Κωνσταντίνου. Νομίζω ότι η σημερινή της ονομασία οριοθετεί και τη θέση της συνοικίας.
Στη συνοικία αυτή κατοικούσαν ως επί το πλείστον οι επώνυμοι Τούρκοι μπέηδες και γειτνίαζε με τον κεντρική τουρκική συνοικία Ντάρκουλη[1].
Στους χώρους του Καραγάτς μαχαλά υψώνονταν αρκετά διώροφα αρχοντικά σπίτια δομημένα με τσατμάδες (τα λεγόμενα ξυλόπηκτα), πολλά από τα οποία ήταν θαυμάσιες οικοδομικές κατασκευές. Συνήθως είχαν δύο ορόφους. Ο κάτω όροφος ήταν πλινθόκτιστος, δηλ. κατασκευασμένος με πλιθιά. Με λάσπη, χώμα, άχυρο και νερό έκαναν έναν αυτοσχέδιο πηλό, ο οποίος ζυμωνόταν με τα πόδια και τον τοποθετούσαν σε πρόχειρα καλούπια σε σχήμα τούβλων, τα οποία τα άφηναν με τις ώρες, ώστε να τα "ψήσει" ο ήλιος. Κατά το κτίσιμο των τοίχων χρησιμοποιούσαν ανά διαστήματα και εγκάρσια ξύλινα ζωνάρια, τα σενάζ ή σενάζια. Ο επάνω όροφος είχε μεγαλύτερο εμβαδόν, καθώς προεξείχε στην πρόσοψη εσωτερικά και εξωτερικά. Οι προεξοχές ονομάζονταν σαχνισιά και υποβαστάζονταν με ξύλινα φουρούσια ή δοκάρια. Με τον τρόπο αυτόν ο επάνω όροφος βρισκόταν έξω από τα όρια της τοιχοποιίας του ισογείου. Η αύξηση του εμβαδού δημιουργούσε πρόσθετο ωφέλιμο χώρο στον όροφο, για να αποκτά η κατοικία άνετο μουσαφίρ οντά (σαλόνι θα το λέγαμε) και υπνοδωμάτια, με ξυλόγλυπτες διακοσμημένες οροφές. Η κατασκευή των σπιτιών με αυτόν τον τρόπο ήταν αναγκαία γιατί ο ελληνικός χώρος και επομένως και η Θεσσαλία ήταν σεισμογενής περιοχή, και τα ξυλόπηκτα σπίτια είχαν αποδειχθεί με την πάροδο του χρόνου αντισεισμικά. Κάθε ένα απ' αυτά τα σπίτια βρισκόταν στο κέντρο μιας μεγάλης αυλής, μέσα στην οποία υπήρχαν εκτεταμένες κληματαριές, διάφορα δένδρα, κυρίως καρποφόρα, ανθισμένοι κήποι, χώροι υγιεινής (εξωτερικοί βόθροι) και πηγάδια. Το νερό των πηγαδιών φυσικά δεν ήταν πόσιμο λόγω της γειτνίασης με τους βόθρους, το χρησιμοποιούσαν όμως για την καθαριότητα και το πότισμα.
Για τα θρησκευτικά τους καθήκοντα οι μουσουλμάνοι του μαχαλά αυτού χρησιμοποιούσαν κατ΄ εξοχήν δύο τεμένη. Το Γενί τζαμί, το οποίο υπάρχει μέχρι σήμερα, το γνωρίζουμε όλοι, και βρίσκεται απέναντι από την πλατεία του Αγ. Βησσαρίωνος. Και το Μπουρμαλί τζαμί, που βρισκόταν στη θέση όπου σήμερα έχει κτιστεί το κινηματοθέατρο "Βικτώρια". Το πρώτο τζαμί το χρησιμοποιούσαν για προσευχή κυρίως οι χανούμισσες του τουρκομαχαλά που ανήκαν στην ανώτερη κοινωνική τάξη. Στο άλλο, στην οδό Κατσώνη, προσεύχονταν οι άρρενες μουσουλμάνοι κάθε κοινωνικής τάξεως[2].
Στην περιοχή του Καραγάτς μαχαλά υπάγεται και μία περιοχή, το όνομα της οποίας διατηρήθηκε για πολλά χρόνια μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών του 1924, μερικοί μάλιστα μεγάλης ηλικίας, το χρησιμοποιούν ακόμη και σήμερα. Πρόκειται για την περιοχή Σιάουλου ή Σιάουλο. Κέντρο της είναι η διασταύρωση των σημερινών οδών Κύπρου, 28ης Οκτωβρίου, 23ης Οκτωβρίου, Νικηταρά και Ογλ και η περιοχή της οριοθετείται μεταξύ της μικρής πλατείας της Εθνικής Αντίστασης, των οδών Καλλιάρχου και Αγίας Μαρίνης, 31ης Αυγούστου, Πλατείας Αγ. Βησσαρίωνος, Παναγούλη, Κοραή και Νικοτσάρα. Για την ονομασία της Σιάουλο υπάρχουν πολλές εκδοχές, η επικρατέστερη όμως είναι ότι προέρχεται από το τζαμί Sahoglu, Seyh-oglu = γιος του Seyh, το οποίο βρισκόταν στην περιοχή αυτή, χωρίς όμως να γνωρίζουμε σε ποιο ακριβώς σημείο[3].
