Σ' αυτούς κυρίως στήριζαν τις ελπίδες της επιτυχίας των απελευθερωτικών τους κινημάτων. Οι κλέφτες κατά την προεπαναστατική περίοδο είχαν οργανωθεί σε ομάδες. Κάθε ομάδα είχε αρχηγό, πρωτοπαλίκαρο, παλικάρια, ψυχογιούς, γιατρό και γραμματικό. Ο καλύτερος φίλος των κλεφτών ήταν τα όπλα τους. Σ' αυτά χρωστούσαν τη ζωή τους, σ' αυτά μπορούσαν να βασίζονται και μ' αυτά περνούσαν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους. Σε κρίσιμες στιγμές υπόσχονταν να τα στολίσουν με ασήμι αν τους βοηθούσαν. Όλες αυτές οι συνήθειες και τα συναισθήματα των κλεφτών εκφράζονται μέσα από τα Δημοτικά τραγούδια. Οι αρματολοί είχαν οργανωθεί σαν ελληνικά τοπικά στρατιωτικά σώματα από τους Βενετούς το 17ο αιώνα. Οι Τούρκοι τα διατήρησαν με καθήκοντα αστυνομικά. Οι αρχηγοί τους είχαν τον τίτλο του καπετάνιου ή καπιτάνου (Βενετ. capetanio= αρχηγός, κυβερνήτης), ο διορισμός του οποίου γινόταν κατά τρόπο πανηγυρικό από τις οθωμανικές αρχές. Έτσι οι Οθωμανοί δημιούργησαν ανάμεσά τους μια κληρονομική ομάδα Ελλήνων πολεμιστών εξοικειωμένων στη χρήση των όπλων.
ΤΑ ΟΠΛΑ ΤΟΥΣ
Οι αρματολοί στην προεπαναστατική Ελλάδα ήταν οπλισμένοι όπως και οι ισχυροί κλέφτες της ίδιας εποχής. Τα όπλα του καπετάνιου, του αρματολού του κλέφτη ήταν τα προσφιλέστερά του αντικείμενα. Η αγάπη του γι' αυτά, αληθινή λατρεία, ήταν το αποτέλεσμα ενός μακροχρόνιου τρόπου ζωής μέσα σε μια χώρα γεμάτη κινδύνους. Το ντρόπιασμά τους το θεωρούσαν ατιμία. Αυτός ο προσωπικός στενός σύνδεσμος με τα όπλα φαίνεται καθαρά στη λαϊκή φράση: Τη γυναίκα σου και το τουφέκι σου να μην τα δανείζεις.
Όλοι φορούσαν μια φαρδιά δερμάτινη ζώνη, το σελάχι ή σελαχλίκι (του silah - όπλο, silahlik= οπλοθήκη), χρυσοκεντημένη πολλές φορές, που έδενε στο πίσω μέρος της με δύο λεπτά λουριά. Χωριζόταν σε πολλές θήκες, στις οποίες τοποθετούσαν ένα ολόκληρο οπλοστάσιο από βραχύκανα πυροβόλα όπλα, πιστόλες (ιταλ. pistola - πιστόλι) ευρωπαϊκές ή ανατολικού τύπου, κουμπούρια ή κουμπούρες (τουρκ. kubur - πιστόλα) που λαμποκοπούσαν από το χρυσάφι και το ασήμι.
Ακόμη τοποθετούσαν μαχαίρια (κάμες, χάρμπες, σαλτιρμάδες, γιαταγάνια) και εγχειρίδια (χαντζάρια, μπιτσάκ, κάρντ, ζάμπια, στιλέτα) και ένα ακόμα εγχειρίδιο, το χαρμπί (τουρκ. harp = πόλεμος) με λεπίδα τετράγωνη, κλεισμένο μέσα σε ένα θηκάρι, που χρησίμευε για το καθάρισμα και τη λίπανση των όπλων και το κάτω μέρος του, είδος σωλήνα, για το γέμισμα των πιστολιών. Ο οπλισμός συμπληρωνόταν με ένα τουφέκι (ντουφέκι) αλβανικό (τουρκ. tufek = όπλο) το δοξασμένο καριοφίλι, με πλούσια διακοσμητικά μοτίβα χωρίς ξιφολόγχη. Όσο πιο μακριά ήταν η κάννη του τόσο μεγαλύτερο το τίρο του (γαλ. tir= βολή), δηλαδή το βεληνεκές του. Η αποτελεσματικότητα ωστόσο της βολής ακόμα και των καλύτερων καριοφιλιών, ήταν μικρή και γι' αυτό οι μάχες δίνονταν από μικρές αποστάσεις.
