνες διογκώθηκαν απότομα για να καλυφθούν οι έκτακτες ανάγκες που δημιουργούσε ο πόλεμος. Μόνο από τα τρία πολεμικά υπουργεία αντιμετωπίσθηκαν έκτακτες δαπάνες 2,5 δισ. δραχμών, έναντι πρόβλεψης για 1,4 δισ. δραχμές.Στην τελευταία κατοχική δημοσιονομική χρήση (1943 – 1944) το δημοσιονομικό έλλειμμα έφθασε στα 10 τρισ. δραχμές!
• Νομισματικό χάος: Τα στοιχεία για τη νομισματική κατάσταση δίνουν εικόνα χάους. Η νομισματική κυκλοφορία, η τιμή του χρυσού ανέβαιναν με ιλιγγιώδεις ρυθμούς έως το τέλος της Κατοχής και έφθασαν σε απίστευτα επίπεδα. Σημειώθηκαν μαζικές αναλήψεις καταθέσεων, ενώ η δραχμή δεν είχε σχεδόν κανένα αντίκρισμα. Για παράδειγμα αναφέρεται ότι η μέση τιμή της χρυσής λίρας βρισκόταν στον Οκτώβριο του 1940 στις 1.169 δραχμές και το 1944 έφθασε στις 2.661 δραχμές. Υπενθυμίζεται ότι με νόμο το Νοέμβριο του 1944 (11 Νοεμβρίου 1944) εισήχθη στη χώρα μας η νέα δραχμή. Η σχέση της με την παλιά ήταν 1 νέα δραχμή = 50 δισ. παλιές δραχμές!
* Ο τιμάριθμος και κόστος ζωής: Το 1940 σημειώθηκαν στις διεθνείς αγορές ανατιμήσεις μεταξύ 70% και 130% σε βασικά τρόφιμα, όπως το σιτάρι, η ζάχαρη και τα καύσιμα. Από το Δεκέμβριο του1939, υπό την επίδραση των διεθνών αυξητικών τάσεων, άρχισε η κίνησή του προς τα πάνω, επιταχυνόμενη, ιδίως από τον Οκτώβριο του 1940 μετά την εμπλοκή της χώρας στον πόλεμο. Η άνοδός του συνεχίσθηκε ταχύτερα τους πρώτους μήνες του 1941 για να φθάσει τον Απρίλιο, μετά την κατάληψη της χώρας από τους Γερμανούς, στο 129,9. Στο τέλος της Κατοχής (Οκτώβριος 1944) έφθασε σε ιλιγγιώδη επίπεδα (2.305.984.911 με δείκτη το 1 που ήταν τον Απρίλιο του 1941).
Η οικονομία είχε πέσει σε χαμηλό επίπεδο και οι άνθρωποι δεν είχαν τη δυνατότητα να καλλιεργήσουν ούτε καν κάποια γεωργικά προϊόντα µε αποτέλεσμα να πεθαίνουν από τη πείνα στη μέση των δρόμων. Λεφτά δεν υπήρχαν, γιατί δεν υπήρχαν εργασίες. Η ιλιγγιώδης αύξηση των τιμών άρχισε από τις πρώτες μέρες της κατοχής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η τιμή του ψωμιού (κατά οκά): Απρίλιος 1941: 10 δραχμές, Ιανουάριος 1942: 230 δραχμές, Ιούλιος 1943: 2.600 δραχμές, Ιανουάριος 1944: 38.000 δραχμές, Σεπτέμβριος 1944: 153.000.000 δραχμές.
* Μαύρη αγορά και κατοχικά δάνεια: Πηγή του προβλήματος ήταν η ναζιστική στρατηγική, που επεφύλασσε στην Ελλάδα ρόλο προκεχωρημένου κέντρου ανεφοδιασμού. Κύριος στόχος των Ναζί ήταν η συγκέντρωση αγαθών για τις ανάγκες του μετώπου στη Βόρεια Αφρική. Πρώτο μέλημά τους ήταν να κατάσχουν τα διαθέσιμα αποθέματα και στη συνέχεια να εγκαταστήσουν μηχανισμούς που θα εξασφάλιζαν τη μέγιστη δυνατή απόσπαση αγαθών σε συνεχή βάση. Η απόσπαση αγαθών, στηριζόταν στα δάνεια από το Ελληνικό Δημόσιο, προκειμένου να αντιμετωπιστούν, δήθεν, οι «δαπάνες κατοχής». Τα δάνεια αυτά συνίσταντο ουσιαστικά στη συνεχή εκτύπωση μεγάλων ποσοτήτων χαρτονομίσματος, το οποίο χρησιμοποιούσε η Γερμανία για να προμηθεύεται τα αγαθά που εμφανίζονταν στην ελληνική αγορά ή για να διατηρεί σε λειτουργία βιομηχανικές μονάδες που παρήγαν για τις ανάγκες της. Με τον νόμο 108/1941 της κατοχικής κυβέρνησης Τσολάκογλου, το γερμανικό κράτος απαλλασσόταν και από κάθε υποχρέωση αποζημίωσης. Τον επόμενο χρόνο, μάλιστα, µε τον νόµο 1586/1942 η Ελλάδα αποζημίωνε τους Γερμανούς υπηκόους «διά πάσας τας λόγω των πολεμικών επιχειρήσεων... επί ελληνικού κρατικού εδάφους προξενηθείσας ή προξενουμένας έτι ζηµίας». Ένα εκατομμύριο περίπου χρυσές λίρες, προερχόμενες κυρίως από την εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης, πωλήθηκαν σε εξευτελιστικές τιμές στη Γερμανία μέσω της Τράπεζας της Ελλάδος...
Όπως ήταν επόμενο, η αύξηση της ποσότητας του χρήματος οδηγούσε σε ολοένα και μεγαλύτερο πληθωρισμό, από τους μεγαλύτερους που έχουν καταγραφεί ποτέ στην ιστορία. Τις πληθωριστικές τάσεις ενίσχυσαν η αποδιοργάνωση της παραγωγής, η μείωση της προσφοράς αγαθών και η αναπόφευκτη ανάπτυξη της μαύρης αγοράς. Η μαύρη αγορά που εμφανίστηκε παράλληλα µε την έναρξη της Κατοχής και συνέχισε να διευρύνεται έκτοτε, ήταν τμήμα μιας υπόγειας, αφανούς και παράλληλης οικονομίας, νομισματική βάση της οποίας ήταν ο χρυσός. Οι μαυραγορίτες, προερχόμενοι από την παλιά τάξη εμπόρων και βιομηχάνων, μεσολαβούσαν μεταξύ ζήτησης και προσφοράς, αξιοποιούσαν το υφιστάμενο κεφάλαιο και ακροβατούσαν μεταξύ συνεργασίας µε τον κατακτητή και προσωπικού πλουτισμού. Με δεδομένο ότι η υποτίμηση της δραχμής ήταν καθημερινή και αισθητή ακόμα και στις πιο μικρές συναλλαγές. Οι έμποροι προσπαθούσαν να εξαργυρώσουν το χρήμα σε είδος πριν τη δύση του ήλιου, για να προλάβουν την υποτίμηση. Στο αποκορύφωμα των δυσκολιών, πηγές της εποχής αναφέρουν ότι ολόκληρες μονοκατοικίες ανταλλάσσονταν με τρεις τενεκέδες λάδι. Υπολογίζονται ότι σε όλη τη διάρκεια της κατοχής 60.000 ιδιοκτησίες (σπίτια, οικόπεδα, διαμερίσματα) άλλαξαν χέρια στην Αθήνα. Οι κατακτητές ήταν οι καλύτεροι πελάτες των μαυραγοριτών. Άλλωστε, τα φρεσκοτυπωμένα χαρτονομίσματα που διέθεταν σε αφθονία δεν τους κόστιζαν τίποτε, αφού τα αποσπούσαν από την Τράπεζα της Ελλάδος χωρίς αντάλλαγμα. Ο πληθωρισμός και η μαύρη αγορά έπληξαν ασύμμετρα την αγοραστική δύναμη των διαφόρων στρωμάτων του πληθυσμού και οδήγησαν σε τρομερές ανακατανομές εισοδημάτων και περιουσιών. Τα πιο καίρια πλήγματα δέχτηκαν, όπως ήταν επόμενο, τα φτωχότερα στρώματα, που είδαν τα ημερομίσθιά τους να κατρακυλούν σε κλάσματα της πραγματικής προπολεμικής τους αξίας, συχνά μικρότερα από το ένα δέκατο. Ανάμεσα στα στρώματα αυτά ήταν βεβαίως και τα περισσότερα θύματα του λιμού. Τελικά, οι μηχανές που τύπωναν τα χαρτονομίσματα προκάλεσαν πολύ περισσότερα θύματα και από τα πολυβόλα των Ναζί, οι οποίοι θανάτωσαν «μόλις» 70.000 Έλληνες!
