Σε μια πόλη σεισμογενή, πλημμυροπαθή και με τον πληθυσμό της να κυμαίνεται από 20-30.000 κατοίκους κατά το χρονικό διάστημα από την απελευθέρωσή της το 1881 μέχρι τη δεκαετία του 1930, τα φωτογενή τοπία της περιορίζονταν στα τρία αυτά σημεία. Αυτός είναι και ο λόγος που όλες σχεδόν οι παλιές φωτογραφίες της Λάρισας που έχουν διασωθεί και τα επιστολικά δελτάρια που έχουν εκδοθεί απεικονίζουν, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, τις τρεις αυτές περιοχές. Το γεγονός αυτό γίνεται πιο έντονα αισθητό κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας. Οι ξένοι περιηγητές που την επισκέφθηκαν από τον 16ο έως τον 19ο αιώνα και την αποτύπωσαν σε χαρακτικά, απεικόνισαν στην πλειονότητά τους τη δυτική πλευρά της πόλης, με τη μεγάλη γέφυρα και τον Λόφο της Ακρόπολης[1].
Η σημερινή εικόνα δεν μπορώ να ισχυρισθώ ότι διαθέτει τίτλους αισθητικής καλαισθησίας, όμως απεικονίζει περιοχή του Λόφου από μία σπάνια γωνία λήψης. Ο φωτογράφος ανέβηκε στο ψηλότερο σημείο της τουρκικής αγοράς (Μπεζεστένι)[2] και από το σημείο αυτό έστρεψε τον φακό του νοτιοδυτικά για να αποτυπώσει την πρόχειρη εκκλησία του Αγίου Αχιλλίου, πίσω της το μεταπολεμικό ρολόι που ηχούσε μέχρι το 1992 με ένα μικρό τμήμα της Λάρισας και εμπρός μια νησίδα πλούσιας βλάστησης από υψηλόκορμα δένδρα. Λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι το 1965 η παράγκα του Αγ. Αχιλλίου σταμάτησε να λειτουργεί, αφού είχε ήδη εγκαινιασθεί ο σημερινός μητροπολιτικός ναός και το γεγονός ότι τα προσιτά στη φωτογραφία γειτονικά σπίτια είναι ακόμη χαμηλά (διώροφα), χωρίς την παρουσία πολυώροφων οικοδομών, πιθανολογείται ότι η χρονολογία λήψης της τοποθετείται στις αρχές της δεκαετίας του 1960.
Ο προσωρινός πρόχειρος ναός του Αγ. Αχιλλίου που απεικονίζεται στη φωτογραφία κατασκευάστηκε στο σημείο αυτό το 1941, λίγους μήνες μετά τον σεισμό της 1ης Μαρτίου 1941 και τους εχθρικούς βομβαρδισμούς. Με βαριά τραυματισμένο τον καθεδρικό ναό της πόλης κατά τους χαλεπούς χρόνους της ιταλογερμανικής κατοχής, οι ενορίτες του Αγίου Αχιλλίου, αλλά και όλοι οι Λαρισαίοι, από τη στιγμή που είδαν ότι ήταν αδύνατη η επισκευή του, κατέφυγαν σε λύση ανάγκης για να ξεπεράσουν προσωρινά το πρόβλημα του εκκλησιασμού. Μέσα στις άσχημες κατοχικές συνθήκες επιβίωσης, με ακμαίο όμως το θρησκευτικό συναίσθημα, επέλεξαν τον χώρο μεταξύ της ερειπωμένης σκεπαστής τουρκικής αγοράς και του καταχωμένου Αρχαίου Θεάτρου, για να οικοδομήσουν κάποια πρόχειρη κατασκευή, ώστε να στεγάσουν τον Άγιό τους. Στην περιοχή του Αρχαίου Θεάτρου την περίοδο εκείνη είχαν κτισθεί πάνω του πολλά οικήματα, μεταξύ των οποίων και το Επισκοπείο με τη μητροπολιτική κατοικία. Η επιλογή αυτού του χώρου έγινε χωρίς να γνωρίζουν ότι αντιστοιχούσε στον ναό του Αγ. Αχιλλίου της βυζαντινής περιόδου, ούτε φυσικά ακόμη μπορούσαν να προβλέψουν ότι σ’ αυτό το σημείο λίγες δεκαετίες αργότερα (1978) η αρχαιολογική σκαπάνη θα αποκάλυπτε τα θεμέλιά του. Η παράγκα ήταν μια πρόχειρη ξύλινη κατασκευή μικρών διαστάσεων, η οποία στήθηκε βιαστικά το 1941, με τη θαρραλέα παρέμβαση στους κατακτητές του γερμανομαθούς μητροπολίτου Λαρίσης Δωροθέου. Η εξωτερική εμφάνισή της κατασκευής αυτής ήταν απλή και μόνον η παρουσία του σταυρού στη στέγη υποδήλωνε ότι επρόκειτο για θρησκευτικό κτίσμα. Έτσι μπορούμε να δικαιολογήσουμε τον όρο «παράγκα», ο οποίος είχε επικρατήσει τότε μεταξύ των πιστών, ονομασία η οποία διατηρήθηκε μέχρι και σήμερα.