Τα πυροβόλα όπλα, ήδη από το 17ο αιώνα διαδραματίζουν τον ρόλο τους στις ευρωπαϊκές μάχες. Τα είδη και οι ονομασίες των τουφεκιών στην Ελλάδα στις αρχές του 19ου αιώνα, εκτός από το καριοφίλι, ήταν: Σισανές, Λαζαρίνα, Μιλιόνι, Νταλιάνι, Τρικιόνι, Αρμούτι, Γκιζαίρι, Ντάντσικα, Σαρμάς, Παπά-Καριοφίλι, Ψαλιδιάς, Σοντέ, Μαντζάρικο, Ταμπάνι.
Στα λουριά του σελαχιού ή σε ιδιαίτερη ζώνη διακοσμημένη με ορειχάλκινες ή ασημένιες ρολέτες, κρεμούσαν δύο και σπανιότερα τρεις παλάσκες (τουρκ. palaska = φυσιγγιοθήκη, δηλαδή μεταλλικές θήκες για τα έτοιμα φισέκια n φουσέκια (τουρκ. fisek = φυσίγγιο) των όπλων τους. Τα προετοιμασμένα αυτά γεμίσματα των όπλων (φυσέκια) ονομάζονταν και πυριτοβολές ή χαρτούτσες ή χαρτούζια (ιταλ. cartuccia) και ήταν κύλινδροι από χοντρό χαρτί γεμισμένοι με μπαρούτι (τουρκ. barut = πυρίτιδα). Στην άκρη τους τοποθετούσαν το βόλι γι' αυτό και ονομάζονταν μπαρουτόβολα. Η μια παλάσκα ήταν για τα φυσέκια των πιστολών και η άλλη γι' αυτά του τουφεκιού.
Τα παλιότερα τουφέκια γεμίζονταν με χύμα πυρίτιδα και η σφαίρα σπρωχνόταν μέσα στην κάννη με την τουφεκόβεργα. Την πυρίτιδα την τοποθετούσαν στην πυριτοθήκη, δερμάτινο σακκίδιο που φερόταν με τελαμώνα ή στερεωνόταν στο ζωνάρι ή μεταλλική ή κεράτινη θήκη που κρεμόταν με χοντρή ασημένια αλυσίδα από το στήθος. Τα βόλια ήταν σφαιρικά, βάρους 4 μέχρι και 6 δράμια, από μολύβι χυμένο σε ειδική μήτρα (μονοκάλουπο) με την οποία ήταν εφοδιασμένα τα στρατιωτικά σώματα. Το μολύβι το πωλούσαν σε πλάκες ή λάμες ("χελώνες") βάρους 30-35 οκάδων. Η απογέμιση των όπλων γινόταν με τη σφαιράγρα. Για την κατασκευή των πυριτοβολών χρησιμοποιούσαν ρέσμια χαρτιού, δηλαδή δεσμίδες χοντρού χαρτιού συνήθως από 500 φύλλα (τουρκ. resmi = επίσημο βιβλίο). Εκεί όπου κατά τον αγώνα υπήρξε έλλειψη χαρτιού, χρησιμοποιήθηκαν ολόκληρες παλιές βιβλιοθήκες με πολύτιμες μάλιστα εκδόσεις, όπως η βιβλιοθήκη της σχολής της Δημητσάνας.
Οι βολίδες που ήταν συρματοδεμένες μεταξύ τους για να προκαλούν θανατηφόρα τραύματα ονομάζονταν μπαλαρμάδες. Αυτές τις χρησιμοποίησε ο Ανδρούτσος και οι αρματολοί του, τον Ιούλιο του 1792, εναντίον του γαλλικού αποβατικού αγήματος που συνεργαζόταν με τους Τούρκους εναντίον του Λάμπρου Κατσώνη στη Μάνη. Τέλος οι πυριτοβολές συσκευάζονταν σε τεστέδες (τουρκ. Desfe =χουφτιά) ή δεκάρια, 200 δε ή 250 τεστέδες τοποθετούνταν μαζί σε ξύλινα κιβώτια συσκευασίας (κασέλα, ιταλ. cassela).
