Γεννήθηκε στον Τύρναβο το 1909, μια πόλη με ιδιαίτερη επίδοση στα γράμματα από τον καιρό της τουρκοκρατίας ακόμα. Ήδη από τα μέσα του 17ου αι. είχε παρουσιάσει μια αξιόλογη πνευματική κίνηση, με την παρουσία της περίφημης Σχολής (Ελληνομουσείον) Τυρνάβου, στην οποία δίδαξαν φωτισμένοι διδάσκαλοι. Πρόχειρα μπορούμε να αναφέρουμε τον Μάρκο Πορφυρόπουλο τον Κύπριο, τον Αναστάσιο Παπαβασιλόπουλο από τα Ιωάννινα και αργότερα τον Λάζαρο Πάσχο, τον Ιωάννη Πέζαρο και άλλους και από την οποία αποφοίτησαν εμπνευσμένοι άνδρες. Από τους τελευταίους χρονικά που ανέδειξε η πόλη κατά τη διάρκεια του 20ού αι. ήταν ο Αχιλλέας Τζάρτζανος και ο βιογραφούμενος στο σημερινό σημείωμά μας ιστορικός Θεόδωρος Αξενίδης του Δημητρίου.
Ο Θεόδωρος Αξενίδης παρακολούθησε τα μαθήματα του Δημοτικού Σχολείου και του Ελληνικού (Σχολαρχείου) στη γενέθλια πόλη και συνέχισε την εκπαίδευσή του στο Γυμνάσιο της Λάρισας, μια που ο Τύρναβος δεν διέθετε την περίοδο εκείνη Γυμνάσιο. Ακολούθως μετακόμισε στην Αθήνα, όπου παρακολούθησε τα μαθήματα της Φιλοσοφικής Σχολής του μοναδικού τότε στην Ελλάδα Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, από το οποίο αποφοίτησε το 1929, σε ηλικία μόλις 20 ετών. Σε όλες τις βαθμίδες της εκπαιδευτικής του πορείας ήταν πάντοτε ο νεαρότερος μεταξύ των συμμαθητών και συμφοιτητών του και οι επιδόσεις μέχρι και του διδακτορικού του ήταν όλες άριστες.
Μετά το τέλος των πανεπιστημιακών του σπουδών προσλήφθηκε το 1930 ως καθηγητής στο Αρσάκειο της Λάρισας όπου δίδαξε μέχρι το 1937 και όταν το Αρσάκειο σταμάτησε τη λειτουργία του, συνέχισε να διδάσκει στο Γυμνάσιο της Λάρισας μέχρι το 1939. Τη χρονιά εκείνη έφυγε από τη Λαμία η Παιδαγωγική Ακαδημία και εγκαταστάθηκε στη Λάρισα. Με την ευκαιρία αυτή ο Αξενίδης μεταπήδησε από το Γυμνάσιο στην Ακαδημία, στην οποία προσλήφθηκε ως καθηγητής, όπου δίδαξε φιλολογικά μαθήματα στους μελλοντικούς δασκάλους. Στο διάστημα αυτό αναδείχθηκε η ικανότητά του και αν και νεότατος, η ευρυμάθεια και ο τρόπος διδασκαλίας του είχε ιδιαίτερη απήχηση στους σπουδαστές. Παράλληλα επιδόθηκε με πάθος στην επιστημονική έρευνα. Ασχολήθηκε με την ιστορία της Λάρισας και της ευρύτερης περιοχής της Θεσσαλίας, εμπλούτιζε τις γνώσεις του ιδιαίτερα στον τομέα της αρχαιολογίας και επιδιδόταν στην εκμάθηση ξένων γλωσσών, η γνώση των οποίων τον διευκόλυνε στη μελέτη της διεθνούς βιβλιογραφίας. Η δεκαετία αυτή αποτέλεσε για τον νεαρό επιστήμονα σημαντικό ορόσημο στον εμπλουτισμό της επιστημονικής του φαρέτρας.
Κατά τη διάρκεια τη κατοχής, η γνώση της γερμανικής γλώσσας τον έφερε σε δύσκολη θέση. Υποχρεώθηκε από τους κατακτητές να διδάσκει υποχρεωτικά τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό στους Γερμανούς αξιωματικούς στην ταράτσα του Α΄ Γυμνασίου Αρρένων της Λάρισας. Η καταναγκαστική αυτή πράξη του παρεξηγήθηκε από πολλούς αντιστασιακούς της πόλης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να οδηγηθεί κρατούμενος επί τρεις περίπου μήνες στα βουνά των Αντιχασίων επειδή τον θεώρησαν συνεργάτη των Γερμανών, παρά τις δημοκρατικές του ιδέες[1]. Όταν όμως επέστρεψε από το βουνό στη Λάρισα αυτή τη φορά κυνηγήθηκε από «εθνικόφρονες» ως κομμουνιστής. Οι κατηγορίες αυτές τον πλήγωσαν βαθιά και τελικά τον ανάγκασαν να μετακομίσει το 1945 στην Αθήνα.
Η ενέργεια αυτή του βγήκε σε καλό. Στην Αθήνα συνέχισε τη διδασκαλία του από το 1945 μέχρι τον θάνατό του το 1953 στο Πρότυπο Γυμνάσιο, συγχρόνως όμως συνέχιζε τις μελέτες και το συγγραφικό του έργο, με αποκορύφωμα την παρουσίαση της διδακτορικής του διατριβής η οποία θα ήταν εφόδιο στο όραμά του να διεκδικήσει την έδρα της Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Όμως η κίρρωση του ήπατος που τον ταλαιπώρησε τα τελευταία τρία χρόνια της ζωής του τον οδήγησε το 1953 στον θάνατο νεότατο. Βρισκόταν στην ηλικία των 44 ετών και οι φιλοδοξίες του απονεκρώθηκαν. Δεν πρόλαβε ούτε το επιστημονικό έργο του να συνεχίσει ούτε την έδρα του πανεπιστημίου που επιζητούσε, να καταλάβει.
Όμως το επιστημονικό και συγγραφικό έργο που άφησε μετά τον θάνατό του ήταν πολύ μεγάλο για το τόσο σύντομο χρονικό διάστημα που έζησε. Προπολεμικά και ενόσω βρισκόταν στη Λάρισα κυκλοφόρησε το πρώτο βιβλίο του με τίτλο «Ο Αρχαίος Ελληνικός Πολιτισμός»[2]. Στην Αθήνα όπου βρέθηκε από το 1945 και μετά εξέδωσε και άλλα βιβλία και μελέτες του.
Ως κορυφαίο όμως συγγραφικό επίτευγμα θεωρείται το δίτομο έργο του με τίτλο «Η Πελασγίς Λάρισα και η αρχαία Θεσσαλία. Κοινωνική και Πολιτική Ιστορία»[3]. Αποτέλεσε το θέμα της διδακτορικής του διατριβής, η οποία εγκρίθηκε με άριστα από την ειδική επιτροπή καθηγητών και του άνοιξε τον δρόμο για την πανεπιστημιακή έδρα. Το έργο αυτό τον καθιέρωσε ως τον εγκυρότερο ιστορικό της αρχαίας Λάρισας και πολλά από τα ιστορικά συμπεράσματά του επιβεβαιώθηκαν από τις ανασκαφικές έρευνες που ακολούθησαν αρκετά χρόνια μετά τον θάνατό του. Επίσης μελέτησε επισταμένως ανέκδοτες επιγραφές της αρχαίας Θεσσαλίας και δημοσίευσε σε εφημερίδες και επιστημονικά περιοδικά σύντομες μελέτες του για την αρχαία Ελλάδα και ιδίως τη Θεσσαλία.
Και δεν είναι μόνον το βραχύ του βίου το μοιραίο γεγονός της επιστημονικής του πορείας. Εάν ανατρέξει κανείς χρονικά στη βιογραφία του θα παρατηρήσει ότι τα πιο παραγωγικά χρόνια της ζωής του τα πέρασε κάτω από δυσμενείς συνθήκες ιστορικά και οικονομικά. Από το 27ο έτος της ηλικίας μέχρι και τον θάνατό του έζησε τη δικτατορία του Μεταξά, τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, την κατοχή, υπέφερε από την πείνα και τις στερήσεις, υπέστη διώξεις και όταν πλέον άνοιξε ο δρόμος για την ολοκλήρωση των προσωπικών προσδοκιών του, μια ανήκεστος βλάβη της υγείας τού έκοψε νωρίς το νήμα της ζωής.
Η δημοσιευόμενη φωτογραφία είναι πολύ παλιά και ιστορική. Απεικονίζει τον Θεόδωρο Αξενίδη με τους συμμαθητές του, χωρίς να τον έχουμε εντοπίσει. Στο πίσω μέρος της φωτογραφίας ο ίδιος σημείωσε: «Ενθύμιον. Θεόδωρος Δ. Αξενίδης, ών 12 ετών, μετά των μαθητών της Α΄ τάξεως του Γυμνασίου και μετά του καθηγητού Βεζυρούλη. Εν Λαρίση τη 10η Δεκεμβρίου 1920». Το Γυμνάσιο της Λάρισας την περίοδο εκείνη στεγαζόταν στη διώροφη κατοικία του παλιού δικηγόρου Γεωργίου Τέτση, η οποία βρισκόταν επί της οδού Αλεξάνδρας (Κύπρου), στη θέση όπου σήμερα υπάρχει ο χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων, απέναντι από το υποκατάστημα της Τράπεζας Ελλάδος.
Η φωτογραφία προέρχεται από το αρχείο του φαρμακοποιού Βάσου Κυλικά, η σύζυγος του οποίου Φιφή ήταν αδελφή του Θεόδωρου Αξενίδη και δωρίθηκε από την οικογένεια στον συγγραφέα. Ο πατέρας του Δημήτριος Αξενίδης διατηρούσε επί της οδού Ερμού κατάστημα υφασμάτων, το οποίο μετά τον θάνατό του το κληρονόμησαν και το λειτούργησαν οι κόρες του Τούλα και Φιφή.
Σαν συμπέρασμα τελικά μπορούμε να αναφέρουμε ότι ο Θεόδωρος Αξενίδης με το αρχαιολογικό και συγγραφικό του έργο έθεσε τις βάσεις για την καταγραφή της ιστορίας της αρχαίας Λάρισας και αποκρυπτογράφησε το μακρινό παρελθόν της. Εύλογα λοιπόν με τη δράση του αυτή τοποθετείται στη χορεία των σπουδαίων ιστορικών της Λάρισας.
[1]. Βλέπε: Ζδάνης Νικόλαος, Θεόδωρος Δ. Αξενίδης. Ένα άξιο τέκνο της Τυρναβίτικης Σχολής, περ. «Γραφή», τεύχ. 35, Λάρισα, Καλοκαίρι 1997, σελ. 10-11.
[2]. Το βιβλίο αυτό κυκλοφόρησε στη Λάρισα το 1938 και εκδόθηκε από την εφημερίδα «Ελευθερία» του Γεωργ. Δημητρακόπουλου. Είναι πολυσέλιδο και μέσα στις 212 σελίδες του ο συγγραφέας αναπτύσσει το θέμα του με ιδιαίτερη επιστημονική επάρκεια.
[3]. Ο πρώτος τόμος περιέχει 257 σελίδες και 13 πίνακες με φωτογραφίες και κυκλοφόρησε το 1947 στην Αθήνα, ενώ ο δεύτερος το 1949 πάλι στην Αθήνα με 200 σελίδες και έναν αναδιπλούμενο χάρτη της αρχαίας Θεσσαλίας.