Με την ευκαιρία αυτή και με το γεγονός της σημερινής εορτής των αποκαλυπτηρίων της προτομής του στρατηγού Σκαρλάτου Σούτσου, ο οποίος ήταν επικεφαλής του ελληνικού στρατού κατά την είσοδό του στην πόλη μας, θα παραθέσουμε σύντομο βιογραφικό του Σκαρλάτου Σούτσου και ορισμένες εντυπώσεις του δημοσιογράφου Σπυρίδωνα Παγανέλη, ο οποίος συνόδευε τον ελληνικό στρατό κατά την απελευθερωτική του πορεία στη Θεσσαλία.
Ο Σκαρλάτος Σούτσος γεννήθηκε στο Βουκουρέστι το 1806 και ήταν γιος του τελευταίου ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας Αλεξάνδρου Σούτσου. Σπούδασε στη στρατιωτική σχολή του Μονάχου και έπειτα από λαμπρή καριέρα, ανέβηκε διαδοχικά όλες τις βαθμίδες της στρατιωτικής ιεραρχίας. Την άνοιξη του 1834 τμήμα του Βαυαρικού Εκστρατευτικού Σώματος το οποίο βρισκόταν στην περιοχή της Λαμίας, διατάχθηκε από την κρατική εξουσία να μεταβεί με μυστική αποστολή στη Λάρισα, για συνομιλίες με τον πασά της πόλεως. Στην ελληνική αποστολή βρισκόταν μεταξύ των άλλων και ο λοχαγός των Γενικών Επιτελών Σκαρλάτος Σούτσος[1]. Το 1881, κατά την προέλαση του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλία και φέρων τον βαθμό του υποστρατήγου υπήρξε ο αρχηγός του εκστρατευτικού στρατού. Πέθανε στην Αθήνα το 1887. Ήταν παντρεμένος με την Ελπίδα Καντακουζηνού και γιος του ήταν ο δήμαρχος Αθηναίων Δημήτριος Σούτσος.
Ο Σπυρίδων Παγανέλης γεννήθηκε στη Μύκονο το 1852. Ξεκίνησε σαν δημοσιογράφος και αργότερα αναδείχθηκε σπουδαίος λογοτέχνης. Για ένα διάστημα διετέλεσε βουλευτής και διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Είχε φθάσει στην πόλη μας στις 30 Αυγούστου 1881 και η περιγραφή του από τα γεγονότα της απελευθέρωσης της Λάρισας είναι ενδιαφέρουσα και ποιητικότατη. Ο Παγανέλης, ήταν απεσταλμένος της ελληνικής εφημερίδας «Νεολόγος» της Κωνσταντινουπόλεως και με καθημερινές ανταποκρίσεις του ενημέρωνε τους αναγνώστες της. Το 1882 συγκέντρωσε όλες αυτές τις ανταποκρίσεις και μαζί με τις δημοσιογραφικές εμπειρίες του από τους σεισμούς στη Χίο, όπου βρέθηκε αμέσως μετά τη Θεσσαλία, τις συμπεριέλαβε σε έναν τόμο 440 σελίδων μικρού σχήματος, με τον τίτλο «Οδοιπορικαί Σημειώσεις», ο οποίος εκδόθηκε στην Αθήνα. Γλώσσα του κειμένου του είναι η λόγια καθαρεύουσα της εποχής. Σε μερικούς βέβαια σήμερα είναι λίγο δυσνόητη, όμως η περιγραφή του είναι γλαφυρή και γι' αυτό διατηρείται αναλλοίωτη.
Με το έργο του αυτό ο Σπ. Παγανέλης απαριθμεί μόνον γεγονότα τα οποία υπέπεσαν στην αντίληψή του, δεν υπεισέρχεται σε ιστορικές λεπτομέρειες, δεν ονοματίζει και δεν ακριβολογεί. Θριαμβολογεί για την ενσωμάτωση νέων εδαφών στο ελληνικό βασίλειο και για την αλλαγή της υπηκοότητας του χριστιανικού πληθυσμού της περιοχής, ανατέμνει το καυτό για την εποχή αγροτικό πρόβλημα και προσπαθεί να σταθεί ουδέτερος στη διαμάχη γαιοκτημόνων και καλλιεργητών. Ακόμα θέλγεται από την ομορφιά των φυσικών τοπίων της Θεσσαλίας και ιδιαιτέρως των Τεμπών και των Μετεώρων.
Από τις ανταποκρίσεις του θα περιορισθούμε στο σημερινό μας σημείωμα σε λίγες αποσπασματικές εντυπώσεις του από τη Λάρισα, όπου περιγράφει την πόλη, την άθλια κατάσταση των κατοίκων της, αλλά και την αποθεωτική υποδοχή που επεφύλαξαν στον ελληνικό στρατό ο κλήρος, οι αξιωματούχοι και ο απλός λαός της πόλεως. Οι εντυπώσεις αυτές είναι ενδιαφέρουσες, επειδή περιγράφουν τη θεσσαλική μητρόπολη όπως ήταν στο τέλος της τουρκικής κυριαρχίας και στην αυγή της νέας, μετά από τόσους αιώνες, ελληνικής παρουσίας. Η πόλη δεν τον εντυπωσιάζει. Κακή ρυμοτομία και έλλειψη αρχιτεκτονικού κάλλους κυριαρχούν παντού και μόνον η μαιανδρική πορεία του Πηνειού και τα στίλβοντα νερά του, τη ζωογονεί και την ομορφαίνει. Οι κάτοικοι, μετά από τόσα βάσανα, κακουχίες και διώξεις μεθούν τώρα, την ευλογημένη αυτή ώρα, από χαρά. Η πόλη απολαμβάνει ένα απέραντο πανηγύρι ελευθερίας και όλοι χύνουν δάκρυα ευγνωμοσύνης για τον απελευθερωτή ελληνικό στρατό. Ας παρακολουθήσουμε ένα μικρό απόσπασμα:
"Ερχόμενος εκ Τρικκάλων εισήλθον εις την πόλιν δια τη φερωνύμου οδού. Η συγκίνησίς μου απέβαινεν ευνόητος. Επάτουν την κλασσικήν Λάρισαν, περίφημον και εν τη αρχαιότητι, ονομαστήν και εις τους μεταγενεστέρους χρόνους, προσφιλή δε εις τας ελληνικάς ψυχάς, ως αι συνάδελφοι αυτής Ιωάννινα, Θεσσαλονίκη και εί τις άλλη […] Δεν ανέμενον να ίδω εν τη Λαρίσση πόλιν παρουσιάζουσα τα πλεονεκτήματα των ολίγων διακρινομένων της Ανατολής, ούτε την ευθυγραμμίαν ή τι άλλο αρχιτεκτονικόν κάλλος. Δια τούτο η εντύπωσίς μου δεν απέβη δυσάρεστος […]. Ευπρεπισθέντες οι κάτοικοι εχύθησαν συν γυναιξί και τέκνοις άμα τη έω εις τους δρόμους της πόλεως, ανταλλάσοντες ασπασμούς αναστάσεως και ηθικής παλιγγενεσίας. Δια νυκτός αι αψίδες ευρέθησαν όρθιαι, καταπράσιναι, σημαίαις κεκοσμημέναι και ρητοίς πατριωτικοίς. Η αρίστη είχεν εγερθεί κατά την είσοδον της πόλεως επί της οδού Φερσάλων […] Η νεότης της πόλεως, με την αγνότητα της ως σύμβολον και ένδυμα, εξήλθε προς υποδοχήν του ελληνικού στρατού, έτοιμος να τον προσφωνήση και ανυπομονούσα να τον ράνη με άνθη, συλλεγέντα από των προπόδων του Ολύμπου και του Πηνειού τας όχθας. Λευκά φέρουσαι αι λαρισσαίαι παρθένοι μετά των εθνικών χρωμάτων, παρετάχθησαν δεξιόθεν και αριστερόθεν της αψίδος και παρ’ αυταίς οι παίδες των Χριστιανών και οι Ιουδαιόπαιδες, καινουργείς φέροντας στολάς, μετά ταινιών κυανών και σημαιών πολυτίμων ελληνικών, έμελπον ωδάς και άσματα […]".
Με αυτήν την λυρικότητα συνεχίζεται αμείωτη η περιγραφή της εισόδου του ελληνικού στρατού στη Λάρισα, η οποία είναι εκτεταμένη.
---------------------------------------------------
[1]. Βλ. Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Η Λάρισα κατά το 1834. Από μια επίσκεψη του Βαυαρού Koellnberger, εφ. Larissanet, φύλλο της 17ης Ιουλίου 2014. Μετά από 47 χρόνια έμελλε να επανέλθει στη Λάρισα ως απελευθερωτής, με τον βαθμό του υποστρατήγου.
Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com