Γεννήθηκε στη γηραιά Αλβιόνα και σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Διέπρεψε στην επιστήμη του τόσο, ώστε κάποια στιγμή κατόρθωσε και έγινε προσωπικός ιατρός του βασιλικού ζεύγους της Αγγλίας (του πρίγκιπα Αλβέρτου και της βασίλισσας Βικτωρίας). Όμως παρά την αξιόλογη επαγγελματική του ανέλιξη, σε όλη τη διάρκεια της ζωής του εύρισκε τον χρόνο και ταξίδευε συνεχώς σε Ευρώπη και Αμερική. Την Ελλάδα επισκέφθηκε μόλις τελείωσε τις σπουδές του, τον Οκτώβριο του 1812, σε ηλικία 24 ετών και παρέμεινε τέσσερις μήνες. Πρώτα πέρασε από τα Ιόνια νησιά και συνέχισε στα Ιωάννινα του Αλή πασά, από τον οποίο εφοδιάσθηκε με μπουγιουρντί για το ταξίδι του στη Θεσσαλία. Η ειδική αυτή άδεια, γραμμένη στα ελληνικά, απευθυνόταν στους κατά τόπους Τούρκους άρχοντες και προεστούς, τους οποίους πρόσταζε να διευκολύνουν, να περιποιηθούν, να προσφέρουν ένοπλη συνοδεία και να ικανοποιήσουν όλες τις επιθυμίες των ξένων, αλλιώς «…αν παραπονεθούν, να ξέρετε πως καμμιά δικαιολογία δεν θα ακούσω». Στη Λάρισα έφθασε στις 20 Νοεμβρίου 1812, με το νέο ημερολόγιο και παρέμεινε τέσσερις μέρες. Μετά από ένα σύντομο ταξίδι στη Θεσσαλονίκη, επέστρεψε ξανά στη Λάρισα στις 19 Δεκεμβρίου για δύο ημέρες και εν συνεχεία κατέβηκε στην Αθήνα και την Πελοπόννησο.
Επιστρέφοντας στην πατρίδα του κατέγραψε τις εντυπώσεις του σε ένα σημαντικό οδοιπορικό, το οποίο εκδόθηκε στο Λονδίνο το 1815, πλουτισμένο με 12 χαλκογραφίες με δικά του σχέδια. Λόγω της μεγάλης απήχησης που είχε το έργο του, κυκλοφόρησε το 1816 στην Ιένα η γερμανική μετάφρασή του, ενώ το 1819 έγινε η δεύτερη αγγλική έκδοση σε δύο πολυτελείς τόμους. Στην έκδοση αυτή, εκτός από τα 12 χαρακτικά της πρώτης, περιλαμβάνονται και 31 πρωτότυπα σχέδια του Holland, εκ των οποίων τα δύο είναι υδατογραφίες.
Σαν περιηγητής ο Holland δεν ανήκει στην κατηγορία των κλασσικών φιλολόγων ή των ερευνητών αρχαιολόγων, οι οποίοι ταξίδευαν στις χώρες της Ανατολής αναζητώντας αρχαίες μνήμες και ερείπια. Είναι περισσότερο ταξιδιώτης με πολύπλευρα ενδιαφέροντα, τόσο για την ιστορία των χωρών που επισκέπτεται, όσο και για το ανθρώπινο και φυσικό περιβάλλον που συναντά. Δίνει πλήθος πληροφοριών για τη διαμόρφωση και τη σύσταση του εδάφους, τη βλάστηση, την παραγωγή, τον πληθυσμό, τις ασχολίες των κατοίκων, την οικονομική και πολιτιστική τους κατάσταση και προσπαθεί να σκιαγραφήσει ορισμένες προσωπικότητες που τον εντυπωσίασαν κατά την πρόσκαιρη γνωριμία τους. Έτσι το οδοιπορικό του διαφοροποιείται σημαντικά, σε σύγκριση με τις αντίστοιχες αφηγήσεις άλλων επισκεπτών της Ελλάδος. Είναι γραμμένο με απλότητα και ζωντάνια και καθώς είναι άνθρωπος με ποικίλα ενδιαφέροντα, ευαισθησίες και διεισδυτική παρατηρητικότητα και επιμένει περισσότερο στην καταγραφή της σύγχρονης πραγματικότητας, οι εντυπώσεις του αποτελούν ένα σημαντικό και αξιόπιστο ιστορικό τεκμήριο της προεπαναστατικής περιόδου για την πόλη μας.
