«Καταμεσής του ταξειδιού στην υψηλή κι’ απότομη των βράχων κορφή, φαίνεται το ερείπιο του κάστρου της Ωρηάς. Εδώθε-πέρα -λέγει η παράδοσι- εδιάβηκε καβαλλάρης ο Μέγας Αλέξανδρος και κάπου σημαδεύονται τα σκαλοπάτια, όθε ανέβηκε θαυμάζοντας εκστατικός τον ιερό τόπο!
Κάποια νερά χύνονται με πάταγο από τις νεροσυρμές αφρισμένα στο θολό νερά του Πηνειού, σπρώχνοντας με δύναμι το ρέμα κι αφίνοντας μια επιφάνεια κατάφανη, γαλανή, γάργαρη κι αφρισμένη. Πόσες τέτοιες νεροσυρμές υπερήφανες κατεβαίνουν και γαλανές σαν βελονιές βυθίζονται στα νερά του, αλλά και χάνονται και πνίγονται και θολώνουν! Και οργιάζει η ωμορφιά και το μάτι δεν κουράζεται, σαν στη μονότονη φύσι, αλλά παίζει από ηδονή χαϊδευτικά θωπεύοντας την κλασική και υπερκόσμια αυτή μαγεία, που ξετυλίγεται σαν τη πιο σπαρταριστή κινηματογραφική ταινία.
Και το τραίνο κάπου σταματά κάνοντας να ξεκουραστή το μάτι από την πράσινη πλημμύρα, από την εξωτική ζωγραφιά. Είνε το τέρμα των δυο παράλληλων βράχων, που ξανοίγει τώρα τον καταπράσινο κάμπο και δέχεται τις αύρες του Θερμαϊκού. Εδώ περιμένει ο παληός «πορθμεύς» -στρατοκόπος πολεμιστής της Κρέσνας και του Χάρου- με τα γερά του μπράτσα ηλιοκαμένα, να μας περάση, περ’- αντίπερα, στους ίσκιους πέρα, στους τιτάνειους πλάτανους, πέρα στη τρέλλα του πράσινου και της δροσιάς, τα μύρα του θυμαριού και της άγριας πνοής, πνοής δάσου, που πυκνό - βαθύ απλώνεται στην κατηφόρια των βράχων [3].
Και ζητώ εδώ τη Δάφνη! Και γεννιέται μου ο πόθος να στεφανωθώ. Να στεφανωθώ με το φύλλωμα, που ώρισεν ο Απόλλωνας για τους ποιητάς, τις λύρες, τις κιθάρες [4]. Και να ρουφήξω τ’ αλαφρό άρωμα του κορμού π’ απόμεινεν απ’ το κορμί κι από τη σάρκα της αδάμαστης νύμφης! Και θυμάμαι τον στίχο του ποιητή: «Ω νύφη θεϊκή, αν δε μπορής γυναίκα μου να γίνης, γυναίκα θεού ερωτεμένου, δέντρο όμως ιερό θα γίνης και σύμβολο δόξας και θείο αγνότητος σύμβολο. Με σε να στεφανώνονται οι κόμες, με σε και οι κιθάρες, ώ δάφνη, και οι φαρέτρες. Συ νά ‘σαι το σύμβολο της νίκης, συ μοναχά και η κορφή σου η αγέραστη νάναι η κόμη [= μαλλιά] που θ’ ανεμίζη πάντα και θα πρασινίζη», και άθελα στρέφεται ο νους μου στη θέσι του πάσχοντος θεού. Τ’ ωραίο δεντρί ζητώ με τον πρασινόχροο φλοιό του, τα χλοερά κλαδιά του, τα κλωνάρια του και τα φύλλα τα πυκνά. Μάταια! Η νεοελληνική ευλάβεια δεν αφήκε ν’ αναπνέη τ’ ωραίο δεντρί πλάι στον όχτο[= χαμηλό ύψωμα] και ν’ απλώνη τα κλωνάρια τα πυκνόφυλλα, που εστεφάνωναν στον παληό καιρό την αρετή, τη δόξα.
Ήπια το βαθυγάλαζο νερό της λάμιας πηγής, και της Αφροδίτης ήπια το νάμα [= νερό της πηγής] κ’ ελούσθηκα το μέτωπο κ’ εδροσίστηκα της γηροσύνης [= υγεία] διώχνοντας τον φόβο, και περπατώντας στρατοκόπος [= οδοιπόρος] δυνατός στρατί - στρατί μεσ’ απ’ τους ίσκιους και τους πλάτανους, πηδώντας κάπου κάπου, σιγά διαβαίνοντας στη νεκρική σιγή, το βήμα φέρνοντας της μοναξιάς το απαλό - αλαφρό, εβγήκα του στενού - που να μην έβγαινα ποτές μου, πάντα στρατοκόπος του ίσκιου και της πράσινης ζωής - του στενού τ’ απόκοσμου τη στράτα και με τη καρδιά φουντωμένη από νοσταλγία για τον μάγο τόπο αντίκρυσα του κάμπου του Θεσσαλικού τα πλάτια [= μεγάλες εκτάσεις] πίσω εις τις καυτερές δροσιές του Λίβα [= νοτιοδυτικός άνεμος].
Και εκείθε ανέβηκα στο τραίνο, και τον κατήφορο τραβώντας, στου βαγονιού μου κρατημένος το παραθύρι τρώγω με τα μάτια ό,τι απόμεινεν απ’ της δροσιάς τα ρίγη, από του πράσινου τ’ αχνάρια και απ’ τις πλαγιές των κορυφοβουνών, διαλύνοντας τη ξωτική οπτασία, την αφάνταστη εικόνα, που πάντα στους αιώνες θάναι της ζωής το θάμα [= θαύμα] δω στη γη την ελληνική.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Βλ. Α’ μέρος: Ελευθερία (Λάρισα), 19 Φεβρουαρίου 2023, σελ. 4.
[2]. Πολύδωρος Παπαχριστοδούλου, «Μια ματιά στα Τέμπη», Εθνικόν Ημερολόγιον (Αθήνα), τ. 31 (1916), σελ. 124-127.
[3]. Ο Άγγλος ιατρός Henry Holland (1788-1873) σημείωσε το 1812: «Αφήνοντας το φαράγγι των Τεμπών και κατεβαίνοντας στην πεδιάδα, περάσαμε στην αριστερή όχθη του ποταμού με ένα πορθμείο με άλογα, ένα υποκατάστατο της γέφυρας η οποία βρίσκεται μισό μίλι πιο κάτω». Βλ. Νικόλαος Παπαθεοδώρου, «Η κοιλάδα των Τεμπών-Β’», Ελευθερία (Λάρισα), 22 Ιανουαρίου 2020.
[4]. Σύμφωνα με τον μύθο ο Απόλλωνας ερωτεύτηκε παράφορα τη νύμφη Δάφνη, που ήταν θυγατέρα του Πηνειού και της Γαίας. Για να μην πέσει στην αγκαλιά του Απόλλωνα, ο Πηνειός τη μεταμόρφωσε σε φυτό (δάφνη).
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου