Στη συνείδηση των Ελλήνων ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος συνδέθηκε με τον Εθνικό Διχασμό, τη σφοδρή δηλαδή σύγκρουση μεταξύ του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου και του βασιλιά Κωνσταντίνου αναφορικά με την επιλογή στρατοπέδου, καθώς ο Βενιζέλος ευνοούσε τη συμπαράταξη της Ελλάδος στο πλευρό των Αγγλογάλλων (Αντάντ), ενώ ο Κωνσταντίνος ήταν θιασώτης μιας αμφιλεγόμενης «ουδετερότητας», η οποία στην πραγματικότητα εξυπηρετούσε τα σχέδια των Γερμανών και των συμμάχων τους (Κεντρικών Δυνάμεων).
Οι εξελίξεις δικαίωσαν τις επιλογές του Βενιζέλου, παρότι αρχικά η πρόθεσή του να προσδέσει τη χώρα στο άρμα της Αντάντ δεν ήταν συμβατή με τον συσχετισμό των στρατιωτικών δυνάμεων των δύο αντίπαλων σχηματισμών. Η Ελλάδα διαιρέθηκε στα δύο, ο Βενιζέλος συγκρότησε ξεχωριστή κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη, τον Σεπτέμβριο του 1916, και απαιτήθηκε η ωμή επέμβαση γαλλικών κυρίως αλλά και αγγλικών δυνάμεων για την επανένωση της χώρας με ταυτόχρονη απομάκρυνση του βασιλιά Κωνσταντίνου (τον Ιούνιο του 1917).
Ακολούθως, και παρά τα προσκόμματα που επέφερε το διχαστικό κλίμα που είχε επικρατήσει, ο Βενιζέλος συγκρότησε αξιόμαχο στρατό, άξιο συμπαραστάτη των συμμαχικών δυνάμεων που πολεμούσαν στο Μακεδονικό μέτωπο, το οποίο εκτεινόταν αδρομερώς στη γεωγραφική έκταση μεταξύ της Καβάλας (Κόλπος του Ορφανού) και τις κορυφές του όρους Βόρας-Καϊμακτσαλάν (στη μεθοριακή γραμμή του νομού Πέλλας).
Η συμβολή των ελληνικών δυνάμεων στην έκβαση των εχθροπραξιών στο Μακεδονικό Μέτωπο αποτυπώθηκε εναργώς με την επιτυχή κατάληψη, ύστερα από σκληρό αγώνα, των υψωμάτων του Σκρα ντι Λέγκεν, μιας καλά οχυρωμένης από τους Βουλγάρους τοποθεσίας κοντά στο σημερινό Πολύκαστρο του Κιλκίς, μεγάλης στρατηγικής σημασίας.
Η καθαρά ελληνική νίκη στο γλαφυρό ανάγλυφο των υψωμάτων του Σκρα, όπου «έπεσαν» περί τους τετρακόσιους Έλληνες στρατιώτες (ανάμεσά τους η εμβληματική μορφή του ταγματάρχη Βασιλείου Παπαγιάννη), αποτέλεσε πραγματικό «ορόσημο», καθώς επιτάχυνε τα γεγονότα που οδήγησαν στη συνθηκολόγηση των Βουλγάρων. Το κύριο βάρος της επίθεσης στο Σκρα ανέλαβε η Μεραρχία Αρχιπελάγους, η οποία υποστηριζόταν από τις Μεραρχίες Σερρών και Κρήτης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι την αυτοθυσία των Ελλήνων και τη συμβολή τους στην επιτυχή έκβαση των επιχειρήσεων στο Μακεδονικό Μέτωπο αναγνώρισαν οι επικεφαλής των συμμαχικών δυνάμεων στρατηγοί Γκυγιωμά και ντ’ Εσπεραί. Το ίδιο πράττουν ακόμη και σήμερα οι απόγονοι των γενναίων εκείνων ευρωπαίων ανδρών που άφησαν την τελευταία τους πνοή στα μακεδονικά εδάφη, κάθε φορά που επισκέπτονται τα εγκατεσπαρμένα σε διάφορα σημεία κοιμητήρια για να αποτίσουν φόρο τιμής στους νεκρούς τους.
Από την άλλη πλευρά, το επίσημο ελληνικό κράτος φαίνεται να έχει αφήσει στη μοίρα τους όλα εκείνα τα σημεία, κοιμητήρια ή μνημεία πεσόντων, που μαρτυρούν τις ανδραγαθίες των Ελλήνων κατά τη συμμετοχή στους αγώνες για την επικράτηση της ειρήνης και της δημοκρατίας στον κόσμο. Ας ελπίσουμε οι συνθήκες να ωριμάσουν ώστε οι γενιές που έρχονται να μην αποβαίνουν αμνήμονες της ιστορίας.
* Του Βασίλη Πλατή, φιλόλογου-δρ. Ιστορίας Α.Π.Θ.