Για την επίσκεψή του στη Λάρισα ο Holland αφιερώνει ειδικά πολλές σελίδες του οδοιπορικού του, ίσως τις περισσότερες από κάθε άλλο περιηγητή. Θεωρείται ότι είναι ο περιηγητής που έχει περιγράψει τη Λάρισα ακριβώς όπως τη βρήκε κατά την ανήσυχη αυτή προεπαναστατική περίοδο. Εκείνο όμως που κάνει πολύ ζωντανή τη περιγραφή του είναι οι ατέρμονες συζητήσεις για ποικίλα θέματα που είχε με συναδέλφους του ιατρούς και τον μητροπολίτη Λαρίσης κατά την ολιγοήμερη παραμονή του στην πόλη μας. Νομίζω ότι αξίζει τον κόπο να αφιερώσουμε κάποια κείμενα για τον ενδιαφέροντα αυτόν περιηγητή από την Αγγλία. Επίσης ο ίδιος μας άφησε στο βιβλίο του εκτός από τις αναμνήσεις του από τη Λάρισα και ένα θαυμάσιο χαρακτικό της το οποίο στην εποχή του είχε μεγάλη απήχηση. Έτσι οι λεπτομέρειες που αναφέρει είναι πολλές και χρήσιμες.
Καθώς φθάνει στην πόλη (20 Νοεμβρίου 1812), φιλοξενείται στην κατοικία του μητροπολίτη Πολύκαρπου Δαρδαίου. Εκεί του δόθηκε η ευκαιρία να συναντήσει τρεις Έλληνες συναδέλφους του ιατρούς, τον ξακουστό ιατροφιλόσοφο Ιωάννη Βηλαρά και τους επτανήσιους Λουκά Βάγια και Θεριανό. Μένει έκθαμβος από την προσωπικότητα, τις απέραντες γνώσεις, την ευαισθησία και την οξυδέρκεια του Βηλαρά, κατατάσσοντάς τον στους πιο αξιόλογους λόγιους της Ελλάδας. Παρακολουθεί τη Θεία Λειτουργία της Κυριακής στον μητροπολιτικό, και μοναδικό για τη Λάρισα, ορθόδοξο ναό του Αγίου Αχιλλίου και από τη λειτουργική αυτή σύναξη καταγράφει με την πέννα του ότι συνέλαβε το μάτι και η αντίληψη ενός ετερόδοξου χριστιανού. Εκπλήσσεται δυσάρεστα από το πολύπλοκο τελετουργικό της βυζαντινής θείας λατρείας, το οποίο όμως κατά βάθος τον εντυπωσιάζει. Επισκέπτεται τον διοικητή της Λάρισας Βελή πασά, γιό του Αλή πασά των Ιωαννίνων, τον οποίο και θεωρεί ως τον μόνο Τούρκο που δείχνει ειλικρινές ενδιαφέρον για τις ελληνικές αρχαιότητες, αγνοώντας προφανώς τις λαμπρές επιδόσεις του στην αρχαιοκαπηλία. Και τέλος μετακινείται με την άμαξα του Βελή πασά σε τοποθεσίες γύρω από τη Λάρισα και επιχειρεί διαδρομές σε κοντινές πόλεις, όπως λ.χ. στον Τύρναβο.