H ανάγκη του εφοδιασμού σε πυρίτιδα ήταν βασική προϋπόθεση για την ομαλή διεξαγωγή των επιχειρήσεων και καλυπτόταν από εισαγωγές και από την ελληνική παραγωγή. Τα ελληνικά κέντρα παραγωγής Δημητσάνα, Δούκα και Μυαρίλιο έπαιξαν σπουδαίο ρόλο στον τομέα αυτό και η συμβολή τους στον αγώνα ήταν σημαντική και άμεση.
Τα τουφέκια βραχυκάννα ή μακρυκάννα και οι πιστόλες (κουμπούρια) ήταν όλα εμπροσθογεμή και πυροδοτούνταν με πυρόλιθο ο οποίος δημιουργούσε σπινθήρα με κορύση και αργότερα με καψούλι, γι' αυτό και ονομάζονταν λιθοφόρα. Οι πιστόλες ήταν εμπροσθογεμείς, το διαμέτρημά τους μεγάλο και ο μηχανισμός τους ανάλογος προς την εκάστοτε εξέλιξη του τουφεκιού. Η εφεύρεση του πορόλιθου ή της φεκόπετρας ή ατσαλόπετρας ή τσακμακόπετρας (τουρκ. Cakmak= αναπτήρας) ήταν ισπανική. Η πυροδότηση της γόμωσης γινόταν από τον σπινθήρα που δημιουργούσε η πρόσκρουση του πυρόλιθου που ήταν προσαρμοσμένος στον "κόκκορα" πάνω στον "τζίτζικα" μέσω οπής [φάλια ή τρύπα (πυράμβη)], που άνοιγε αυτόματα κατά την πρόσκρουση με την υποχώρηση ενός προφυλακτικού ελατηρίου.
Η συντήρηση του τουφεκίου και η προφύλαξή του από τη σκουριά επιτυγχανόταν με επάλειψη από μεδούλι (λατιν. medulla =μεδούλι), μυελό οστών βοδιού. Το μεδούλι το τοποθετούσαν σε μικρό σφαιρικό δοχείο, το μεδουλάρι, που κρεμόταν από χοντρή ασημένια αλυσίδα από το στήθος ή την οσφύ. Είχαν ακόμη μεζούρες (ιταλ. mesura = ταινία μέτρησης)- σέσονλες (ιταλ. sessola = κοίλο φτυαράκι) για την ακριβή μέτρηση της μπαρούτης. Με αυτές υπολόγιζαν σωστά τη γόμωση των τουφεκίων για να μην υπάρχει κίνδυνος να διαρραγούν.
Ακόμη απαραίτητα αντικείμενα ήταν οι μήτρες, οι εφεδρικοί πυρόλιθοι (στουρνάρια), τα τάσια, τα φυλαχτά και τα πέτσινα δισάκια.
Από τους ώμους κρεμούσαν ένα κυλινδρικό μεταξωτό κορδόνι που κρατούσε την πάλα (τουρκ: pala = κυρτή σπάθη), είδος τουρκικής (ανατολικής) σπάθης, στο ύψος των γοφών. Εκτός από την πάλα, ανατολικές σπάθες ήταν η τουρκική κιλίτζ (τουρκ. kilis = σπάθη) και η περσική σαμσίρ (τουρκ. Semsir =περσική σπάθη). Τα παλικάρια φορούσαν συνήθως την πάλα στη μέση. Την εποχή όμως του Αγώνα της Ανεξαρτησίας, η ανάρτηση της σπάθης από τη μέση θεωρούνταν παλιωμένη και ήταν της μόδας να την κρεμούν όλοι με μεταξωτό κορδόνι από το δεξιό ώμο και προς την αριστερή πλευρά. Κατά τα χρόνια της Επανάστασης άλλαξε η συνήθεια του ζωσμένου στη μέση του σπαθιού. Το κρεμαστό σπαθί (πάλα) από τον ώμο, σωστά ο Καραϊσκάκης το παρομοίαζε με "σήμαντρο κρεμαστό που πάει και έρχεται...". Η συνήθεια η παλιά ήτανε να φέρεται στο αριστερό το σπαθί (πάλα) ζωστό, δεμένο σφιχτά, ώστε να μη χρειάζεται η βοήθεια του αριστερού χεριού για να το σύρει το δεξιό. Είχε αρχίσει όμως να φέρεται η πάλα κρεμαστή από το δεξιό ώμο αλλά πάντα προς το αριστερό πλευρό. Έτσι ήταν αρματωμένοι οι συστηματικοί πολεμιστάδες σα να πη κανείς «δεξιάρματοι», ενώ οι άλλοι, οι «μοντέρνοι» ήταν «ζερβάματοι», γράφει ο Κασομούλης.
Τα γιαταγάνια (τουρκ. yatagan = μεγάλο μαχαίρι) δεν τα αναρτούσαν με κορδόνια όπως τις πάλες αλλά τα στερέωναν στο σελάχι. Τα όπλα των αρχηγών και των γενναιότερων παλικαριών ήταν πλούσια διάκοσμημένα με σμαλτωμένο ασήμι και με ένθετες ή επίχρυσες διακοσμήσεις. Οι καπετάνιοι παθιάζονταν για τις χρυσοκεντημένες στολές και τα φλωροκαπνισμένα όπλα, τα οποία επιδίωκαν να επιδείξουν ο ένας στον άλλο. Τα όπλα αυτά προέρχονταν από αγορές, παραγγελίες και λαφυραγωγίες. Το τουφέκι, οι πιστόλες (κουμπούρια), τα μαχαίρια και οι πάλες, ήταν όλα μαζί τα άρματα (ιταλ. arma = οπλισμός) του κλέφτη, του αρματολού, του καπετάνιου ή των παλικαριών, που τόσο εξυμνήθηκαν στα δημοτικά τραγούδια. Αγαπημένο σύμβολο των κλεφτών και των αρματολών ήταν ο αετός, γιατί αισθάνονταν τη ζωή τους να μοιάζει μ' εκείνη του αετού, που παρουσιάζεται στα όπλα με απλωμένα φτερά και το κεφάλι να ατενίζει περήφανα τον ουρανό. Χαρακτηριστική είναι δε η περιγραφή της αρματοσιάς του πάνοπλου οπλαρχηγού Δημητρίου Μακρή στο κείμενο του Κασομούλη: «Τον Μακρή παρεξενεύθημεν όταν τον είδαμεν ότι εσώθη με την κάπαν του, με το γιαταγάνι του, οπού ζύγιζεν 2οκ., με τα κο(υ)μπούρια του, με το σπαθί του, με σπαθολούρια ενδυμένα όλα με ασήμι, και με το δουφέκι του και παλάσκαις ασημένιαις, όπλα όλα ως 13 1/2 οκάδες, χωριστά από τα φουσέκια που είχε στην τζιάντα».
Τα υλικά που έχουν χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή και τη διακόσμησή τους είναι ο χάλυβας, ο χαλκός, το ξύλο, το κόκκαλο, ο χρυσός, το βελούδο, το φίλντισι, το φαρμακερό ασήμι (ασήμι με αρσενικό), το ασήμι, το δέρμα, ο μάργαρος (μαργαριτάρι), τα κοράλια και οι πολύτιμες πέτρες. Η προέλευσή τους από τη Δύση και την Ανατολή φαίνεται από τα σφραγίσματα, τα μονογράμματα, τις επιγραφές και τα σύμβολα κατασκευής των εργοστασίων που είναι αποτυπωμένα στις επιφάνειές τους. Μερικά από τα στοιχεία των εργοστασίων και των κατασκευαστών που φέρουν είναι: Tower-London, Rossi, Lumezzane, Marcheno, Gardone, Giovanni Moretti, Giovanni Lazarino, Lazarino Cominazzo, Louis Lamotte, R. Wilson κ.α.
Η ανάγκη της συντήρησης και επιδιόρθωσης των όπλων από τις συνεχείς φθορές δημιούργησε μια κατηγορία τεχνιτών, οι οποίοι είχαν αναλάβει το σπουδαίο αυτό έργο. Ήταν οι λεγόμενοι "τουφεκτσήδες" (τουρκ. tufekci =οπλοκατασκευαστής) ή τζεμπετζήδες (τουρκ. cepeci = οπλουργός) που αναφέρονται και στα Απομνημονεύματα των Αγωνιστών του '21. Την ίδια εργασία είχαν αναλάβει και ξένοι φιλέλληνες τεχνίτες. Για τους λαούς της Βαλκανικής και της Ανατολής τα όπλα αποτελούσαν μέσο προβολής αλλά και απόδειξη οικονομικής ευμάρειας. Ήταν δηλαδή αναμφισβήτητα στοιχεία τοπωνυμικού προσδιορισμού του ιδιοκτήτη τους, γι' αυτό και τα φορούσαν πάντοτε με τρόπο τέτοιο ώστε να διακρίνονται εύκολα.
Σε πολλές βαλκανικές χώρες υπήρχε η συνήθεια οι άνδρες να εξυμνούν τα όπλα τους για την ποιότητα της κατασκευής, την αντοχή και τη δύναμή τους και να τους δίνουν διάφορα ονόματα. Αλλά και τα συναισθήματα χαράς και λύπης οι άνθρωποι στην Ελλάδα τα εκδήλωναν με αλλεπάληλους πυροβολισμούς στον αέρα, "μπατταριές" κατά τον Άιδεκ και "παταργιές" κατά τον Κασομούλη, που διευκόλυναν την εκτόνωση των συναισθημάτων, συνήθεια που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
ΟΙ ΑΤΑΚΤΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΟΠΛΑ ΤΟΥΣ
Οι αρματολοί και οι κλέφτες ήταν προορισμένοι να γίνουν οι φυσικοί αξιωματικοί του μελλοντικού ελληνικού στρατού. Πραγματικά αποτέλεσαν "τη μαγιά της λευτεριάς" όπως τους χαρακτηρίζει ο Μακρυγιάννης. Ο στρατός του '21 που παρουσιάζεται αμέσως με την εξέγερση του ελληνικού έθνους ως άτακτος ήταν «ολόκληρο το έθνος μετασχηματισθέν σε στρατόν". Οι άτακτοι πολεμιστές αποτελούσαν τον κύριο όγκο του επαναστατικού στρατού. Όταν κηρύχθηκε η Ελληνική Επανάσταση δεν υπήρχε κανένα οργανωμένο στρατιωτικό σώμα στην Ελλάδα και ο αγώνας διεξαγόταν από τα άτακτα σώματα, τον πυρήνα των οποίων αποτελούσαν κυρίως τμήματα που προέρχονταν από τους κλέφτες και τους αρματολούς χωρίς στρατιωτική εκπαίδευση και πειθαρχία. Ο κύριος όγκος των ατάκτων σωμάτων συγκροτείται από την πολυαριθμότερη τάξη της προεπαναστατικής ελληνικής κοινωνίας των βοσκών και των γεωργών. Η ζωή του Έλληνα στην Τουρκοκρατία τον έχει σκληραγωγήσει και τον έχει προετοιμάσει πολύ καλά για τις κακουχίες ενός άτακτου πολέμου. Η φυσική ζωή του βοσκού με τη διαρκή παραμονή στο ύπαιθρο και τις συχνές ορειβασίες τον είχε κάνει γερό και ρωμαλέο, εκπληκτικά ευκίνητο, ακούραστο και καρτερικό πεζοπόρο, ολιγαρκή κ πρόθυμο για κάθε μετακίνηση, νύχτα και μέρα. Η γρηγοράδα του είναι απαράμιλλη, νομίζεις πως μόλις πατά στη γη. Ο εφοδιασμός του είναι λιτότατος. Εκτός από τη λιτή τροφή μαζί του παίρνει μόνο τα όπλα και τα ρούχα που φορεί μαζί με την κάπα (λατιν. cappa = μάλλινο πανωφόρι).
Ο γεωργός ήταν επίσης προετοιμασμένος για να υποβληθεί αγόγγυστα στις ταλαιπωρίες του πολέμου, γιατί την εποχή εκείνη μέλη της ίδιας οικογένειας ασκούσαν συχνά το επάγγελμα του βοσκού και του γεωργού. Αλλά και αν ακόμα δε γινόταν αυτό, είναι γεγονός πως ο γεωργός με την καθημερινή του χειρωνακτική εργασία γινόταν ρωμαλέος και ευκίνητος. Δεν μπορεί να γίνει λόγος για στρατιωτική οργάνωση των Ελλήνων αμέσως μετά την κήρυξη της Επανάστασης. Η Ελληνική Επανάσταση, παρατηρεί ο Φιλήμων, απέκτησε αμέσως στρατιώτες αλλά όχι "στρατιωτικόν" που είχαν οι Τούρκοι. Οι Τούρκοι είχαν στρατιωτικά σώματα με κάποια πειθαρχία, πείρα και εξάσκηση στα όπλα, ενισχυμένα με ιππικό και πυροβολικό, ενώ οι Έλληνες δεν είχαν ούτε άτακτους γυμνασμένους στρατιώτες, εκτός από τους "επαγγελματίες στρατιωτικούς", άλλοτε αρματολούς. Οι Έλληνες έμπαιναν στον πόλεμο "αγύμναστοι" και «αυτοσύλλεκτοι».