Όμως στον Καραγάτς μαχαλά δεν διέμεναν μόνον οι πλούσιοι Τούρκοι μπέηδες. Νοτιοδυτικά της σημερινής πλατείας της Εθνικής Αντίστασης, αλλά και κοντά στον Σουφλάρ μαχαλά (Σουφλάρια ή συνοικία 40 Μαρτύρων) κατοικούσαν και απλοί Τούρκοι χωρικοί. Οι περισσότεροι είχαν έλθει στη Λάρισα από το Ικόνιο, όταν ο γηγενής χριστιανικός πληθυσμός της είχε αραιωθεί ανησυχητικά και είχαν χαθεί τα εργατικά χέρια, τα οποία θα καλλιεργούσαν την εύφορη θεσσαλική γη. Από τον τόπο καταγωγής τους ονομάζονταν Κονιαραίοι ή Κονιάρηδες. Στην ίδια γειτονιά κατοίκησαν αργότερα και αρκετοί μαύροι, οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν το χαρακτηριστικό επάγγελμα του στραγαλατζή.
Κατά την απελευθέρωση του 1881, στο κέντρο της συνοικίας αυτής κατείχε μία τεράστια οικοπεδική έκταση ο Οθωμανός Χασάν Ετέμ Εφένδης[4]. Ήταν ένας πλούσιος, φιλάνθρωπος και ευγενής στην ψυχή Λαρισαίος μεγαλοκτηματίας. Ήταν δήμαρχος της πόλης επί τουρκοκρατίας και χάρη στα έμπρακτα φιλελληνικά του αισθήματα θεωρήθηκε ικανός και έμπιστος από την ελληνική κυβέρνηση να καταλάβει τη θέση του προσωρινού υπηρεσιακού Δημάρχου Λαρίσης κατά το πρώτο έτος μετά την απελευθέρωση (1881-1882). Το φθινόπωρο του 1882 παραιτήθηκε και στη θέση του διορίσθηκε ο μεγαλοεπιχειρηματίας Αργύριος Διδίκας. Με την πάροδο των ετών και έπειτα από την αποχώρηση πολλών Τούρκων από την περιοχή, οι Έλληνες που τους αντικατέστησαν ήταν φανερό ότι στερούνταν ναού. Για την εκτέλεση των θρησκευτικών του καθηκόντων ήταν υποχρεωμένοι να καταφεύγουν σε εκκλησίες γειτονικών συνοικιών (Αγ. Σαράντα, Αγ. Νικόλαος). Για τον λόγο αυτόν πριν αποχωρήσει από τη Λάρισα ο Χασάν Ετέμ δώρισε στις 3 Ιουνίου 1887 ενώπιον του συμβολαιογράφου Λαρίσης Παναγιώτου Σκαμβούγερα «...έν οικόπεδον εκ μέτρων περίπου δύο χιλιάδων ...και παρέδωκε αυτό προς τον έμπορον Διονύσιον Σ. Γαλάτην αμετακλήτως, υπό τον όρον όπως εντός έξη μηνών από σήμερον τω χρησιμοποιήση ως οικόπεδον προς ανέγερσιν εκκλησίας εν τη συνοικία ταύτη του Καραγάτς...»[5]. Τον Αύγουστο του 1899 θεμελιώθηκε στον χώρο του δωρηθέντος οικοπέδου που βρισκόταν στη θέση Πέντε Δρόμοι[6] ο πρώτος προσωρινός λιτός ναός του Αγίου Κωνσταντίνου.
