Είναι ενωμένος με την κατοικία του Ιεράρχη και βρίσκεται στην ίδια απομονωμένη θέση. Το εσωτερικό του είναι σκοτεινό και καταθλιπτικό, η διακόσμηση πραγματικά επιφανειακή, αλλά σε μικρή κλίμακα και χωρίς σπουδαίο αισθητικό αποτέλεσμα. Η λειτουργία άρχισε στις οκτώ το πρωί και ο Αρχιεπίσκοπος φρόντισε να βρούμε καθίσματα κάτω από τον υπερυψωμένο άμβωνα[1], στον οποίο καθόταν ο ίδιος. Η εντυπωσιακή εμφάνισή του ήταν το πλέον λαμπερό χαρακτηριστικό στην εκκλησία. Φορούσε πορφυρά άμφια, πλούσια κεντημένα με χρυσοκλωστή και πάνω από το καλυμμαύχι, χαρακτηριστικό του ορθόδοξου κλήρου, ήταν ριγμένη μια κουκούλα από μαύρο μετάξι, η οποία έπεφτε στους ώμους του [=το επανωκαλύμμαυχο]. Οι τρόποι του ήταν σεβάσμιοι και επιβλητικοί και όταν κατά διαστήματα σηκωνόταν από τη θέση του για να ευλογήσει το εκκλησίασμα, προφέροντας το απλό και γαλήνιο Ειρήνη πάσι, υπήρχε μια επισημότητα ανάμικτη με καλοσύνη, που δεν μπορεί οπωσδήποτε να ξεπερασθεί εύκολα. Τα άλλα μέρη της λειτουργίας δεν χαρακτηρίζονταν από την ίδια απλότητα. Στην ορθόδοξη λειτουργία, πολύ περισσότερο από όσο στην καθολική, υπάρχει μια πληθώρα μικρολεπτομερειών και εξωτερικών τύπων... Όταν ο Έλληνας μπαίνει στην εκκλησία κάνει το σημείο του σταυρού κατά τον ορθόδοξο τρόπο τρεις ή πιο συχνά εννιά φορές, κάνοντας τέτοιες μετάνοιες, που κάθε φορά το χέρι του ακουμπάει στο έδαφος. Στη συνέχεια προχωράει προς το Θυσιαστήριο [ το τέμπλο], ξανακάνει τον σταυρό του μπροστά στην εικόνα του Σωτήρα και συγκεκριμένων αγίων και ακουμπάει τα χείλη του διαδοχικά στις εικόνες των αγίων αυτών καθώς προχωράει. Αυτή, καθώς και άλλες ιεροτελεστίες, επαναλαμβάνονται συχνά κατά τη διάρκεια της θείας ευχαριστίας, και στην εκκλησία της Λάρισας γίνονταν ακόμα πιο συχνές, λόγω της παρουσίας του Αρχιεπισκόπου, τον οποίο πλησιάζει κάθε ιερέας όταν πρόκειται να λάβει μέρος στη λειτουργία, υποκλίνεται μπροστά του, για να πάρει την ευλογία του και του φιλά το χέρι το οποίο του προτείνεται.
Ο αριθμός των ιερέων οι οποίοι συμμετέχουν στα διάφορα μέρη της λειτουργίας είναι πολύ σημαντικός και υπάρχει μια επιτηδευμένη ποικιλία, καθώς και λαμπρότητα στα άμφιά τους. Διάφορες μικρές εκδουλεύσεις στην εκκλησία γίνονται από μικρά αγόρια, τα οποία διαβάζουν ακόμα και μικρά ιερά κείμενα, με τον ίδιο προφανή σκοπό να ελκύσουν την προσοχή, με την εναλλαγή του σκηνικού μπροστά μας.
Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η ποικιλία και η γρήγορη εναλλαγή των ιεροτελεστιών αυτών είναι καλά υπολογισμένες, ώστε να απευθύνεται το όλο τελετουργικό στο συναίσθημα των κατώτερων τάξεων, και αφού παραδεχθούμε την κύρια επίδρασή τους στις αισθήσεις, είναι δύσκολο να υπολογίσουμε την έκτασή του. Η ελληνική εκκλησία ... έχει διατηρήσει την πομπώδη λεπτομέρεια στο τελετουργικό της, ακόμα και τη στιγμή που υφίσταται τα δεινά της τουρκικής καταπίεσης και δεν έχει πια την δυνατότητα να περιβάλλει με μεγαλείο την φαινομενική αγνότητα της λατρείας προλήψεων. Ο αριθμός των ανθρώπων οι οποίοι εκκλησιάζονταν στην εκκλησία της Λάρισας ίσως να ξεπερνούσε τους πεντακόσιους. Οι γυναίκες συγκεντρώνονταν κρυμμένες σε έναν εξώστη, πίσω από ένα ξύλινο καφασωτό [=γυναικωνίτης].
