Μπορεί να διστάζεις, να μην τολμάς, να μη δέχεσαι εύκολα τη συμβουλή, τη γνώμη, την άποψη, την κριτική των μεγάλων-αφού είσαι ένας μικρός επαναστάτης, όσο και αν σε αμφισβητούν-μπορεί να πασχίζεις να πείσεις πως δεν είσαι πια παιδί, αλλά άντρας, μπορεί να δειλιάζεις στο να εκφράσεις τα συναισθήματα σου σ’ ένα κορίτσι που συμπαθείς ή αγαπάς, όμως, νιώθεις, πως είσαι αυτός που θέλεις να είσαι, αυτός που κάνει αυτό που θέλει, αρκεί να μη βλάπτεις τους άλλους, είσαι η απάντηση στα ίδια τα ερωτήματά σου. Αυτό που «χτίζεις» είναι δικό σου, σου ανήκει και μ’ αυτό και τα άλλα, τα εξ ίσου σπουδαία που θα προστεθούν, θα πορευθείς…
Ίσως κάποιος καλοπροαίρετος, πάντα, αναγνώστης να σκεφθεί και να πει: Τι κοινότοπες εξυπνάδες μας λες, κύριε… Ναι, σαν εισαγωγή στο σημερινό άρθρο, προτίμησα να γυρίσω αρκετά πίσω, σ’ αυτά που πλήγωσαν και πόνεσαν τη γενιά μου, τότε, που βρίσκαμε μπροστά μας τον γρανιτένιο τοίχο της «απαγόρευσης»… Πώς αλλιώς να το πει κανείς αυτό που ήθελαν να «περάσουν» στους έφηβους μαθητές και το Σχολείο και η Εκκλησία;
Από τη μια, πολυήμερη αποβολή σ’ αυτούς που πήγαιναν σε οίκους ανοχής κι από την άλλη, στην κόλαση, στο πυρ το εξώτερο, έστελνε ο ιεροκήρυκας, τα Σάββατα, απέναντι από το Α’ Γυμνάσιο, όσους αυν…νταν. Εμείς βέβαια, κάναμε εκείνο που μας υπαγόρευε η Μάνα Φύση. Εδώ, δεν μιλάμε για πρόβλημα επικοινωνίας μέσα σε μια οικογένεια, αλλά για κάτι πολύ χειρότερο, μιλάμε για ένα χάσμα μεταξύ θεσμών (Εκπαίδευση- Εκκλησία) και ολόκληρων γενεών (νέων ανθρώπων), που διψούσαν για μια στάλα κατανόηση… Στην ψυχολογία -Ψυχιατρική, η γιγαντιαία αυτή σύγκρουση-αντίφαση, η οποία παράγει το ίδιο αποτέλεσμα (αίσθημα ενοχής-τιμωρία), λέγεται διπλός θεσμός (doublebind) ή διπλό μήνυμα, μια ιδιαίτερα σοβαρή ψυχική κατάσταση, που συγκλονίζει τα θεμέλια της προσωπικότητας στην τρυφερή αυτή ηλικία.
Η σημερινή μας διαδρομή αρχίζει από το Κέντρο (οδός Αλεξ. Παναγούλη), την οδό των κινηματογράφων και καταλήγει στα πρώτα σπίτια της Φιλιππούπολης, μια διαδρομή μήκους 3-4 χλμ, την οποία ο γράφων, την κάνει συχνά, όπως άλλωστε και τόσοι άλλοι, με τα πόδια ή με τα ποδήλατα, μιας και ο ποδηλατόδρομος της οδού Ιωαννίνων, είναι φαρδύς και άνετος.
Με πρώτο σημείο, τον ιστορικό κινηματογράφο Πάλλας (γωνία με την οδό Κούμα), ο οποίος λειτουργούσε ως χειμερινός, αλλά κάποιες χρονιές, και ως θερινός, αφού η μεταλλική στέγη του άνοιγε με εκείνο το στριγγλιάρικο ήχο του τσίγκου, ξετυλίγουμε την αφήγησή μας. Τα «Ολύμπια», λίγο παρακάτω (σήμερα κλειστά), λειτουργούσαν πολλές φορές και ως θέατρο και εκεί έχουν δοθεί αξιόλογες παραστάσεις από θιάσους πρώτης γραμμής. (Μ. Κατράκης, Γ. Παππάς, Α. Συνοδινού, Α. Βαλάκου κα). Εκεί επίσης, πρωτοείδαμε ταινίες τριών διαστάσεων, μ’ εκείνα τα αστεία χάρτινα γυαλιά, που μας υποχρέωναν να φοράμε. Ακριβώς απέναντι, στη θέση της σημερινής καφετέριας, βρίσκονταν τα πρακτορεία των λεωφορείων, που εξυπηρετούσαν τα χωριά της περιφέρειας της Λάρισας: «Για Νεμπεγλέρ, Κοτσμπασάν, Σουφλάρ, Σαρασλάρ (1), στο πρώτο λεωφορείο», άκουγε, όποιος περνούσε από την πλατεία ταχυδρομείου, στα μεγάφωνα. Στο τέλος του δρόμου, ο θερινός κινηματογράφος Rex, ήταν κάθε βράδυ γεμάτος. Το δάκρυ των θεατών, μαζί και το δικό μου, απ’ τα δακρύβρεχτα μελό που παίζονταν, θα γέμιζαν σήμερα μια ολόκληρη… πισίνα.
