Έπρεπε να αναπηδήσει από τον βοιωτικό του τάφο ο Πίνδαρος, για να τραγουδήσει από τις κορυφές του Ολύμπου τα θαυμάσια της αξιομνημόνευτης ημέρας, κατά την οποία η Λάρισα προσήλθε να κλίνει την κεφαλήν της υπό τον μητρικό κόλπο. Μία νύχτα παλμών και ελπίδων μόλις πέρασε, κι ανέτειλε μια μέρα που έδιωξε το σκοτάδι της μακραίωνης δουλείας. Η πόλη καθ’ όλη τη διάρκεια της προηγούμενης νύκτας βρισκόταν σε εγρήγορση. Είχε υπακούσει στο παράγγελμα του Σωτήρος και αγρυπνούσε, μη τυχόν ο Νυμφίος την βρει τα μεσάνυχτα ανέτοιμη.
Ο Δίας, συνεχίζει ο ανταποκριτής, από τις κορυφές του Ολύμπου είχε δώσει διαταγές στον Απόλλωνα να χαιρετίσει την ημέρα αυτή με όλη τη λάμψη που της ταίριαζε. Οι κάτοικοι, αφού ευπρεπίστηκαν, ξεχύθηκαν από τα χαράματα στους δρόμους ανταλλάσσοντας μεταξύ τους ασπασμούς ανάστασης και ηθικής παλιγγενεσίας. Κρατώντας σημαίες και δάφνες στα χέρια, προχωρούν προς το μέρος της πύλης των Τρικάλων απ’ όπου αναμενόταν να εισέλθει ο ελληνικός στρατός ως άλλος Μεσσίας, για την αγάπη του οποίου είχαν χυθεί πολλά δάκρυα και πολλοί στεναγμοί προσφέρθηκαν ως ιλαστήριος θυσία στον θρόνο του Δημιουργού. Οι νέοι και οι νέες της πόλης, με την αγνότητά τους ως σύμβολο και ένδυμα, βγήκαν να υποδεχτούν τον ελληνικό στρατό, έτοιμοι να τον προσφωνήσουν και να τον ράνουν με άνθη που είχαν μαζέψει από τους πρόποδες του Ολύμπου και τις όχθες του Πηνειού.
Στην είσοδο της πόλης, όπου την προηγούμενη νύκτα είχε κατασκευαστεί μία αψίδα στολισμένη με φύλλα δάφνης, είχαν συγκεντρωθεί οι Αρχές του τόπου, ενώ στις δύο πλευρές του δρόμου παρατάχθηκαν όσοι έφεραν τις σημαίες των περισσοτέρων χωρίων της Πελασγιώτιδας. Από τις σημαίες πιο πολυτελής ήταν η «βαρύτιμος χρυσοκέντητη της Λαρίσσης» η οποία έφερε χρυσοκέντητες τις τρεις αυτές λέξεις «Ζήτω το Έθνος» και την οποία κρατούσε ένας από τους καλλίτερους νέους της πόλης, ο φοιτητής της Ιατρικής κ. Ευρ. Α. Μακρής. Κοντά στη σημαία στέκονταν η δασκάλα Αγγελική Σκόδρα με τα κορίτσια του Παρθεναγωγείου, ντυμένα στα λευκά. Λίγο πιο πέρα στέκονταν εκείνοι που κρατούσαν τις δύο σημαίες της εβραϊκής κοινότητος, μαζί με τους δασκάλους και τους μαθητές αυτής. Ο κλήρος με τον οποίο κάθε χαρά και κάθε οδύνη συμμερίστηκε το ελληνικό έθνος στα μαύρα χρόνια της δουλείας, φορώντας κυανόλευκα άμφια, κρατώντας λαμπάδες στολισμένες με τα εθνικά χρώματα και την εικόνα της Αναστάσεως του Σωτήρος, στολισμένη με λευκά άνθη και πλούσιες κυανές ταινίες, παρατάχθηκε στην είσοδο της αψίδας, εν χορώ ψάλλοντες τα Αναστάσιμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Στη συνέχεια, ο αρθρογράφος διαπιστώνει ότι του είναι δύσκολο να βρει τα προσήκοντα χρώματα για να περιγράψει τα αισθήματα των ανθρώπων, που βλέπουν την πατρίδα τους να απελευθερώνεται από τον τουρκικό ζυγό. Είχε υποφέρει πολλά και είχε πάθει πολλά. Μάρτυρες των παρελθόντων δεινών του ήταν οι θέσεις στις οποίες συνωθούνταν, ενώ η γύρω φύση και οι απέραντες πεδιάδες του υπενθύμιζαν τραγικές σκηνές, των οποίων θύματα και ήρωες έγιναν εκείνοι, οι οποίοι δεν ήταν γραφτό τους να χαιρετίσουν την μέρα, που θα γινόταν βάλσαμο στις πληγές τους.
Όταν, επιτέλους, φάνηκαν στο βάθος της μεγάλης λεκάνης, την οποία αποτελούν τα κυκλικά όρη του τμήματος αυτού, οι λόγχες των Ελλήνων στρατιωτών, πολλοί φώναξαν «Νυν απολύεις», ενώ οι περισσότεροι ανέβηκαν στα υψώματα, ως άλλοι Ιουδαίοι, βλέποντας την νεφέλη του πυρός, η οποία τους οδήγησε διά μέσου της ερήμου. Σε λίγη ώρα ο κονιορτός έγινε πυκνότερος και τα πρώτα τμήματα του ελληνικού στρατού έφτασαν στην αψίδα. Τότε, βρόντησε από τον Όλυμπο ο Δίας και οι φωνές του συγκεντρωμένου πλήθους υποκατέστησαν τους κεραυνούς του. Τι μπορεί να γράψει κάποιος και πώς μπορεί να περιγράψει τέτοιο θέαμα; Τα χέρια των ανδρών και των γυναικών υψώνονταν σαν αδιαπέραστο δάσος προς τον στρατό και τον στρατηγό, «τα αδέλφια μας», άκουγε κάποιος παντού και τα δακρυσμένα μάτια όλων ατένιζαν την ελληνική σημαία που κυμάτιζε, ανάμεσα στις λόγχες των στρατιωτών,από την αύρα των σαράντα δύο κορυφών του Ολύμπου και λαμπρυνόταν από την αόρατη συνοδεία όλων εκείνων, οι οποίοι μαρτύρησαν για εκείνη.
Γιατί να μη μπορώ να περισυλλέξω μέσα σε δακρυδόχους όλα εκείνα τα δάκρυα που χύθηκαν τη στιγμή της εισόδου του ελληνικού στρατού στη Λάρισα, αναρωτιέται ο συντάκτης. Ήθελα αυτά να αποκρυσταλλωθούν σε μαργαριτάρια, με τα οποία θα κοσμούνταν το στεφάνι που θα έβαζε η Ελλάδα στο μέτωπο των ηρωικών παιδιών της!
Ο ασυγκράτητος και ατιθάσευτος ενθουσιασμός γρήγορα μεταδόθηκε, σαν ηλεκτρικός σπινθήρας, στους παρελαύνοντες στρατιώτες και αξιωματικούς, οι οποίοι αντιχαιρετούσαν βγάζοντας τα καπέλα τους και σείοντας τα ξίφη τους. Κλήρος, λαός, γυναίκες, άνδρες, γέροι και παιδιά ακολουθούσαν την παρέλαση ατενίζοντες τους οπλίτες, οι οποίοι, μπροστά στην ενθουσιώδη υποδοχή που τους επιφυλάχτηκε από τα αδέλφια τους, γρήγορα ξέχασαν τους κόπους και τις κακουχίες τους.
Ο απεσταλμένος της εφημερίδας της Κωνσταντινούπολης, Νεολόγος, εν κατακλείδι διαπιστώνει ότι οι κάτοικοι της Λάρισας έκαμαν στον ελληνικό στρατό την καλύτερη υποδοχή από όλες όσες είχε παρακολουθήσει και κλείνει την αναφορά του στην απελευθέρωση της Λάρισας με ένα παράξενο γεγονός που του συνέβη αργά το βράδυ, όταν ολόκληρη η πόλη φωτιζόταν από τα βεγγαλικά κι αντηχούσε από τις ενθουσιώδεις ζητωκραυγές των κατοίκων αναμεμιγμένες με την ηχώ των τραγουδιών και των οργάνων. Ενώ, λοιπόν, βάδιζε προς την φωταγωγημένη αγορά, διασχίζοντας το συγκεντρωμένο πλήθος που γλεντούσε, ένας χωρικός σταμάτησε αυτόν και βγάζοντας από τον σάκο του ένα κόκκινο αυγό του το προσέφερε. Μετά τον καθιερωμένο χαιρετισμό, του ζήτησε να το τσουγκρίσουν, αφού η μέρα εκείνη ήταν το Πάσχα και η Ανάσταση των Λαρισαίων και της Θεσσαλίας, που μόλις είχε προσαρτηθεί στην Ελλάδα.
Της Κωνσταντινιάς Πατσή
* Η Κωνσταντινιά Πατσή είναι Διευθύντρια του ΓΕ.Λ Τυρνάβου. Πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, κάτοχος Μεταπτυχιακού διπλώματος Master of Business Administration (MBA) του Staffordshire University
Πηγές
Εφημερίδα,ΝΕΟΛΟΓΟΣ, Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 1881, έτος ΙΣΤ΄, αρ. φ. 3742.