Με μεγαλοπρεπή επίδειξη βιασύνης και με ένα συνεχές κροτάλισμα από τις οπλές των αλόγων, περάσαμε μέσα από κέντρο της πόλης που ήταν βουτηγμένο στις λάσπες. Οι Έλληνες έμποροι στη θέα των στρατιωτικών στολών, αποτραβήχτηκαν στα ενδότερα των καταστημάτων τους και κρύφτηκαν πίσω από τους πάγκους τους, ενώ οι όμορφες Εβραίες νοικοκυρές τραβούσαν τις κουρτίνες και έκλειναν τα παράθυρα και τις πόρτες των σπιτιών τους. Την εικόνα συμπλήρωναν μαυρομάτες μουσουλμάνες κυρίες με δελεαστικά πέπλα που κάλυπταν την κεφαλή τους και χλωμιασμένες νεαρές Ελληνίδες χωρίς καλύμματα. Επί του παρόντος περάσαμε τη γέφυρα του Πηνειού και το στράτευμα πραγματοποίησε ολιγόλεπτη στάση. Σύμφωνα με τους κανόνες, έπρεπε να λάβει την επίσημη άδεια αναχώρησης από τους επικεφαλής αξιωματικούς. Οι τελευταίοι επιθεώρησαν τα στρατεύματα: τέσσερα τάγματα πεζικού, δύο ίλες ιππικού και τέσσερις πυροβολαρχίες. Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι οι στολές των στρατιωτών ήταν μπαλωμένες και λερωμένες. Το στράτευμα πράγματι παρουσίαζε μία εικόνα αλλόκοτη. Έμοιαζε σαν να γύρισε πριν από λίγο από εκστρατεία και δεν είχε την εμφάνιση ενός στρατού που μόλις αναχωρεί για μία στρατιωτική επιχείρηση. Ο Πασάς κάπνισε πολλά τσιγάρα και έπινε καφέ κατά τη διάρκεια της επιθεώρησης. Μόλις αυτή τελείωσε, η μπάντα έπαιξε τον αυτοκρατορικό ύμνο και το στράτευμα ξεχύθηκε στον κάμπο της Λάρισας, στον δρόμο για τον Τύρναβο. Μέσα στην άμαξα του πασά ήμασταν πέντε άτομα και μας συνόδευαν 50 καβαλάρηδες, της προσωπικής του φρουράς […]. Περάσαμε τον Τύρναβο και ένα συγκρότημα από τρεις μουσουλμανικούς οικισμούς, που ήταν βυθισμένοι ανάμεσα σε σφενδάμια, μουριές και αμπέλια και φτάσαμε στους πρόποδες του φαραγγιού Καραδερέ. Ο δρόμος μας οδηγούσε πλέον προς το πέρασμα της Μελούνας […]».
Ο Valentine Chirol επέστρεψε μετά από λίγες ημέρες στη Λάρισα και επισκέφθηκε την κοιλάδα των Τεμπών. Γράφει σχετικά: «[…] Διατηρώντας εξαιρετικές εντυπώσεις από τη Λάρισα, σταμάτησα για λίγο, σε απόσταση δύο μιλίων από την πόλη. Στράφηκα προς τη βορειοανατολική πλευρά της πεδιάδας, γιατί είχα μεγάλη περιέργεια να δω από κοντά τον ποταμό Πηνειό, ο οποίος από τους αρχαιοτάτους χρόνους κυλά ήρεμα ανάμεσα από τον Όλυμπο και την Όσσα. Παρότι φοβόμουν μήπως συλληφθώ από ληστές, εν τούτοις θεώρησα μεγάλο αμάρτημα να φύγω από τη Θεσσαλία χωρίς να επισκεφθώ την κοιλάδα των Τεμπών, που τόσο έχει υμνηθεί κατά το παρελθόν. Στη δυτική είσοδο της κοιλάδας και μέσα σε ένα δάσος από κυπαρίσσια, βρίσκεται το Οθωμανικό χωριό Μπαμπάς [= σημ. Τέμπη]. Ονομάστηκε έτσι από τον διαβόητο δερβίση Μπαμπά Οσμάν, ο οποίος ήρθε μαζί με τους πρώτους μουσουλμάνους πορθητές της Θεσσαλίας και ίδρυσε σε αυτόν τον θαυμάσιο τόπο έναν μεγαλοπρεπή τεκέ, δηλαδή ένα μοναστήρι.