Απέναντι, στο χαμηλό κτήριο της φιλαρμονικής, οι πρόβες των μουσικών της, τραβούσαν το ενδιαφέρον μας, αφού αυτές γίνονταν με ανοιχτά παράθυρα.Βλέπαμε τον Καμηλιέρη, τον μαέστρο της, με τη φαλακρίτσα, να χτυπάει τη μπαγκέτα στο τραπέζι, όταν άκουγε κάποιο φαλτσάκι, ενώ εμείς γελούσαμε. Εκεί πρωτοείδαμε και τον μουσουργό Μανώλη Καλομοίρη, τον «αντίπαλο» του μεγαλύτερου ίσως απ’ όλους, του Ν. Σκαλώτα, που έφυγε πολύ νωρίς. Μπαίνοντας στην οδό Πολυτεχνείου, σταματώ εκεί που ήταν το πατρικό μου (τώρα πολυκατοικία), στη διασταύρωση με την οδό Ροΐδη και θυμήθηκα πολλά…
Συνεχίζοντας, προσπερνούμε το Κτηνιατρείο, και ενώ πλησιάζουμε στην παλιά μας γειτονιά, σταματούμε μπροστά στην εκκλησία της Μεταμόρφωσης, στα κάγκελα της 1ης Στρατιάς. Στον ναό-κομψοτέχνημα της Μεταμόρφωσης(2), με τις θαυμάσιες τοιχογραφίες (κάποιες, του Λαρισαίου ζωγράφου Αγήνορα Αστεριάδη ) και την υποβλητική ακουστική, ο γράφων, ύστερα από 30-40 χρόνια, ως μέλος της χορωδίας του Μουσικού συλλόγου, θα ψάλλει τα γαμήλια, αρκετές φορές, σε γάμους, όταν μας καλούσαν.
Τότε, η περίφραξη της 1ης Στρατιάς είχε πυκνό συρματόπλεγμα, κι έβλεπες κάποιους φαντάρους να πουλάνε την κουραμάνα (φρατζόλα) τους για… πενταροδεκάρες. Φτάνοντας στην οδό Καραθάνου, που δεν μοιάζει σε τίποτα από εκείνα τα χρόνια,θυμηθήκαμε τον φίλο μου και κατοπινό μεγάλο ποιητή, τον Γιάννη Κοντό, που πηγαίναμε κάθε πρωί μαζί στο σχολείο, αν και μεγαλύτερος μου… Χάθηκε και αυτός νωρίς, όπως όλοι οι σπουδαίοι… Στην οδό Ιωαννίνων, απέναντι από τη δεύτερη πύλη του στρατοπέδου, μια μικρή Ταβέρνα, «Το φανταράκι», ήταν πασίγνωστη. Εκεί είδα ένα φαντάρο, να σηκώνει με τα δόντια ένα τραπέζι με όλα τα ποτήρια πάνω και να χορεύει…
Το φανταράκι απόψε πάλι
έχει μεράκι και τα’ χει πιεί
γιατί έχει μέρες να λάβει γράμμα
απ’το κορίτσι του κι ανησυχεί (2)
Λίγο παρακάτω, στην οδό Φουρτούνα, θυμήθηκα τον εαυτό μου όταν ο ράφτης έπαιρνε, μέτρα για τα πρώτα μακριά μου παντελόνια… Το τρακ, η περηφάνια που έγινα επιτέλους άντρας και το πρόσωπο του σοβαρού ράφτη, που με ρωτούσε επίμονα αν ήμουν… αριστερός ή δεξιός (εννοούσε τον καβάλο, ο άνθρωπος), μου’ φέρνε ντροπή, που εκδηλώθηκε στο πρόσωπό μου, έντονα…
Τερματίζοντας τη διαδρομή, πίσω από την εκκλησία της Αγίας Τριάδας, έφτασα στο σημείο που ήταν το πρώτο σπίτι της οικογένειάς μου (ένα δωμάτιο), ύστερα από την εγκατάσταση μας στη Λάρισα, ενώ εγώ ήμουν μωρό ενός έτους (1945)…
(1) Νίκαια –Ν.Λεύκη-Κυπαρίσσι-Μοσχοχώρι, αντίστοιχα
(2) Λαϊκό τραγούδι του Γ. Μητσάκη
(3) Η φωτογραφία είναι από το βιβλίο ΛΑΡΙΣΑ των Μ. Αβραμόπουλου – Β.Βουτσιλά 1962.
Του Τάσου Πουλτσάκη
* O Τάσος Πουλτσάκης είναι νευρολόγος-ψυχίατρος