Ο συγγραφέας ήταν ένας πολυτάλαντος και κοσμοπολίτης άνθρωπος. Δημοσιογράφος, εκδότης, ποιητής και μεταφραστής. Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1819. Ο πατέρας του Ισίδωρος Σκυλίτσης καταγόταν από τη Χίο και η μητέρα του κρατούσε από την παλαιά σμυρναίικη οικογένεια. Κατά τη μεγάλη σφαγή της Χίου το 1822, η οικογένειά του κατέφυγε στα Κύθηρα. Όταν επέστρεψαν στη Σμύρνη, ο Σκυλίσσης φοίτησε στην Ευαγγελική Σχολή και αργότερα στην Εμπορική Σχολή της Χάλκης. Αρχικά ασχολήθηκε με το εμπόριο, τελικά όμως αφιερώθηκε στη δημοσιογραφία, τις μεταφράσεις και τη λογοτεχνία. Το 1842 ταξίδεψε στην Ιταλία και τη Γαλλία και το 1855 εγκαταστάθηκε στην Τεργέστη, όπου ίδρυσε την εφημερίδα «Ημέρα». Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Παρίσι όπου εξέδωσε το περιοδικό «Μύρια Όσα» (1867-68). Το 1870 όμως επέστρεψε στη Σμύρνη, όπου διέμεινε τρία χρόνια και αρθρογραφούσε στην εφημερίδα «Αμάλθεια». Το 1873 εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια. Το 1886 επέστρεψε στη Σμύρνη. Πέθανε στο Μόντε Κάρλο το 1890. Έζησε μια περιπετειώδη ζωή και πιστεύεται ότι ο θάνατός του ήταν αυτοκτονία.
Τον Ιούνιο του 1885 και ενώ βρισκόταν στην Αλεξάνδρεια, αποφάσισε να επισκεφθεί τη δροσόλουστη Πορταριά του Πηλίου και να ξεκουραστεί για 20 ημέρες. Στην Αλεξάνδρεια παρεπιδημούσαν τότε πολλοί Πηλιορείτες, οι οποίοι τα καλοκαίρια επισκέπτονταν την πατρίδα τους. Πιθανώς κάποιος εξ αυτών θα τον έπεισε να έλθει μαζί του για διακοπές. Πριν από την άνοδό του στο πηλιορείτικο αρχοντοχώρι, βρήκε την ευκαιρία να πεταχτεί με τον θεσσαλικό σιδηρόδρομο μέχρι τη Λάρισα, την οποία περιγράφει στο βιβλιαράκι του όπως τη γνώρισε μέσα στις λίγες ώρες που έμεινε. Η γραφή του διαθέτει άνεση στον χειρισμό της καθαρεύουσας και είναι πλούσια σε νοήματα. Μπορεί για πολλούς η γλώσσα να σταθεί εμπόδιο στην ανάγνωση του κειμένου, αλλά καλό είναι να το διαβάζετε λέξη-λέξη. Γράφει:
«Από Βόλου εις Λάρισσαν σε μεταφέρει σήμερον η σιδηροδρομική ειρμουλκός (σιδηροδρομικός συρμός) εντός δύο ωρών και ημισείας. Ο ειρμός σταθμεύει εις τρία ή τέσσαρα μέρη επ’ ολίγα λεπτά…
Ήδη η Λάρισσα διεκρίθη εκ των μιναρέδων της. Άποψις τουρκοπόλεως αυτόχρημα. Από του σιδηροδρομικού σταθμού μέχρι της πόλεως απόστασις αφέθη πολλή, δέκα ή δώδεκα λεπτών της ώρας. Τις οίδε διατί τόση, ενώ ο τόπος είναι κενός, ξηρός και άδενδρος. Άμαξαι όμως ευρίσκονται εκεί, καθ’ άς ώρας καταφθάνει ο ειρμός και αντί δραχμής μεταφέρεσαι μέχρι της πόλεως. Εις τα όπισθεν αυτής, προς βορράν, ρέει ο Πηνειός, ώστε δεν έχεις να διέλθεις γέφυραν.
Αφού διακαύση τον οδοιπόρον ο θερινός ήλιος καθ’ όλον τον από Βόλου δρόμον, ουδ’ εντός της πόλεως καθίσταται ανεκτότερος και εν αυτή το κακότεχνον εκείνο λιθόστρωτον αναδίδει φλόγα. Τέλος καθοδηγείται ο ξένος υπό του αμαξηλάτου εις πανδοχείον τι, νεοβαφές μεν, αλλά παλαιόν, όπου έκαστον των δωματίων έχει δύο ή τρεις κλίνας αμφιβόλου καθαριότητος. Ευτυχώς δεν είχα ανάγκην εκεί να διανυκτερεύσω. Και μόλις λοιπόν νιφθείς και προαριστήσας [1], εζήτησα να οδηγηθώ εις τας όχθας του Πηνειού, δι’ όν κυρίως επεχείρησα την πυράν ταύτην σιδηροδρομίαν.
Είναι πλατύς και μεγαλοπρέπειαν έχει, το χρώμα θολερός, ρέει βραδέως, όπου στίφη χηνών κατά πλευράν κατερχομένων μετά του ειρηνικού ρείθρου, έως ού τρέπονται προς την όχθην ως στόλος ιστιοφόρων πλοιαρίων προσορμιζόμενος.
Ίνα μεταβώ εις την απέναντι όχθην διήλθα την μόνην εκεί γέφυραν, φραγκικής κατασκευής [2], στερεάν και πολλάς αριθμούσαν αψίδας. Ηρίθμησα τα βήματά μου από της μιας εις την άλλην άκραν, εκατόν ογδοήκοντα και πλάτος δ’ έχει ικανόν, αλλ’ ανώμαλος η λιθόστρωσις.
Φθάσας εις την όχθην εκείνην ετράπην προς τα δεξιά, όπου είδα δένδρα και σκιάν. Εκεί δε και ποτοπωλείον (το κέντρο Αλκαζάρ). Εζήτησα καφέν και εκάθησα θεώμενος τα πέριξ. Συνεχώς ήρχοντο από της πόλεως ίνα υδρευθώσι δια τας χρείας των κατοίκων αγωγιάται οδηγούντες ημιόνους, φέροντας δύο μεγάλους ασκούς. Οι ημίονοι εισέβαινον εις τον ποταμόν μέχρι των γονάτων, οι αγωγιάται εγέμιζον τους ασκούς δια κάδου και αναχωρούντες επανήρχοντο μετ’ ού πολύ. Ήσαν περιβεβλημένοι τουρκιστί. Συγκατέβαινε δε μετ’ αυτών ενίοτε και γυνή τις Αιθιοπίς, φέρουσα επ’ ώμου ή δια της χειρός υδρίαν…
Ηρώτησα τον ποτοπώλην, εις τι εχρησίμευον αι τρεις ή τέσσαρες φορτηγίδες, άς έβλεπα προσδεδεμένας εις τας όχθας. Δι’ αυτών, μ’ είπε, μεταφέρονται εκ των άνω του ποταμού οικοδομικοί λίθοι, επειδή πέτρα δεν ευρίσκεται ούτε μία εις την της Λαρίσσης και της περιχώρου γην…
Πρωί, ώρα 5 π. μ. αναχωρήσας από Βόλου εις Λάρισσαν, εσπέραν της αυτής ημέρας, ώρα 5 μ. μ. ανεχώρησα από Λαρίσσης εις Βόλον, απαλλάξας ούτω τας ακοάς μου του αδιαλείπτου φθόγγου όν βάλλουν πανταχού της πόλεως εκείνης αι κίσσαι (καργες), φθόγγου αηδούς».
[1]. Προαριστήσας = προάριστον = σύντομο γεύμα το οποίο λαμβάνεται λίγες ώρες μετά το πρωινό και πριν από το γεύμα, το σημερινό δεκατιανό.
[2]. Υπήρχε τότε η γνώμη ότι η κατασκευή της γέφυρας ήταν φραγκική (μεσαιωνική). Στην πραγματικότητα την είχε κτίσει ο Χασάν μπέης, εγγονός του κατακτητή της Θεσσαλίας Τουρχάν μπέη.
Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com