Απεικονίζει τη δεξιά όχθη του Πηνειού, στο ύψος όπου σήμερα στεγάζεται το Τεχνικό Επιμελητήριο. Στα ρηχά νερά του ποταμού και στα διπλανά χαμηλά σημεία της όχθης διακρίνονται τρία δίτροχα. Στο καθένα απ' αυτά είναι φορτωμένο ένα μεγάλο βαρέλι. Ο ιδιοκτήτης του δίτροχου κατευθύνει το άλογο που το έλκει, προς την κοίτη του ποταμού. Εκεί, με ένα ευρύστομο δοχείο γεμίζει το βαρέλι με νερό, οδηγεί το δίτροχο στην όχθη μέχρι ψηλά στην οδό Καλλιθέας και εν συνεχεία το μεταφέρει στην πόλη για να το πουλήσει σε σπίτι και καταστήματα.
Η Λάρισα, η οποία από αρχαιοτάτων χρόνων διασχίζεται από τον Πηνειό[1], το μεγαλύτερο ποτάμι της Θεσσαλίας, είχε από την περίοδο των χρόνων της τουρκοκρατίας, μέχρι και το πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα, σοβαρό πρόβλημα ύδρευσης. Οι κάτοικοί της, αν και τα περισσότερα σπίτια είχαν πηγάδια στην αυλή τους, το πόσιμο νερό το εφοδιάζονταν από τον Πηνειό. Η γειτνίαση με τους οικιακούς βόθρους καθιστούσε το νερό των πηγαδιών ακατάλληλο ως πόσιμο και το χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά και μόνο για την ατομική και την οικιακή καθαριότητα. Αλλά όμως και το ποταμίσιο νερό δεν ήταν καθαρό, γάργαρο. Οι πηγές του ως γνωστόν ξεκινούσαν από την Πίνδο και στο μακρινό ταξίδι της διαδρομής μέχρι τη Λάρισα δέχονταν κάθε είδους ακάθαρτα υλικά, τα οποία αυξάνονταν καθώς δεχόταν καθ’ οδόν και άλλα από τους παραποτάμους του, οι οποίοι κάθε άλλο παρά καθαροί ήταν. Με την ανακάλυψη των ηλεκτροκίνητων αντλιών τρεις Λαρισαίοι επιχειρηματίες, τα αδέλφια Οικονομίδη και ο Αθανάσιος Κατσαούνης, ανέλαβαν να αντλήσουν το νερό του Πηνειού με ευκολότερο τρόπο. Τοποθέτησαν σωλήνες στο κέντρο της κοίτης του ποταμού, όπου η ροή του ήταν ταχύτερη και ως εκ τούτου το αντλούμενο νερό πιο καθαρό και το αποθήκευαν σε μεγάλες μεταλλικές δεξαμενές που είχαν τοποθετήσει στις όχθες. Οι δεξαμενές αυτές διέθεταν κάνουλες, από τις οποίες οι οδηγοί των δίτροχων γέμιζαν χωρίς κόπο τα βαρέλια με νερό.
Ο ιατρός Μιχαήλ Σάπκας, ο οποίος υπήρξε ένας από τους πλέον επιτυχημένους δημάρχους της Λάρισας κατά τον 20ό αιώνα και είναι αυτός ο οποίο έλυσε το πρόβλημα της ύδρευσης με τον καλύτερο τρόπο, σε ένα βιβλίο που εκδόθηκε το 1955[2] περιγράφει με τον δικό του τρόπο και με τη διάλεκτο της εποχής, τη διαδικασία με την οποία υδρεύονταν οι κάτοικοι της πόλης από την τουρκοκρατία μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1920: «Η πόλις κτισμένη επί της δεξιάς όχθης του Πηνειού, επί Τουρκοκρατίας εξ αυτού υδρεύετο. Το ύδωρ μετεφέρετο υπό υδροφόρων, των λεγομένων σακατζήδων[3], εις ασκούς δερματίνους, τους λεγομένους σακάδες, χωρητικότητος εκάστου 35-40 οκάδων[4], φερομένους ως πλήρες φορτίον επί ίππων ανά δύο. Το ύδωρ ηντλείτο εκ της κοίτης του Πηνειού και ιδίως κατεβάλλετο προσπάθεια να λαμβάνεται εκ του κεντρικού ρεύματος του ποταμού. Κατόπιν οι δερμάτινοι ασκοί αντεκατεστάθησαν διά βυτίων, φερομένων επί τροχοφόρου βάσεως, συρομένων δι’ ίππων. Η άντλησις του ύδατος αντεκατεστάθη υπό πετρελαιοκινήτων αντλιών, τοποθετημένων εις τας όχθας, εις δεξαμενάς σιδηράς, αρκετής χωρητικότητος, και εξ αυτών ελάμβανον δια κρουνών τα βυτία το ύδωρ».