Έπειτα από την αποχώρηση των κατακτητών, ο πρόχειρος ναός μεγάλωσε σε διαστάσεις και πήρε τη μορφή τρίκλιτης βασιλικής με υπερυψωμένο το μεσαίο κλίτος, όπως ακριβώς διακρίνεται και στη φωτογραφία, όπου απεικονίζεται η στέγη του μεσαίου και του βόρειου κλίτους. Με τις προσθήκες αυτές η μορφή της «παράγκας» άλλαξε. Έγινε ναός μεγαλύτερος και πιο στερεός, οι εσωτερικοί χώροι του περισσότερο λειτουργικοί και μπορούσε πλέον να ανταποκριθεί στις αυξημένες απαιτήσεις ενός καθεδρικού ναού.
Η βελτιωμένη αυτή προσωρινή κατασκευή εξακολούθησε να λειτουργεί ως μητροπολιτικός ναός μέχρι το 1965. Επί είκοσι τέσσερα χρόνια η πόλη υμνούσε τον πολιούχο της σ’ αυτό το ταπεινό εκκλησάκι, ενώ παράλληλα μέσα από μύριες δυσκολίες και αντιξοότητες προετοίμαζε τον νέο ναό της. Το ημερολόγιο έδειχνε Κυριακή 6 Ιουνίου 1965 όταν έγιναν πανηγυρικά τα εγκαίνια του σημερινού καθεδρικού ναού του Αγίου Αχιλλίου. Έκτοτε ο πρόχειρος ναός λειτουργούσε μόνον περιστασιακά. Τη δεκαετία του 1970, κατά τη διάρκεια εργασιών της δημοτικής αρχής που έγιναν στον χώρο μεταξύ του προσωρινού ναού του Αγίου Αχιλλίου και της παλαιάς τουρκικής αγοράς (Μπεζεστένι), αποκαλύφθηκαν εντελώς τυχαία, σημαντικότατα αρχαιολογικά ευρήματα, τα οποία συνεχίζονταν και κάτω από τον πρόχειρο ναό. Επειδή η τύχη του ναού αυτού είχε από καιρό προδιαγραφεί, αν και αναπτύχθηκαν ισχυρές αντιδράσεις εκ μέρους ενοριτών για την κατεδάφισή του, αυτή τελικά υπήρξε σωτήρια, καθώς κάτω από τα θεμέλιά του εντοπίσθηκαν το 1978 τα υπολείμματα μιας τρίκλιτης παλαιοχριστιανικής βασιλικής του 6ου αιώνα, μέσα στα οποία αποκαλύφθηκε μεγάλος καμαροσκέπαστος τάφος, για τον οποίο πιστεύεται ότι ανήκε στον Άγιο Αχίλλιο.
Την ίδια τύχη με τον μητροπολιτικό ναό είχε και το ρολόι της Λάρισας. Ο καταστροφικός σεισμός το λάβωσε βαθειά και αυτό στάθηκε η αφορμή να μείνει επί μία δεκαετία η πόλη χωρίς ρολόι. Μεσολάβησε η κατοχή, η πείνα, ο εμφύλιος και επί δημαρχίας Δημητρίου Καραθάνου (1951-1954) τέθηκε το ζήτημα ανέγερσης νέου. Κατά τη συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου της 5ης Νοεμβρίου 1951, συζητήθηκε, μεταξύ άλλων, και το ζήτημα της «…κατασκευής Ωρολογίου της πόλεως, το οποίον είχε κρημνισθεί από τον σεισμόν». Η μελέτη του ανατέθηκε στον πολιτικό μηχανικό Νικόλαο Βασ. Μίχο. Έτσι το 1952, δίπλα από τα θεμέλια του πύργου του παλιού, υψώθηκε το νέο λευκό ψηλόλιγνο ρολόι. Κατασκευαστικά είχε τετράγωνη βάση και κάθε πλευρά του είχε μήκος περίπου τρία μέτρα, ενώ το ύψος του έφθανε τα 18,5 μέτρα και ήταν από οπλισμένο σκυρόδεμα. Η ζωή του ρολογιού αυτού ήταν σύντομη, μόλις σαράντα χρόνια. Τον Σεπτέμβριο του 1992 κατεδαφίσθηκε αναγκαστικά για να συνεχιστεί απρόσκοπτα η διαδικασία αποκάλυψης του Αρχαίου Θεάτρου, καθώς η παρουσία του στην περιοχή του επιθεάτρου προδιέγραψε την τύχη του. Από τότε η πόλη έμεινε χωρίς ρολόι.
Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com
[1]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Η Λάρισα στα χαρακτικά των Ευρωπίων περιηγητών (16ος - 19ος αιώνας). Λάρισα (2006) σελ. 156.
[2]. Την περίοδο λήψης της φωτογραφίας το κέλυφος της τούρκικης αγοράς ήταν στο εσωτερικό μπαζωμένο μέχρι το ύψος των πλάγιων τοίχων του και μπορούσε κανείς να μετακινείται επάνω του με ευχέρεια.