Τα όπλα των ατάκτων ήταν εκείνα που στήριξαν την Ελληνική Επανάσταση και χάρισαν στους Έλληνες την ελευθερία. Τα όπλα στα χέρια των Ελλήνων πριν από την επανάσταση ήταν περιφρόνηση της οθωμανικής εξουσίας. Σ' αυτά χρωστούσαν την προσωπική τους ανεξαρτησία και ελευθερία και με αυτά διατηρούσαν την αξιοπρέπειά τους. Κατά την Επανάσταση του 1821 τα όπλα βοήθησαν τους Έλληνες όχι μόνο να κερδίσουν την ανεξαρτησία τους, αλλά και να προστατεύσουν τη ζωή και την αξιοπρέπεια των οικογενειών τους και, το κυριότερο, να επιβληθούν στους πρώην κυρίους τους. Ουδέποτε όμως είχαν όπλα επαρκή και ομοιόμορφα. Οι επαναστάτες που έφταναν μπουλούκια (τουρκ. Boluk = συντροφιά, λόχος) στο στρατόπεδο της Πάτρας με την κήρυξη της Επανάστασης είχαν πρωτόγονο οπλισμό, κυνηγετικά όπλα, μαχαίρια δεμένα σε μακριά ξύλα, ρόπαλα, σφεντόνες, δικράνια και δρεπάνια. Οι χωρικοί που μαζεύονταν στο στρατόπεδο της Καρύταινας όπλα τους συνήθως είχαν μαχαίρια, σούβλες και ό,τι άλλο μπορούσε να χρησιμεύσει σαν φονικό όργανο.
Τα ελληνικά στρατόπεδα, όπου έφταναν οπλοφόροι από κάθε γωνιά του Ελληνισμού στις αρχές του Αγώνα, παρουσίαζαν «γραφικότατα πολύχρωμη φανταχτερή εικόνα». Το στρατόπεδο της Καρύταινας έμοιαζε με χωριάτικο πανηγύρι. Για τη φορεσιά των ατάκτων που έδινε την πολυχρωμία αυτή δεν έχουμε ζωντανές περιγραφές από συγγραφείς που έζησαν το δράμα της Επανάστασης. Ο Μ. Οικονόμου, γραμματικός του Κολοκοτρώνη, που όπως ομολογεί ο ίδιος θα μπορούσε να περιγράψει τον οπλισμό, τη φορεσιά και τον τρόπο ζωής των ατάκτων, παρέλειψε για λόγους συντομίας να το κάνει «διότι τα καθέκαστα τούτων ανήκουν μάλλον εις την φιλολογίαν, την ποίησιν, εν μέρει δι νυν και την φωτογραφίαν". Την εικόνα που παρουσίαζαν οι άτακτοι εκείνοι στρατιώτες περιγράφει και ο φιλέλληνας συνταγματάρχης Voutier (Βουτιέ). Οι περισσότεροι ήταν κουρελήδες και οπλισμένοι με ελαττωματικά όπλα και τους μεταχειρισμένους εμπυρείς τους συγκρατούσαν με σχοινιά. Μερικοί είχαν λόγχες που τις είχαν κατασκευάσει μόνοι τους. «Τι μας ενδιαφέρει» έλεγαν. «Θα οπλιστούμε με τα λάφυρα των εχθρών μας». Τους λυπήθηκα μαζί και τους θαύμασα».
Γνωστό είναι και το ανέκδοτο του Κολοκοτρώνη που προέτρεψε βοσκό που τον ακολουθούσε, να αντικαταστήσει το μοναδικό πολεμικό του εφόδιο, την ποιμενική ράβδο, με το τουφέκι του πρώτου Τούρκου που θα σκότωνε.
Από τον Γιάννη Γ. Ρούσκα αρχιπλοιάρχου του Πολεμικού Ναυτικού, εφόρου Πολεμικού Μουσείου, συγγραφέα, ερευνητή