Μετά από τις εγκύκλιες σπουδές στη γενέτειρά του, αναχώρησε για την Αθήνα (1870), όπου εγγράφθηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού Πανεπιστημίου. Αποφοίτησε το 1874 και σχεδόν αμέσως διορίσθηκε διδάσκαλος στο Ελληνικό Σχολείο της Αγυιάς. Μεταξύ των τότε μαθητών του υπήρξε και ο μετέπειτα νομικός και πολιτικός Μιλτιάδης Δάλλας (1860-1951) που σημείωσε: «Ολίγους ανέδειξεν η Θεσσαλία άνδρας πεπαιδευμένους και μεμορφωμένους ως τον ιατρόν Βάιον Στεφανόπουλον. Ηυτυχήσαμεν να γνωρίσωμεν αυτόν τον πρώτον ως διδάσκαλον ημών εν τω Ελληνικώ της Αγυιάς Σχολείου. Ανεξάλειπτος δ’ απέμεινε εν τη ημετέρα ψυχή η ωραία και σεμνή του νεαρού τότε διδασκάλου μορφή, γλυκεία δ’ εισέτι ηχεί εις την ακοήν ημών η μελλίρυτος αυτού φωνή, ερμηνεύοντος ενθουσιωδώς τους αρχαίους Έλληνας συγγραφείς» [2].
Δύο χρόνια αργότερα (1876), ο Βάιος Στεφανόπουλος «απεδόθη εις την θείαν του Ασκληπιού τέχνην». Ήταν δευτεροετής φοιτητής στην Ιατρική Σχολή του Εθνικού Πανεπιστημίου όταν ξέσπασε η Επανάσταση του 1878 στη Θεσσαλία. Χωρίς κανέναν ενδοιασμό αναχώρησε για τη Θεσσαλία, όπου κατατάχθηκε ως εθελοντής στα επαναστατικά σώματα (μαζί με τον πατέρα του παπα-Νικόλα και τον αδελφό του Στέφανο, επίσης φοιτητή της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης). Και οι τρεις τους διακρίθηκαν στη μάχη της Ματαράγκας (21 Μαρτίου 1878) [3]. Μετά από το άδοξο τέλος της Επανάστασης, ο ιερέας πατέρας του Νικόλαος εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Λάρισα και τον ακολούθησαν αργότερα, τόσο αυτός όσο και αδελφός του.
Από τα ελάχιστα συμβολαιογραφικά έγγραφα που έχουμε στη διάθεσή μας, φαίνεται ότι διέμεναν στη συνοικία Σεΐτ Χότζα (νοτιοανατολικά της πόλης). Το 1892 ο Βάιος Στεφανόπουλος, μετά από τον θάνατο της συζύγου του Ανδρομάχης [4], υπενοικίασε από τον Εντίπ εφένδη Δερβίς την κατοικία του Οθωμανού κτηματία Μεχμέτ Αλή Γκούρα που βρισκόταν στην παραπάνω συνοικία, αντί μηναίου μισθώματος 20 δρχ. [5]. Την ίδια περίοδο προσλήφθηκε από τον Δήμο Αγυιάς ως δημοτικός ιατρός, θέση στην οποία παρέμεινε επί διετία.
Στις αρχές του 1906 ο Βάιος Στεφανόπουλος επέστρεψε στην ιδιαίτερή του πατρίδα (Ιτέα) για να οργανώσει ένα ιατρείο, στο οποίο θα παρέχονταν πρωτοβάθμιες υπηρεσίες υγείας στους κατοίκους της. Το ιατρείο στελεχώθηκε από ιατρό που διόρισε η Δημοτική Αρχή του τότε Δήμου Φύλλου. Τον Μάρτιο του ιδίου έτους (1906) επέστρεψε στη Λάρισα για να παραστεί στην εξόδιο ακολουθία του αποβιώσαντα πατέρα του, η οποία πραγματοποιήθηκε στον Άγιο Αχίλλιο, χοροστατούντος του τότε Μητροπολίτη Αμβροσίου Κασσάρα. «Ο μεταστάς επί πεντηκονταετίαν και πλέον χρηματίσας ιερεύς ήτο τύπος και υπογραμμός αγαθότητος και αρετής» [6]. Τον Σεπτέμβριο του ιδίου έτους (1906) προσλήφθηκε ως ιατρός από την εταιρεία του «Σιδηροδρόμου Πειραιώς-Δεμερλί-Συνόρων», για το υπό κατασκευή τμήμα της γραμμής μεταξύ Δοξαρά και Ορφανών [7]. Όταν οι εργασίες της γραμμής επεκτάθηκαν από τη Λάρισα μέχρι το Παπαπούλι (τότε Ελληνοτουρκικά σύνορα), ο Βάιος Στεφανόπουλος «ίδρυσε χάριν των εργατών της εν λόγω γραμμής άριστον Φαρμακείον εν Πυργετώ της Ραψάνης. Η ίδρυσις του φαρμακείου τούτου εκτός των υπηρεσιών τας οποίας θα προσφέρη εις τους πέριξ εκεί εργάτας του σιδηροδρόμου, αλλά και μεγάλως θα εξυπηρετήση τας ανάγκας και ολοκλήρου της επαρχίας Ραψάνης» [8].