Όταν τελείωσε η λειτουργία, η οποία κράτησε σχεδόν δύο ώρες, γυρίσαμε με τον Αρχιεπίσκοπο στην κατοικία του, όπου και μας επέδειξε τα άμφια που φοράει τις εορτάσιμες ημέρες. Ήταν εξαιρετικά λαμπρά και υπέροχα διακοσμημένα, ειδικά η μίτρα, στην οποία βρίσκονται μερικά ωραία ρουμπίνια και ζαφείρια, πάνω σε διάκοσμο πλούσιο σε χρυσό. Η ιστορία του Αδάμ και της Εύας που ήταν δουλεμένη με χρυσοκλωστή και μαργαριτάρια σε κάποιο από τα άμφιά του, έδωσε αφορμή σε μερικά σχόλια από την πλευρά του, τα οποία δεν με εξέπληξαν καθόλου. [Για το τι ακριβώς υπονοεί εδώ ο συγγραφέας υπάρχουν πολλές εξηγήσεις].
Το πρωί αυτό, καθώς και μετά το γεύμα, το σπίτι του Αρχιεπισκόπου γέμισε από κόσμο που είτε είχαν κάποιο αίτημα είτε ήθελαν να τους ρυθμίσει κάποιες διαφορές. Μπαίνοντας στο δωμάτιο ο καθένας τους γονάτιζε μπροστά του, φιλούσε το χέρι του και συχνά, αφού σηκωνόταν, επαναλάμβανε για δεύτερη φορά την ιεροτελεστία αυτή. Ο τρόπος του Αρχιεπισκόπου στην εκτέλεση των ποιμαντικών του καθηκόντων, ήταν ήπιος, καταδεκτικός και φιλοφρονητικός, χωρίς να χάνει καθόλου από την αξιοπρέπεια της θέσης του».
Οι κατ’ ιδίαν συνομιλίες του μητροπολίτη Πολύκαρπου και του επιφανούς ξένου περιηγητή, καθολικού στο θρήσκευμα, γύρω από θεολογικά ζητήματα και κυρίως για το πρωτείο του Πάπα, παρουσιάζουν οπωσδήποτε έντονο ενδιαφέρον. Γράφει λοιπόν ο Holland: «Απόψε δείπνησα μόνος με τον Αρχιεπίσκοπο στο ιδιαίτερο δωμάτιο του. Με τον συνδυασμό σπασμένων γαλλικών, ιταλικών και ρωμαίικων, κατορθώσαμε να διατηρήσουμε μια μακρά συνομιλία, κυρίως για την παρούσα κατάσταση της ελληνικής εκκλησίας, όπου μου έδωσε μερικές παράξενες λεπτομέρειες. Με εισήγαγε σε μια λεπτή σύγκριση της ηγεσίας της ελληνικής και της λατινικής εκκλησίας, διατύπωσε μια σαφή γνώμη για την ανωτερότητα της πρώτης και ρητόρευσε με πολύ στόμφο κατά των καταχρήσεων και γελοιοτήτων του παπικού συστήματος. Αυτός ο διαχωρισμός[2], είπε, από τους κόλπους της αρχικής εκκλησίας, ήταν η πρώτη μεγάλη διάσπαση της ενότητας του χριστιανικού κόσμου και η πηγή όλων σχεδόν των κακών και των αιρέσεων που παρουσιάσθηκαν έκτοτε. Αποπειράθηκα να θίξω την πρώιμη ιστορία του χριστιανισμού, ως απόδειξη ότι σχίσματα θα μπορούσαν να είχαν επέλθει ακόμα και χωρίς τον μεγάλο και κορυφαίο διαχωρισμό της χριστιανικής εκκλησίας. Εν τούτοις συνέχισε το υβρεολόγιό του κατά της παπικής ηγεσίας και τους ύμνους του για τον σεμνό και πατρικό χαρακτήρα της ελληνικής εκκλησίας και της ορθοδοξίας γενικότερα και διαπίστωσα ότι αυτό ήταν ένα θέμα που δεν μπορούσε να αποσαφηνισθεί, χωρίς τον κίνδυνο παρεξήγησης».