* Εθνικό εισόδημα: Το εθνικό εισόδημα το 1941 έφθασε μόλις το ένα τρίτο του 1939 (23 δισ. δραχμές από 63 δισ. δραχμές το 1939) και κατέρρευσε σχεδόν τα επόμενα κατοχικά χρόνια.
* Αγροτική παραγωγή: Η γεωργία, ο κυριότερος παραγωγικός κλάδος που απασχολούσε πριν από τον πόλεμο το 60% του πληθυσμού και παρήγε γύρω στο 35% του εθνικού προϊόντος, δοκίμασε αμέσως τις συνέπειες από την έλλειψη εργατικών χεριών, τις απώλειες μηχανικού εξοπλισμού και τις άλλες δυσμενείς κατοχικές συνθήκες. Η καλλιεργούμενη έκταση περιορίσθηκε στο 70% της προπολεμικής και η στρεμματική απόδοση μειώθηκε κάτω από το μισό. Αποτέλεσμα ήταν να σημειωθεί κατακόρυφη πτώση της παραγωγής. Εκδηλώθηκε σε όλες τις καλλιέργειες και σε όλα τα βασικά είδη της γεωργικής παραγωγής. Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι η παραγωγή του σταριού, που ήταν βάση της διατροφής του πληθυσμού κυμαινόταν στους 390.000 τόνους το χρόνο, έναντι 840.000 τόνων κατά την προπολεμική περίοδο. Παρόμοια ήταν η εξέλιξη και στους κλάδους της κτηνοτροφίας και της αλιείας (γύρω στο 60 – 60% και 25% της προπολεμικής παραγωγής αντίστοιχα).
* Βιομηχανική παραγωγή: Η βιομηχανική παραγωγή εκμηδενίσθηκε σχεδόν τελείως μετά την εμπλοκή στον πόλεμο και στη διάρκεια της Κατοχής. Δύο μόλις χρόνια μετά την απελευθέρωση, το 1946, η βιομηχανική παραγωγή μόλις είχε φθάσει στο 60% της προπολεμικής.
* Το άλυτο μυστήριο με το χρυσό της Κατοχής: Σύμφωνα με δημοσιεύματα του Τύπου, από το Φεβρουάριο του 1941 πριν ακόμη από τη γερμανική επίθεση, ο χρυσός μεταφέρθηκε στην Κρήτη, η οποία θεωρήθηκε ασφαλέστερο μέρος από την Αθήνα. Με τη γερμανική επίθεση στην Κρήτη το Μάιο του 1941, ο ελληνικός χρυσός φυγαδεύτηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου με το αγγλικό πολεμικό «Διδώ» και από εκεί έφτασε στην Πραιτόρια της Νοτίου Αφρικής. Εκεί μετασχηματίσθηκε σε ράβδους συνολικού βάρους 608.350 ουγκιών. Μετά από πολλές περιπέτειες, ο ελληνικός χρυσός μεταφέρθηκε στο Λονδίνο όπου παρέμεινε όλο το διάστημα της κατοχής, με προοπτική να επιστρέψει πίσω στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση. Με αυτόν τον τρόπο η Ελλάδα υπήρξε η μόνη εμπόλεμη χώρα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που ενώ κατελήφθη από τον εχθρό, κατόρθωσε να διασώσει τα αποθέματα του θησαυροφυλακίου της. Κάποιοι ισχυρίζονται ακόμη ότι αυτός ο χρυσός δεν επέστρεψε ποτέ πίσω...
* Αξία υλικών ζημιών: Η Διάσκεψη για τις επανορθώσεις που έγινε μεταπολεμικά στο Παρίσι δέχθηκε ότι η αξία των υλικών ζημιών της Ελλάδος από τον πόλεμο έφθασε στα 3.813.407.000 δολάρια. Υπολόγισε επίσης το συνολικό ύψος των ζημιών, των εξόδων Κατοχής και των κυβερνητικών δαπανών κατά το διάστημα του πολέμου και της Κατοχής στο ποσό των 8.451.833.000 δολαρίων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Άγγελου Αγγελόπουλου: «Οικονομικά» ( εκδόσεις Παπαζήση) και Τράπεζα της Ελλάδας :«Τα πρώτα 50 χρόνια της ΤτΕ 1928 – 1978».
ΟΙ ΣΤΙΓΜΕΣ ΠΟΥ ΣΗΜΑΔΕΨΑΝ ΤΗ "ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ"
"Λουκέτο" στο Χρηματιστήριο
με κάθε πολεμική σύρραξη...
ΛΕΖΑΝΤΑ
Σε κάθε πολεμικό σύρραξη στο χρηματιστήριο έμπαινε "λουκέτο"
Εκατόν τριάντα οκτώ χρόνια έχουν μεσολαβήσει από την 30ή Σεπτεμβρίου του 1876, όταν η κυβέρνηση του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου υπέγραψε τη ληξιαρχική πράξη γέννησης του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών και 134 από τις 2 Μαΐου του 1880, όταν η Σοφοκλέους ξεκίνησε τη λειτουργία της. Έκτοτε, το ΧΑΑ αναγκάστηκε να κλείσει 11 φορές, συνεπεία πολιτικών και οικονομικών αιτιών και πάντοτε όταν υπήρχε πόλεμος. Ενδεικτικά το ΧΑΑ έβαλε "λουκέτο":
- Στις 17 Σεπτεμβρίου 1912: Το πρωί η διοίκηση του Χρηματιστηρίου ύστερα από τη συνάντηση με τον πρωθυπουργό Eλ. Bενιζέλο αποφασίζει να μην επιτρέψει να γίνουν συναλλαγές για μια ημέρα. O Bαλκανικός Πόλεμος είναι προ των πυλών. Την επομένη ο πόλεμος είναι πλέον γεγονός και το Χρηματιστήριο κλείνει επ' αόριστον. Ήταν η πρώτη φορά που έκλεινε το χρηματιστήριο.
-Στις 16 Ιουλίου 1914: H έναρξη του A' Παγκόσμιου Πολέμου αναγκάζει το XAA να κλείσει επ' αόριστον, όπως και τα περισσότερα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια. Πέριξ της Σοφοκλέους συνεχίζονται οι ανεπίσημες αγοραπωλησίες μετοχών. Στα έντυπα της περιόδου, μάλιστα, δημοσιεύονται οι τιμές των ανεπίσημων πράξεων.
- Στις 11 Ιουνίου 1940: O Xίτλερ ξεκινά τον πόλεμο. Tο XAA κλείνει για μια ημέρα καθώς τα σύννεφα του B' Παγκοσμίου Πολέμου μαζεύονται απειλητικά πάνω από την Ευρώπη.
- Στις 28 Δεκεμβρίου 1940: H εισβολή της Ιταλίας σε ελληνικά εδάφη βάζει τη χώρα στον πόλεμο. Το XAA κλείνει επ' αόριστον. Ανοίγει για μια εβδομάδα 4/6/1941 αλλά ξανακλείνει.
- Τον Ιούλιο 1974: H Τουρκία εισβάλλει στη Kύπρο, ακολουθεί η επιστράτευση και το XAA κλείνει για ένα μήνα.