Όταν απεβίωσε ο Μπαμπά Οσμάν πολλά θαύματα αναφέρθηκαν πάνω από τον τάφο του και γι’ αυτό οι σουλτάνοι έστελναν συχνά βαρύτιμα αναθήματα. Οι δε δερβίσηδες του χωριού απέκτησαν μεγάλη φήμη και δύναμη σε ολόκληρη την επαρχία. Τα τελευταία χρόνια όμως, το τέμενος βρίσκεται σε παρακμή. Είναι όμως αλήθεια ότι ακόμη και σήμερα [= 1880] ευσεβείς μουσουλμάνοι έρχονται από όλα τα μέρη για να προσκυνήσουν τον τάφο του ιδρυτή. Οι δε χριστιανοί αγρότες συνηθίζουν να κρεμούν τα παλιά τους ενδύματα από τα κυπαρίσσια για να ξορκίσουν τα κακά πνεύματα και να εξευμενίσουν το πνεύμα του Μπαμπά Οσμάν. Αλλά η παλαιά αίγλη και δόξα έχουν χαθεί διά παντός.
Όταν με είδε ένας δερβίσης να κάθομαι κάτω από ένα δέντρο, ήρθε προς το μέρος μου για να με χαιρετήσει. Οι δερβίσηδες δεν έχουν όλοι τα ίδια πιστεύω και τις ίδιες αντιλήψεις. Υπάρχουν πολλοί με έντονη θρησκοληψία και θρησκομανία, άλλοι όμως κατόρθωσαν να συνδυάσουν τον αυστηρό δογματισμό των Σουνιτών με τις πιο ήπιες απόψεις του βουδιστικού πανθεϊσμού. Γι’ αυτό και έμεινα έκπληκτος, όταν ο γηραιός δερβίσης του Μπαμπά, ύψωσε τα χέρια του σαν να προσεύχεται και χαιρέτησε εμένα τον χριστιανό, σαν να ήμουν πιστός οπαδός του Προφήτη, λέγοντάς μου: El salaam alaikoum [= σαλάμ αλέκουμ, ειρήνη υμίν]. Μετά από τις συνηθισμένες φιλοφρονήσεις, μου παρέθεσε γεύμα και ζήτησε να τον ακολουθήσω σε ένα μικρό τέμενος για να μου δείξει τους τάφους των προπατόρων του. Το αξίωμα του δερβίση μεταβιβάζεται από τον πατέρα στον γιο και μάλιστα στον πρωτότοκο. Σ’ έναν μεγάλο τάφο καλυμμένο με κίτρινα υφάσματα, αναπαύεται ο ιδρυτής του Τεκέ. Στον τοίχο κρέμονται το ξίφος και το Κοράνι του […].
Από τον Μπαμπά ο δρόμος που διασχίζει την κοιλάδα είναι ευθύς και παράλληλος με τον Πηνειό. Εντυπωσιακός όμως είναι και ο ανηφορικός δρόμος, ο οποίος διασχίζοντας τους κλιμακωτούς αμπελώνες, μας οδηγεί σε ένα οροπέδιο, όπου εν μέσω πυκνής βλάστησης είναι χτισμένα τα Αμπελάκια. Τετρακόσιες και πλέον λιθόκτιστες και μεγάλες κατοικίες, οι οποίες χωρίζονται μεταξύ τους από πλατάνια και καρυδιές, μαρτυρούν την παλιά αίγλη της κωμόπολης. Σήμερα τα 2/3 των σπιτιών είναι ακατοίκητα και ερειπωμένα. Στην ίδια κατάσταση βρίσκονται και τα 24 εργοστάσια, τα οποία κατά το παρελθόν έστελναν στις αγορές της Ανατολής τα περίφημα νήματα, βαμμένα με το ερυθρό χρώμα που ερχόταν από τη Μικρά Ασία. Εδώ και πολλά χρόνια έχουν σταματήσει τα καραβάνια των εμπόρων που έστελναν από τους χερσαίους δρόμους, 5.000 εκατόλιτρα νημάτων στη Βουδαπέστη και στο Βελιγράδι. Η Σχολή των Αμπελακίων, η οποία κατά τα τέλη της περασμένης εκατονταετηρίδας ήταν εφάμιλλη με τις σχολές της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης, σήμερα αποτελεί καταφύγιο μικρών μαθητών που μαθαίνουν ανάγνωση και γραφή. Η βιβλιοθήκη της Σχολής που και αυτή ήταν εφάμιλλη με τις αντίστοιχες του Αγίου Όρους, έχει διασκορπιστεί στους τέσσερις ανέμους [...]».
(Έπεται το τέλος).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Valentine Chirol, Twixt Greek and Turk: or Jottings during a journey through Thessaly, Macedonia, and Epirus, in the autumn of 1880. With frontispiece and map. Edinburgh & London: William Blackwood and Sons, 1881.