Επιστρέφοντας στη Λάρισα μετά ένα μήνα από το ταξίδι του στη Θεσσαλονίκη, όπως προαναφέρθηκε, παρέμεινε για δύο ακόμη ημέρες και σημειώνει: «Το επόμενο πρωί, μια και ήταν Κυριακή, παρακολούθησα και πάλι τη λειτουργία στη μητρόπολη της Λάρισας. Ήταν περίπου ίδια με την προηγούμενη που είχα παλαιότερα παρακολουθήσει, εκτός του ότι σε αυτή την περίπτωση, λόγω του ερχομού των Χριστουγέννων, ο Αρχιεπίσκοπος απευθύνθηκε στο εκκλησίασμα με ένα αρκετά μεγάλο κήρυγμα στη ρωμαίικη γλώσσα. Το αντικείμενο της ομιλίας, αν και είχε σχέση με την ηθική και δεν ήταν θεωρητικό, εκτέθηκε στο εκκλησίασμα με μεγάλη έμφαση και με πολύ φλόγα στον λόγο και τις κινήσεις του, ενδεχομένως περισσότερο από όσο θα ταίριαζε στη ρητορεία του άμβωνα. Όμως το κήρυγμα φαινόταν να είναι ως επί το πλείστον εκτός κειμένου και έδειχνε να έχει ο Αρχιεπίσκοπος σημαντική ευγλωττία».
Πόσο πολύ σχολαστικά ο κλήρος, ανώτερος και κατώτερος, κρατούσε τις χριστιανικές του παραδόσεις ακόμα και κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, κατανοούμε και από ένα άλλο καθημερινό περιστατικό, ιατρικής φύσεως, που περιγράφει ο Holland: «Ο Αρχιεπίσκοπος μου έφερε το ίδιο βράδυ έναν από τους ιερείς, ο οποίος βρήκα ότι έπασχε από κυνάγχη με υψηλό πυρετό. Ήμουν έτοιμος να χορηγήσω στον ασθενή μου ένα εμετικό, όταν ο Αρχιεπίσκοπος μου είπε ότι αυτή η θεραπεία δεν μπορούσε να εφαρμοσθεί, επειδή είχε ιερουργήσει το πρωί σε θεία λειτουργία και το τυπικό της εκκλησίας απαγόρευε αυστηρά την εξέμεση σε τόσο λίγο χρόνο μετά την μετάληψη. Διαμαρτυρήθηκα για λίγο, αλλά τελικά χρειάσθηκε να υποχωρήσω και τελικά να χρησιμοποιήσω άλλα μέσα για την άμεση ανακούφιση του ασθενούς μου, του οποίου φυσικά οι προκαταλήψεις συμβάδιζαν απόλυτα με εκείνες του ανωτέρου του».
Παρ’ όλες όμως τις δογματικές αντιδικίες, λίγο-πολύ αναπόφευκτες μεταξύ ενός φανατικά ορθόδοξου ιερωμένου και ενός αυστηρά προσηλωμένου στο αλάθητο του Πάπα καθολικού, κατά την αναχώρησή του από τη Λάρισα ο Holland είχε μόνο καλά λόγια να πει για τον ιεράρχη της πόλης, τόσο για τη ζεστή φιλοξενία που είχε κοντά του, όσο και για τις πλούσιες εμπειρίες που αποκόμισε με τη συντροφιά του: «Το πρωί της 22ης Δεκεμβρίου έφυγα επιτέλους από τη Λάρισα, αφήνοντας το σπίτι του φιλόξενου Αρχιεπισκόπου με χιλιάδες ευχές και ευλογίες, που μου έδωσε με τόση καλοσύνη».
-------------------------------------------------
[1]. Εδώ ο Holland συγχέει τον δεσποτικό θρόνο με τον άμβωνα, απ' όπου εκφωνεί ο διάκονος το Ευαγγέλιο και ο ιεροκήρυκας το κήρυγμα.
[2]. Εννοεί το σχίσμα των δύο εκκλησιών Ανατολικής και Δυτικής του 1054, (Ορθόδοξη και Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία).
Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com