Το 1882 άρχισε να προετοιμάζεται το νέο σχέδιο πόλεως. Στα κεντρικά σημεία της κατασκευάζονταν διάφορα δημόσια κτίρια, πλατείες, ευπρόσωπες ιδιωτικές κατοικίες και σύγχρονα καταστήματα. Στη βορεινή πλευρά της Κεντρικής πλατείας ο Δήμος έκτισε το 1888 το «Μέγα Ξενοδοχείον ΤΟ ΣΤΕΜΜΑ», το 1906 το Μέγαρο Χατζημέτου το οποίο στέγασε την περίφημη «Λέσχη Ασλάνη». Στην ανατολική πλευρά εμφανίσθηκαν το «Ξενοδοχείον Κεντρικόν», και τα καφενεία «Νέος Κόσμος» και «Παράδεισος». Νότια, ολοκληρώθηκε το τεράστιο κτίριο του Γυμνασίου που είχε αρχίσει να κτίζεται επί τουρκοκρατίας και στέγασε το 1882 το Διδασκαλείο και το 1907 τα Δικαστήρια, το Μέγαρο Κατσαούνη όπου στον όροφο επί χρόνια υπήρχαν τα γραφεία της Μεραρχίας Ιππικού και το 1908 ανυψώθηκε το τριώροφο ξενοδοχείο «Πανελλήνιον». Και δυτικά στη μια γωνία κατασκευάσθηκε το 1910 το κομψό κτίριο του Νικολάου Καρανίκα και στην άλλη γωνία το 1907 ο Αθηναίος αρχιτέκτονας Μεταξάς έκτισε το ομορφότερο κτίριο της Λάρισας, το υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας.
Σε πολλά κείμενά μας περιγράψαμε ήδη τα περισσότερα από τα αναφερθέντα κτίρια. Στο σημερινό μας θα περιγράψουμε την διαδοχική πορεία που είχε οικοδομικά η γωνία των σημερινών οδών Μ. Αλεξάνδρου και Κούμα στην ανατολική πλευρά της Κεντρικής Πλατείας, από την ημέρα της απελευθέρωσης της Λάρισας το 1881 μέχρι και σήμερα.
Στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα στη γωνία αυτή υπήρχαν διάφορα μικρά καταστήματα. Το πιο ενδιαφέρον απ' όλα ήταν εκείνο στο οποίο είχαν εγκατασταθεί τα τυπογραφεία και τα γραφεία της η τοπική εφημερίδα «Σάλπιγξ». Ιδρυτής και αργότερα διευθυντής της υπήρξε ο Μιχαήλ Τσόγκας. Το πρώτο φύλλο της κυκλοφόρησε στις 30 Σεπτεμβρίου 1889[1]. Ήταν εβδομαδιαία, καλοστημένη, με πλούσιες τοπικές ειδήσεις και έπαιξε στον καιρό της σημαντικό ρόλο στην πρόοδο και τη ανάπτυξη της Λάρισας.
Κάποια στιγμή, πιθανόν μετά την αποχώρηση των Τούρκων από τη Θεσσαλία τον Μάϊο του 1898, ολόκληρος ο χώρος με τα οικήματα στη γωνία Μ. Αλεξάνδρου και Κούμα περιήλθαν κατόπιν αγοράς στην ιδιοκτησία του φαρμακοποιού Κωνσταντίνου Μανεσιώτη, ο οποίος τα κατεδάφισε και στη θέση τους έκτισε ένα τεράστιο επίμηκες ισόγειο κτίσμα με πρόσοψη προς την πλατεία. Η πλευρά αυτή είχε οκτώ μεγάλα ανοίγματα (πόρτες) με τοξοειδείς απολήξεις. Στη γωνία με την οδό Κούμα στεγαζόταν το συμβολαιογραφείο του Ανδρέα Ροδόπουλου. Ο τελευταίος ήταν Πελοποννήσιος την καταγωγή και διέμενε στην Πάτρα όπου εξασκούσε το επάγγελμα του δικηγόρου. Μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας το 1881 στο ελεύθερο ελληνικό κράτος, εγκαταστάθηκε αμέσως στη Λάρισα και διορίσθηκε συμβολαιογράφος. Η μετακόμιση πολλών Τούρκων αποτέλεσε τότε για τους συμβολαιογράφους μια κερδοφόρα επαγγελματική επιχείρηση, καθώς όπως αποχωρούσαν οι πλούσιοι μπέηδες, αναγκάζονταν να πωλήσουν τις περιουσίες τους σε πάμπλουτους Έλληνες της διασποράς ή και σε εύπορους Λαρισαίους. Το συμβολαιογραφικό του γραφείο αρχικά στεγάσθηκε σε δημοτικό κατάστημα-γραφείο στην περιοχή Ξυλοπάζαρο[2] και το 1898 μετακόμισε σε ένα από τα καταστήματα του κτιρίου που όπως αναφέρθηκε, έκτισε ο φαρμακοποιός Μανεσιώτης στην ανατολική πλευρά της Κεντρικής πλατείας. Στο ίδιο κτίριο στεγαζόταν το 1900 και το "Καφενείον-Ζαχαροπλαστείον «Τα Τέμπη»" του Λ. Αντωνιάδου.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1900 ολόκληρος ο τεράστιος αυτός χώρος στέγασε το περίφημο καφενείο «Παράδεισος». Ήταν ένα από τα παλαιότερα και διασημότερα καφενεία της Λάρισας. Αργότερα οι ενοικιαστές του «Παράδεισου», μιμούμενοι την πρωτοβουλία των ιδιοκτητών του Καφενείου "Πανελλήνιον", οι οποίοι διαμόρφωσαν το καφενείο του ισογείου και σε θεατρική σκηνή, αισθάνθηκαν την ανάγκη να δημιουργήσουν και αυτοί μέσα στο καφενείο του "Παράδεισου" τη δική τους θεατρική σκηνή. Η Λάρισα κατά τα χρόνια αυτά παρουσίαζε σπουδαία θεατρική κίνηση και ενώ ο πληθυσμός της στα 1909 δεν ξεπερνούσε τις 20-22.000 κατοίκους, μπορούσε να συντηρεί τρεις θιάσους στη διάρκεια του καλοκαιριού, γιατί από τότε διέθετε αρκετά ανεπτυγμένο θεατρόφιλο κοινό. Μία από τις σκηνές με τον τίτλο «Θέατρον Παράδεισος» βρισκόταν κατά το 1910 στο ομώνυμο καφενείο, το οποίο διαμόρφωνε το εσωτερικό του τις βραδινές ώρες σε θεατρική σκηνή. Τους θερινούς μήνες, προς την πλευρά της οδού Κούμα διέθετε και υπαίθρια θεατρική σκηνή, προσαρτημένη με το ομώνυμο καφενείο. Στις σκηνές αυτές έδιναν παραστάσεις οι περαστικοί από τη Λάρισα θίασοι. Όλες οι μεγάλες δόξες της ελληνικής θεατρικής σκηνής της περιόδου του μεσοπολέμου τίμησαν το θέατρο του «Παραδείσου». Η Κοτοπούλη, η Κυβέλη, η Βερώνη και πολλοί άλλοι θεατράνθρωποι από τις αρχές του 20ού αιώνα μέχρι το 1940 πέρασαν από τον «Παράδεισο»[3].
Κατά τη δεκαετία του 1930 το Καφενείο «Παράδεισος» αποτελούσε επιχείρηση των Ζήση Τσουρέλη και Γιάννη Μπέκα. Από τους δύο συνεταίρους, ο πρώτος δεν περιοριζόταν μόνον στην επαγγελματική του δραστηριότητα, αλλά έμεινε στην ιστορία της παλιάς Λάρισας και σαν άνθρωπος ο οποίος ζούσε έντονα την πολιτική, χωρίς όμως ο ίδιος να πολιτευθεί ποτέ, απλώς ενίσχυε κατά περίπτωση διαφόρους υποψηφίους.
Στην απέναντι γωνία Μ. Αλεξάνδρου και Κούμα υπήρχε το Φαρμακείο των Δημητρίου Επιτρόπου και Φώτη Παπαζήση. Μετά τον θάνατο του Φώτη Παπαζήση διατήρησε για λίγο το φαρμακείο μόνος του ο Επιτρόπου και το 1930 μετακόμισε στη γωνία των οδών Μ. Αλεξάνδρου και Παπακυριαζή. Το παλιό φαρμακείο και ένα διπλανό κτίριο που ήταν πρατήριο βενζίνης, τα πήρε ένας έξυπνος επιχειρηματίας, ο Σπύρος Σιμιτσής και δημιούργησε δύο μεγάλες σάλες, μέσα στις οποίες ανέπτυξε το Εστιατόριο «Ερμής», ένα από τα καλύτερα για την εποχή του, γι’ αυτό και συγκέντρωνε τις προτιμήσεις μιας μόνιμης πελατείας που αποτελούνταν από μοναχικούς ντόπιους, αλλά και από ξένους. Ο «Ερμής» τα καλοκαίρια άπλωνε τραπέζια στον δροσόλουστο κήπο του που εκτεινόταν προς την πλευρά της οδού Κούμα, καθώς και στα πεζοδρόμια των παλαιών Δικαστηρίων. Πολλά επίσημα γεύματα προς τιμήν φιλοξενουμένων πολιτικών ή άλλων προσωπικοτήτων, δόθηκαν στις αίθουσές του και στον κήπο του.
Σε πολλές προπολεμικές φωτογραφίες και παλιά επιστολικά δελτάρια διακρίνεται καθαρά ο τεράστιος όγκος του καφενείου «Παράδεισος». Στη δημοσιευόμενη φωτογραφία αποτυπώνεται η αρχιτεκτονική του λίγο μετά την κατασκευή του, η οποία υπολογίζεται ότι έγινε περί το 1898.
Με τον σεισμό της 1ης Μαρτίου 1941 και τους εχθρικούς βομβαρδισμούς, το κτίριο που στέγαζε το καφενείο και το θέατρο «Παράδεισος» σχεδόν ισοπεδώθηκε. Μεταπολεμικά όλος αυτός ο χώρος κατεδαφίσθηκε και κτίσθηκε το κινηματοθέατρο «Ορφεύς».
Αλλά και ο «Ορφέας» δεν είχε μεγάλη διάρκεια ζωής. Ολόκληρη η γωνία κατεδαφίσθηκε και δημιουργήθηκε ένα πολυώροφο κτίριο, στο ισόγειο του οποίου στεγάζεται σήμερα ένα από τα τοπικά υποκαταστήματα της Eurobank και στη γωνία κατάστημα με είδη ζαχαροπλαστικής και αρτοποιίας γνωστής αλυσίδας των Αθηνών.
[1]. Βλέπε: Γρηγορίου Αλέξανδρος, Μιχαήλ Τσόγκας (1854-1909), Ο ιδρυτής της εφημερίδας «Σάλπιγξ» της Λάρισας, εφ. «Ελευθερία», φύλλο της 8ης Ιανουαρίου 2017.
[2]. Η ονομασία Ξυλοπάζαρο προήλθε από την παρουσία καταστημάτων αγοράς οικοδομήσιμης και καύσιμης ξυλείας στην περιοχή αυτή. Κάλυπτε τον χώρο από την σημερινή οδό Βενιζέλου έως την κεντρική πλατεία και εκτεινόταν μέχρι την εβραϊκή συνοικία.
[3]. Εκτός από τον «Παράδεισο» και το «Πανελλήνιον», δύο θερινές θεατρικές σκηνές διέθετε και ο Λόφος. Η μία του Ζήση Δημητρίου δίπλα από το Μπεζεστένι και η άλλη του Μπόκοτα στην «Καλλιθέα», ένα θερινό κέντρο λίγο πιο κάτω από την περιοχή όπου σήμερα βρίσκεται το Ηρώο. Στα τέλη του 19ου αιώνα υπήρχε στον Πέρα μαχαλά, αριστερά όπως βγαίνουμε από τη γέφυρα, και το θέατρο «Απόλλων». Δεν είχε μεγάλη κίνηση όπως τα άλλα, ίσως γιατί προσκαλούσε θιάσους αμφιβόλου ποιότητας, όμως κατά τη διάρκεια της εμποροπανήγυρης έσπαζε ρεκόρ εισπράξεων.
Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com