Επειδή το οικόπεδο ήταν τεράστιο και ο ελεύθερος χώρος μετά την ανέγερση του ναού του Αγίου Κωνσταντίνου ήταν μεγάλος, ο Μιχαήλ Σάπκας στην προσπάθειά του να λύσει το στεγαστικό πρόβλημα των σχολικών κτιρίων κατά τη διάρκεια των δύο πολύ δημιουργικών δημαρχιακών θητειών του που διήρκησαν από το 1925-1934, σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει τον ελεύθερο αυτόν χώρο για την ανέγερση του διδακτηρίου του 5ου Δημοτικού Σχολείου. Έκανε πρόταση στα μέλη του εκκλησιαστικού συμβουλίου του ναού όπως μέρος του ακάλυπτου χώρου να χρησιμοποιηθεί για την ανέγερση σχολικού συγκροτήματος που θα εξυπηρετούσε τις ανάγκες της συνοικίας, δοθέντος ότι δεν υπήρχε άλλος ελεύθερος χώρος στο κέντρο της συνοικίας. Όμως στην προσπάθειά του αυτή συνάντησε αρκετές αντιδράσεις. Τελικά το οικόπεδο αυτό το οποίο τελικά έφτανε τα 2.500 τ.μ. περίπου, παραχωρήθηκε στον Δήμο με την υπογραφή του Αποστόλου Βακάλη, εμπόρου, που ήταν τότε πρόεδρος του Εκκλ. Συμβουλίου του Αγίου Κωνσταντίνου και του Κλεομένη Ζαχαρακόπουλου, στρατιωτικού εν αποστρατεία, που ήταν πρόεδρος της σχολικής εφορείας του 5ου Δημοτικού Σχολείου.
Ένα εμβληματικό και ιστορικό κτίσμα στη συνοικία αυτή ήταν και η λεγόμενη από τον κόσμο "Βίλα Λαχτάρα". Βρισκόταν στο ύψος της οδού Αδριανού 12, γωνία με την οδό Καλλιάρχου και ήταν ένα σπουδαίο αρχοντικό της παλιάς Λάρισας από την περίοδο της τουρκοκρατίας, το οποίο διατηρούνταν περίπου μέχρι το 1980 ερειπωμένο και ακατοίκητο. Το κτίριο αυτό ήταν επίσημα γνωστό ως κατοικία Αναγνωστοπούλου και αποτελούσε ένα χαρακτηριστικό δείγμα αστικής αρχιτεκτονικής των τελευταίων χρόνων της τουρκοκρατίας. Ο Βάσος Καλογιάννης υποστηρίζει ότι το κονάκι αυτό κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας είχε χρησιμοποιηθεί σαν Δημαρχείο και εκεί είχε εγκατασταθεί ο Τούρκος Δήμαρχος της πόλης. Μάλιστα ισχυρίζεται ότι το κτίριο αυτό επισκέφθηκε και ο Γάλλος περιηγητής Leon Heuzey κατά την επίσκεψή του στη Λάρισα το καλοκαίρι του 1858, για να συναντήσει τον Τούρκο Δήμαρχο. Πάντως στις αρχές του 20ού αιώνα είναι γνωστό από δημοσιεύσεις ότι η οικία αυτή ήταν ιδιοκτησία του μουσουλμάνου Ρεσάτ Ελμάς. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή του 1922 και την ανταλλαγή των πληθυσμών περιέπεσε στην κατηγορία των ανταλλαξίμων κτιρίων, περιήλθε στη δικαιοδοσία του ελληνικού δημοσίου και τη διαχείρισή του ανέλαβε η Εθνική Τράπεζα. Το 1932 το αγόρασε από την Τράπεζα η Όλγα χήρα του Κωνσταντίνου Αναγνωστοπούλου. Κληρονομήθηκε από τον γιο της Ευθύμιο Κωνσταντίνου Αναγνωστόπουλο, κάτοικο Τρικάλων, ο οποίος υπήρξε και ο τελευταίος ιδιοκτήτης του αρχοντικού πριν την κατεδάφισή του το 1980.
---------------------
[1]. Συναντάται και με άλλες παραπλήσιες ονομασίες και αντιπροσωπεύει την περιοχή γύρω από την Κεντρική πλατεία και τη σημερινή οδό Κύπρου.
[2]. Ολύμπιος (Κώστας Περραιβός). Η Λάρισα που χάθηκε, εφ. "Λάρισα", Λάρισα, φύλλο της 3ης Απριλίου 1978.
[3]. Θεόδωρος Παλιούγκας. Η Λάρισα κατά την Τουρκοκρατία (1423-1881), τόμ. Α΄, Λάρισα (1996) σελ. 176.
[4]. Ο Χασάν Ετέμ, όπως υπέγραφε, υπήρξε ο πρώτος διορισμένος δήμαρχος της Λάρισας, ο οποίος όπως αποδεικνύεται και από τα Πρακτικά των Συνεδριάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου, υπέβαλε την παραίτησή του το 1882.
[5]. Φαρμακίδης Επαμεινώνδας, Η Λάρισα, από των μυθολογικών χρόνων μέχρι της προσαρτήσεως αυτής εις την Ελλάδα (1881), Βόλος (1926) σ. 19.
[6]. Ονομασία που προήλθε από τη συμβολή πέντε οδών (23ης Οκτωβρίου - Ισχομάχου - Κανάρη - Ιουστινιανού - Νικοτσάρα. Αντίστοιχη ονομασία διατηρείται μέχρι και σήμερα, αλλά σαν Έξη Δρόμοι, στη συνοικία του Αγίου Αθανασίου (Αρναούτ μαχαλάς)
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)