Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
Στη συνοικία του Αγίου Κωνσταντίνου (επί τουρκοκρατίας η περιοχή αυτή ονομαζόταν Καραγάτς μαχαλάς) και στο ύψος της σημερινής οδού Ανδριανού 12, γωνία με την οδό Καλλιάρχου, υπήρχε από την περίοδο της τουρκοκρατίας ένα σπουδαίο αρχοντικό της παλιάς Λάρισας. Έζησε πάνω από έναν αιώνα και τα τελευταία χρόνια μέχρι και την κατεδάφισή του το 1980 παρέμενε ακατοίκητο και εγκαταλειμμένο.
Υπάρχουν σήμερα πολλοί Λαρισαίοι οι οποίοι θα θυμούνται από τις περιπλανήσεις των παιδικών τους χρόνων στην πόλη, το περίεργο αυτό σπίτι ή θα είχαν ακούσει για μια μυστηριώδη και μισοερειπωμένη οικοδομή, η οποία είχε χαρακτηρισθεί σαν «Βίλλα Λαχτάρα» και έτσι ήταν γνωστή σε όλους. Στο σημερινό σημείωμά θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε το κτίσμα με το εκφοβιστικό αυτό όνομα και την αιτία που το απέκτησε.
Το οίκημα αυτό ήταν επίσημα γνωστό από την εποχή του μεσοπολέμου ως κατοικία Αναγνωστοπούλου και αποτελούσε ένα χαρακτηριστικό δείγμα αστικής αρχιτεκτονικής των τελευταίων χρόνων της τουρκοκρατίας. Το πότε κτίσθηκε παραμένει άγνωστο. Σύμφωνα με τον καθηγητή του Πολυτεχνείου Σόλωνα Κυδωνιάτη, ο οποίος μελέτησε προσωπικά το αρχοντικό αυτό και μάλιστα δημοσίευσε μια σχετική μελέτη με πολλές σχεδιαστικές αποτυπώσεις του[1], οικοδομήθηκε τη δεκαετία 1830 από Ηπειρώτες μαστόρους, τους κουδαραίους[2] όπως ονομάζονταν τότε, για να στεγάσει προφανώς κάποιον Οθωμανό μπέη της πόλεως. Όμως με τη χρονολογία αυτή του Κυδωνιάτη, δεν συμφωνούν αρκετοί, οι οποίοι πιστεύουν ότι σύμφωνα με τα δομικά του στοιχεία, η κατασκευή του χρονολογικά μετατοπίζεται δύο με τρεις δεκαετίες αργότερα. Ο Βάσος Καλογιάννης υποστήριξε σε δημοσίευμά του ότι κατά τα μέσα του 19ου αιώνα το κονάκι αυτό είχε χρησιμοποιηθεί σαν Δημαρχείο και εκεί είχε εγκατασταθεί ο Τούρκος Δήμαρχος της Γενή Σεχήρ, που ήταν η επίσημη τουρκική ονομασία της Λάρισας. Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι στο κτίριο αυτό συναντήθηκαν το καλοκαίρι του 1858 ο Γάλλος περιηγητής Leon Heuzey[3]με τον Τούρκο Δήμαρχο κατά την επίσκεψή του στη Λάρισα. Πάντως στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν πλέον είχε απελευθερωθεί η Λάρισα, είναι γνωστό από δημοσιεύσεις ότι η οικία αυτή ήταν ιδιοκτησία του μουσουλμάνου Ρεσάτ Ελμάς. Μετά την μικρασιατική καταστροφή του 1922 και την ανταλλαγή των πληθυσμών, περιέπεσε όπως όλα τα τουρκικά κτίσματα στην κατηγορία των ανταλλαξίμων, περιήλθε στη δικαιοδοσία του ελληνικού δημοσίου και τη διαχείρισή του ανέλαβε η Εθνική Τράπεζα. Το 1932 το αγόρασε από την Τράπεζα η Όλγα χήρα του Κωνσταντίνου Αναγνωστοπούλου. Το κληρονόμησε ο γιος της Ευθύμιος Κωνσταντίνου Αναγνωστόπουλος, κάτοικος Τρικάλων και αυτός υπήρξε ο τελευταίος ιδιοκτήτης του αρχοντικού πριν την κατεδάφισή τουτο 1980.
Για το σπουδαίο αυτό κτίριο ευτυχώς έχουμε πολλές αποτυπώσεις του τόσο σε χαρακτικά, όσο και σε φωτογραφίες, ώστε να μπορέσει να διατηρηθεί, τουλάχιστον απεικονιστικά, η αρχιτεκτονική του μορφή. Η πρώτη και μία από τις καλλίτερες απεικονίσεις του είναι η θαυμάσια ελαιογραφία του ζωγράφου της Λάρισας Αγήνορα Αστεριάδη η οποία σχεδιάσθηκε το 1976, ακολουθούν τα επιμελημένα αρχιτεκτονικά σχέδια όλου του κτιρίου από τον καθηγητή Σόλωνα Κυδωνιάτη της ίδιας περιόδου περίπου, το ελεύθερο σχέδιο της ζωγράφου Ντιάνας, Αντωνακάτου[4] η οποία το σχεδίασε επί τόπου τον Μάϊο του 1973, οι πίνακες του συντοπίτη μας Αποστόλου Μακρή και της Ελένης Τσικαντέρη του 1968 και μερικών άλλων ακόμη. Από τις φωτογραφίες υπάρχουν πολλές , μια που η κατεδάφισή του ήταν σχετικά πρόσφατη. Ξεχωρίζει όμως αυτή του Τάκη Τλούπα[5], ο οποίος το φωτογράφισε με την απαράμιλλη τέχνη του.
Όπως γίνεται αντιληπτό και από το σχέδιο του Σόλωνα Κυδωνιάτη που δημοσιεύεται, το αρχοντικό Αναγνωστοπούλου, ήταν ένα μεγάλο διώροφο κτίριο, με υπόγειο. Οι τοίχοι και στους δύο ορόφους ήταν δομημένοι με σκελετό από ξύλο (ξυλοδεσιές) και παραγεμισμένοι με πλίθινο υλικό, τον γνωστό τσατμά. Όλη αυτή η κατασκευή στηριζόταν πάνω σε ισχυρή πέτρινη θεμελίωση. Η πρόσοψη είχε προσανατολισμό νοτιοανατολικό και έβλεπε λοξά στη γωνία των οδών Αδριανού και Καλλιάρχου. Αποτελούσε ως συνήθως την πιο πλούσια διακοσμημένη πλευρά του κτίσματος. Ήταν διάτρητη από πολλά ανοίγματα (παράθυρα και πόρτες), κατανεμημένα συμμετρικά και στους δύο ορόφους. Τα παράθυρα στο ισόγειο προστατεύονταν από ισχυρές και πυκνές σιδεριές. Εκείνο όμως το οποίο χαρακτήριζε την πρόσοψη ήταν η προεξοχή του επάνω ορόφου, σαν ένα είδος σαχνισί, η οποία στηριζόταν σε τέσσερες παχείς ξύλινους τετραγωνισμένους δοκούς, όμορφα δουλεμένους. Και οι τρεις επιφάνειες της προεξοχής, καλύπτονταν εξολοκλήρου με παράθυρα. Στο ύψος της στέγης, υπήρχε χαμηλό τριγωνικό αέτωμα, στο κέντρο του οποίου είχε ζωγραφισθεί παλαιότερα κάποια διακοσμητική παράσταση με ζωικό περιεχόμενο, όπως διακρίνεται και στην ελαιογραφία του Αγήνορα Αστεριάδη. Η στέγη ήταν καλυμμένη με κεραμίδια της εποχής της πρώτης κατασκευής του και εξείχε αρκετά από τους κάθετους τοίχους, ώστε να τους προφυλάσσει από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Στο ισόγειο, κάτω από την προεξοχή της πρόσοψης του επάνω ορόφου, βρισκόταν η κύρια είσοδος της κατοικίας, η πόρτα της οποίας ήταν σκαλιστή και προστατευόταν και αυτή από σιδεριές[6].
Στο εσωτερικό η διαρρύθμιση ήταν απλή. Στο κέντρο κάθε ορόφου υπήρχε ο χώρος υποδοχής και περιμετρικά αναπτύσσονταν διάφορα δωμάτια. Τα ταβάνια και στους δύο ορόφους έφεραν όμορφες σκαλιστές διακοσμήσεις και στο κέντρο απλές ροζέτες. Στις κρεβατοκάμαρες υπήρχαν χωνευτά στον τοίχο ερμάρια, τα γνωστά και ως μεσάντρες.
Μορφολογικά όλο το οίκημα έφερε τα παραδοσιακά στοιχεία των αρχοντικών της Δυτικής Μακεδονίας. Διαφαίνονταν όμως στην όλη κατασκευή του και κάποιες νεοκλασικές επιρροές, όπως το τριγωνικό αέτωμα πάνω από την προεξοχή της πρόσοψης, η τοξωτή κατάληξη των παραθύρων της προεξοχής και η μορφή και το χρώμα από τα τζάμια σε όλα τα παράθυρα.
Το αρχοντικό αυτό με τον καιρό εγκαταλείφθηκε, ερημώθηκε και στοίχειωσε, γι’ αυτό και ονομάσθηκε από τους Λαρισαίους «Βίλλα Λαχτάρα», αφού η θέα του ερειπωμένου αυτού κτιρίου προξενούσε τον φόβο, ιδίως κατά τις νυκτερινές ώρες και εξήπτε τη φαντασία των περιοίκων και των περαστικών.
Αυτό το σπίτι έπρεπε να διατηρηθεί. Ήταν ένα θαυμάσιο δείγμα αρχιτεκτονικής των μέσων του 19ου αιώνα, με ανάμικτα διακοσμητικά στοιχεία. Η μελέτη, η καταγραφή και η παρουσίασή του που έγινε από τον καθηγητή Σόλωνα Κυδωνιάτη συνοδεύτηκε και από κάποια πρότασή του να συντηρηθεί και να χρησιμοποιηθεί ως Λαογραφικό Μουσείο για την πόλη της Λάρισας. Τελικά όμως η πρόταση αυτή δεν ευοδώθηκε. Ο αμείλικτος χρόνος, η εκούσια εγκατάλειψη από τους ιδιοκτήτες, το ευαίσθητο του δομικού υλικού του και η αδιαφορία από την πολιτεία για να το περισώσει και να το συντηρήσει, το οδήγησαν τελικά γύρω στα 1980 στην κατεδάφιση.
-------------------------
[1]. Κυδωνιάτης Σόλων, Ένα αρχοντικό στη Λάρισα, Αθήναι (1977). Ο Σόλων Κυδωνιάτης (1906-2001) ήταν διαπρεπής αρχιτέκτονας, καθηγητής του Εθνικού Μετσοβείου Πολυτεχνείου και ακαδημαϊκός. Μεταξύ των άλλων διετέλεσε και πρόεδρος της Διεθνούς Επιτροπής της Unesco για την ανασύσταση της Βιβλιοθήκης της Αλεξανδρείας.
[2]. Οι Κουδαραίοι ήταν μάστοροι της πέτρας από την Ήπειρο, οργανωμένοι σε ομάδες τις λεγόμενες συντεχνίες, τα περίφημα «μπουλούκια» και πήραν την ονομασία αυτή από την συνθηματική και μυστική γλώσσα που χρησιμοποιούσαν τα «κουδαρίτικα».
[3]. LeonHeuzey, Excursion dans la Thessalie en 1858, Paris (1922). OHeuzey (1831-1922) ήταν γάλλος αρχαιολόγος και κατά το διάστημα 1854-1858 εργάσθηκε στη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή των Αθηνών.
[4]. Η ΝτιάναΑντωνακάτου (1921-2011) ήταν ζωγράφος από το Ληξούρι της Κεφαλονιάς και φίλη του ζεύγους Γιώργου και Λένας Γουργιώτη και κατ’ επέκταση του Λαογραφικού Ιστορικού Μουσείου της Λάρισας. Μάλιστα έκανε και ένα θαυμάσιο πορτραίτο του Γιώργου Γουργιώτη, που κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου «Μικρά μελετήματα» σε επιμέλεια της Λένας Γουργιώτη, το οποίο περιέχει κείμενα του συζύγου της και είναι έκδοση του Λαογραφικού Μουσείου, αφιερωμένη στον ιδρυτή του.
[5].«ΛΑΡΙΣΑ. Εικόνες του χθες», κείμενα Νίκου Νάκου, φωτογραφίες Τάκη Τλούπα, έκδοση της Δημοτικής Πινακοθήκης, Μουσείο Γεωργίου Κατσίγρα, Λάρισα (1986).
[6]. Γουργιώτης Γιώργος, Ο Λαϊκός νεοκλασικισμός στη Λάρισα, εφ. Αυτό, (Μάρτης 1986) σ. 9.
Η Βίλλα Λαχτάρα (Οικία Αναγνωστοπούλου). Πρόσοψη.
Σχέδιο του καθηγητού Σόλωνος Κυδωνιάτη. 1977