Το νερό μεταφερόταν στην πόλη και με κάποια μικρή οικονομική επιβάρυνση του νοικοκύρη γέμιζαν τα μεγάλα πήλινα δοχεία, τα κιούπια, τα οποία είχε κάθε σπίτι. Τα τελευταία ήταν παραχωμένα μέχρι τον λαιμό τους βαθιά στο χώμα και εκεί αποθηκευόταν. Έπρεπε να περάσουν 2-3 ημέρες για να το χρησιμοποιήσουν καθώς ήταν θολό. Έριχναν πρώτα μέσα στα γεμάτα με νερό δοχεία μικρή ποσότητα στύψης, η οποία σε λίγες ώρες είχε την ικανότητα να καθαρίζει το νερό απ’ όλες τις φερτές ύλες, οι οποίες καθίζαναν στον πυθμένα του δοχείου και το νερό γινόταν διαυγές. Στη συνεχεία τα σκέπαζαν στεγανά, ώστε να διατηρείται απρόσβλητο το περιεχόμενο των δοχείων από σκόνες και διάφορα πτερωτά αντικείμενα. Η κατανάλωση σαν πόσιμο γινόταν έπειτα από δύο περίπου ημέρες, ώστε να έχει ολοκληρωθεί η καθίζηση. Γι’ αυτό και κάθε κατοικία είχε περισσότερα από ένα κιούπια. Αυτή η διαδικασία μπορεί μεν να εξασφάλιζε στο νερό κάποια καθαρότητα, ουσιαστική όμως αποστείρωση δεν γινόταν, όπως πίστευαν πολλοί, και η υγεία των κατοίκων ήταν επισφαλής. Ο κοιλιακός τύφος και άλλα εντερικά νοσήματα προσέβαλαν περισσότερο τους επισκέπτες και τους περαστικούς από την πόλη, ιδιαίτερα τους στρατιώτες, γιατί οι μόνιμοι κάτοικοι θα έλεγε κανείς ότι το είχαν συνηθίσει. Όμως δεν υπήρχε στη Λάρισα οικογένεια που να μην είχε δοκιμαστεί από την αρρώστια αυτή και πολλοί μάλιστα είχαν χάσει και τη ζωή τους[5].
Το πρόβλημα της ύδρευσης στη Λάρισα λύθηκε το 1930. Ήταν Κυριακή 7 Δεκεμβρίου, μια βροχερή μέρα πριν 90 χρόνια, επί δημαρχίας Μιχαήλ Σάπκα, όταν ο τότε πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος εγκαινίασε τον Υδατόπυργο και τις κεντρικές εγκαταστάσεις ύδρευσης και ηλεκτροφωτισμού στο κτίριο του ΟΥΗΛ, το οποίο βρισκόταν εκεί όπου σήμερα υψώνεται το ημιτελές Δημοτικό Θέατρο. Έτσι η Λάρισα στον τομέα της ύδρευσης μέσα σε λίγα χρόνια από παράδειγμα προς αποφυγή, έγινε παράδειγμα προς μίμηση και για άλλες πόλεις.
-------------
[1]. Από την εποχή ακόμα της Άννας Κομνηνής (12ος αι.) μέχρι και τον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο ο Πηνειός ήταν γνωστός στο ευρύτερο κοινό με την λαϊκή ονομασία Σαλαμπριάς. Οι Οθωμανοί τον ονόμαζαν Κιοστέμ, από παραφθορά της λέξεως Λυκοστόμιο.
[2]. Μιχαήλ Σάπκας. Ιστορικαί αναμνήσεις από την ανασυγκρότησιν και αναμόρφωσιν της Λαρίσης μετά την απελευθέρωσιν από την τουρκοκρατίαν. Τομ. Α’. Ύδρευσις και Ηλεκτροφωτισμός, εν Λαρίση, (Ιούνιος 1955) σ. 23-24. Είναι το ένα από τα δύο βιβλία των πολλών χειρόγραφων αναμνήσεων που κατόρθωσε να εκδώσει. Το άλλο είναι τα Πεπραγμένα του τμήματος Λαρίσης του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, Λάρισα (1955).
[3]. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Οι "Σακατζήδες" της Λάρισας, εφ. "Ελευθερία", Λάρισα, φύλλο της 19ης Οκτωβρίου 2014.
[4]. Περίπου 50 κιλά νερό ο κάθε ασκός.
[5]. Κώστας Περραιβός. Σακατζήδες και Βαρελάδες μας πότιζαν, εφ. Ελευθερία, Λάρισα, φύλλο της 9ης Μαΐου 1982.
Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com