Επέστρεψε στη Λάρισα από τον Δοξαρά τον Μάρτιο του 1907 [9] για να προετοιμάσει τον γάμο της θυγατέρας του Αγλαΐας. Η τελευταία είχε αρραβωνιαστεί (Φεβρουάριος 1907) με τον φαρμακοποιό Ιωάννη Ζούβελο, τον οποίον παντρεύτηκε δύο μήνες αργότερα (Απρίλιος 1907) [10]. Ο γάμος δεν πραγματοποιήθηκε στη Λάρισα, αλλά στον Δοξαρά, έδρα της ιατρικής υπηρεσίας του σιδηροδρόμου και τόπο εργασίας του πατέρα της [11]. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι είχε και άλλες θυγατέρες, την ύπαρξη των οποίων αγνοούμε παντελώς. Ο Βάιος Στεφανόπουλος απεβίωσε στη Λάρισα τον Φεβρουάριο του 1911.
Όπως προαναφέρθηκε, ο αδελφός του Στέφανος μετά από τις εγκύκλιες σπουδές του φοίτησε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Το 1878 αναχώρησε κρυφά και χωρίς άδεια από τη Σχολή, για να συμμετάσχει ως εθελοντής στη Θεσσαλική Επανάσταση. Για τον λόγο αυτόν εκδιώχθηκε από τη Σχολή και αναχώρησε για την Αθήνα, όπου έλαβε το πτυχίο του διδασκάλου από τη Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού Πανεπιστημίου. Στη συνέχεια διορίσθηκε διευθυντής στο Α’ Δημοτικό Σχολείο Αρρένων της Λάρισας [12]. Με τις ευλογίες του Μητροπολίτη Αμβροσίου, τον Αύγουστο του 1906 ασπάσθηκε το μοναχικό σχήμα και τοποθετήθηκε ηγούμενος στη Μονή του Αγίου Δημητρίου (Τσάγεζι), ενώ το 1909 (ως αρχιμανδρίτης) διορίσθηκε από τον Μητροπολίτη Αμβρόσιο εφημέριος στον πρόχειρο συνοικιακό ναό της Νέας Φιλιππούπολης (ο ναός της Αγίας Τριάδος θεμελιώθηκε το 1918) [13]. Είναι άγνωστο το πότε απεβίωσε.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Δ. Στάθης, Ο ιατρικός κόσμος στον Ν. Καρδίτσας (1881-2014). Καρδίτσα 2015, σελ. 28.
[2]. Μιλτιάδης Δάλλας, «Βάιος Στεφανόπουλος: Νεκρολογία» (Εν Αθήναις τη 25η Φεβρουαρίου 1911), Μικρά (Λάρισα), φ. 43/497 (2 Μαρτίου 1911).
[3]. Θεσσαλικά Χρονικά (Αθήνα 1935), σελ. 37.
[4]. Η Ανδρομάχη απεβίωσε στη Λάρισα σε νεαρή ηλικία (Νοέμβριος 1891) και ενταφιάστηκε στο Παλαιό Νεκροταφείο της πόλης. Στην κηδεία της παρευρέθηκε το σύνολο σχεδόν της λαρισαϊκής κοινωνίας. Βλ. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 112 (1 Δεκεμβρίου 1891).
[5]. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Λάρισας (ΓΑΚ/ΑΝΛ), Συμβολαιογραφικό Αρχείο Ανδρέα Ροδόπουλου, φκ. 042, αρ. 12837 (30 Ιουλίου 1892).
[6]. Μικρά (Λάρισα), φ. 45/195 (26 Μαρτίου 1906).
[7]. Μικρά (Λάρισα), φ. 82/237 (3 Σεπτεμβρίου 1906).
[8]. Μικρά (Λάρισα), φ. 344 (4 Ιανουαρίου 1907).
[9]. Μικρά (Λάρισα), φ. 284 (14 Μαρτίου 1907).
[10]. Μικρά (Λάρισα), φ. 277 (18 Φεβρουαρίου 1907).
[11]. Μικρά (Λάρισα), φ. 295 (29 Απριλίου 1907).
[12]. Μικρά (Λάρισα), φ. 46/196 (2 Απριλίου 1906).
[13]. Μικρά (Λάρισα), φ. 82/232 (13 Αυγούστου 1906) και φ. 9/411 (23 Ιουλίου 1909).