Για τη Λάρισα ο Holland δεν εκφράζεται και με τα καλύτερα λόγια. Γράφει: «Η πόλη της Λάρισας βρίσκεται σε ένα μικρό ύψωμα, στη δεξιά όχθη της Σαλαμπριάς[1] και κάνει μεγαλειώδη τη θέα από μακριά η παρουσία των μιναρέδων των 24 τζαμιών που κοσμούν την πόλη… Η Σαλαμπριά είναι το μόνο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό της πόλης, που εδώ είναι πλατύ και βαθύ ποτάμι και πλησιάζοντας στην πόλη, μέσα από ένα κομμάτι δασωμένης κοιλάδας, κυλά κάτω από ένα μοναστήρι Δερβίσηδων[[2] δύο μεγάλα τουρκικά τζαμιά και αρκετές ομάδες ψηλών κτιρίων. Έπειτα περνώντας από κάποιον μελαγχολικό φράκτη τούρκικου νεκροταφείου, εξαφανίζεται και πάλι ανάμεσα στα δένδρα. Το εσωτερικό της πόλης είναι άσχημο και άτακτο, οι δρόμοι είναι κακοφτιαγμένοι, στενοί και βρώμικοι, αλλά και στα σπίτια των κατοίκων διακρίνεται αυτή η ερειπωμένη όψη. Τα Παζάρια (αγορές), που αποτελούν ως συνήθως το κεντρικό μέρος μιας πόλης, είναι μάλλον αδιάφορα όσον αφορά τα εμπορεύματά τους, τα οποία είναι προϊόντα μεταποίησης. Περπατώντας στους δρόμους των προαστίων της πόλης, παραξενεύτηκα από τον μεγάλο αριθμό των νέγρων, που ήταν πολύ μεγαλύτερος απ’ όσο είχα παρατηρήσει σε οποιαδήποτε άλλη τουρκική πόλη. Πολλοί από τους εξωτερικούς αυτούς δρόμους, λόγω της θέσης τους είναι εκτεθειμένοι στις πλημμύρες της Σαλαμπριάς και ένα χρόνο περίπου πριν από την επίσκεψή μας στη Λάρισα, λέγεται ότι μερικές εκατοντάδες αγροικίες καταστράφηκαν από την αιτία αυτή, ενώ τα ερείπιά τους φαίνονται ακόμα σε πολλά σημεία. Οι κατοικίες στις συνοικίες αυτές της Λάρισας είναι κατασκευασμένες στο μεγαλύτερο μέρος τους από πέτρα, ξύλο και πηλό, άτεχνα συνδυασμένα… Ενδεχομένως η τοποθεσία της αρχαίας Λάρισας να ήταν κοντά στη σημερινή πόλη και αν είναι έτσι πράγματι, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η ακρόπολη που αναφέρει ο Τίτος Λίβιος, βρισκόταν στο ύψωμα που κρέμεται πάνω από τη γέφυρα του Πηνειού. Σε διπλανό σημείο βρίσκεται τώρα ένα μεγάλο τζαμί, του οποίου το πρόστεγο στηρίζεται σε κίονες από αρχαία κτίρια. Είναι τοποθετημένοι με γνήσια τουρκικό τρόπο, άλλοι έχουν το κιονόκρανο ανεστραμμένο, έτσι ώστε να στηρίζει τον κορμό του κίονα και άλλοι με τη βάση εκεί όπου έπρεπε να βρίσκεται το κιονόκρανο[3]. Σε ένα άλλο σημείο της πόλης παρατηρήσαμε τα υπολείμματα ενός αγάλματος από πολύ καλό μάρμαρο σαν γωνιακή πέτρα σε κάποιο δρόμο, καθώς και άλλες πέτρες με εμφανή τα ίχνη ελληνικών επιγραφών, όλες τους όμως δυσανάγνωστες από τη φθορά του χρόνου».
(Συνεχίζεται)
-------------------------------------------
[1]. Σαλαμβριάς είναι η μεσαιωνική ονομασία του Πηνειού. Οι Τούρκοι τον ονόμαζαν με τη λέξη Κιοστέμ, η οποία αποτελεί παραφθορά της ελληνικής λέξεως Λυκοστόμιο.
[2]. Ο Holland αναφέρεται στον λεγόμενο Mevlevihane, ένα μεγάλο κτιριακό συγκρότημα το οποίο βρισκόταν ακριβώς αριστερά όπως έβγαινε κανείς από τη μεγάλη λίθινη γέφυρα του Πηνειού.,
[3]. Αναφέρεται στο τζαμί του Χασάν μπέη.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου